Θες ελληνικό καφέ στο Παρίσι; Πήγαινε στο Yorgaki

O κορυφαίος Ελληνογάλλος art director Yorgo Tloupas εξηγεί γιατί άνοιξε καφενείο στο Παρίσι, που ψήνει ελληνικό στη χόβολη και εντυπωσιάζει με τον διακριτικά ελληνικό σχεδιασμό του. Από τον Πάρη Κορμαρή

Είναι μόλις 18 τετραγωνικά, το λένε Yorgaki και το στήσιμό του συνιστά σπουδή πάνω στο πώς μπορείς να ανοίξεις στην καρδιά του Παρισιού ένα μαγαζί γεμάτο με ελληνικά στοιχεία, χωρίς να το κάνεις καθόλου φολκλόρ. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι ο δημιουργός του, Yorgo Tloupas, γιος του Έλληνα γλύπτη Φιλόλαου Τλούπα, είναι βραβευμένος designer, συνιδρυτής του design studio Yorgo&Co και art director σε εκδόσεις όπως το γαλλικό Vanity Fair. Με μια καριέρα γεμάτη απαιτητικές δραστηριότητες, τι ήταν εκείνο που τον ώθησε να γίνει καφετζής; «Ήθελα χρόνια να ανοίξω ένα καφενείο στο Παρίσι, γιατί απλούστατα δεν υπήρχε κανένα μαγαζί που να σερβίρει αυθεντικό ελληνικό καφέ», μου εξηγεί ο ίδιος. «Μια μέρα, περνούσα με το ποδήλατο από τη Rue des Martyrs, έναν πολύ εμπορικό δρόμο στη συνοικία Pigalle, που βολτάρει όλο τον χρόνο πολύ κόσμος. Όπως ανέβαινα την ανηφόρα, την οποία συνήθως αποφεύγω γιατί είναι απότομη, είδα ότι νοικιαζόταν ένα μαγαζί. Με το πού έμαθα πόσο χαμηλό ήταν το ενοίκιο, αποφάσισα ότι ήταν το κατάλληλο μέρος. Αν δεν το είχα βρει, μάλλον δεν θα είχα μπει σε τέτοια περιπέτεια. Απ’ όταν άνοιξε το μαγαζί, πηγαίνει εξαιρετικά καλά. Είμαι βέβαια τυχερός που έχω γύρω μου μια πολύ καλή ομάδα, η οποία βοήθησε να γίνει πραγματικότητα το Yorgaki, παράλληλα με όλες τις άλλες δουλειές μας».

Να υποθέσω πως όταν ήσουν μικρός σε φώναζαν «Γιωργάκη», γι’ αυτό το βάφτισες έτσι;

Ναι, με φώναζαν έτσι οι γονείς μου και κάποιοι φίλοι, οπότε ήταν φυσικό να το διαλέξω για το μαγαζί. Στους γαλλόφωνους ακούγεται πολύ ελληνικό, ενώ παραπέμπει και στην επωνυμία του design studio που έχω, έτσι, δεν δίστασα ούτε στιγμή.

 

Πώς σε επηρέασε μεγαλώνοντας η ελληνική σου καταγωγή;

Ο πατέρας μου, Φιλόλαος, γεννήθηκε στη Λάρισα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι τη δεκαετία του ’50, αλλά κρατούσε πάντα στενούς δεσμούς με την Ελλάδα και μάλλον το πέρασε και σε μένα. Επίσης, έχουμε ένα σπίτι στο Πήλιο, στο οποίο πέρασα όλα τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας – και δεν διανοούμαι να μην έρχομαι κάθε χρόνο. Μου έδωσαν ελληνικό όνομα, όχι George ή Giorgos, όπως κάνουν κάποιοι Έλληνες στο εξωτερικό, αλλά Yorgo, χωρίς s στο τέλος, οπότε στη Γαλλία ήμουν πάντα «ο Έλληνας», ενώ στην Ελλάδα ήμουν πάντα «ο Γάλλος», γιατί και ο πατέρας μου δεν μου μιλούσε ελληνικά και δεν ξέρω καλά τη γλώσσα. Βέβαια, βελτιώνομαι τώρα, με όλους τους Έλληνες που έρχονται στο Yorgaki! Γενικά, είμαι πολύ περήφανος που είμαι Έλληνας και υπερασπίζομαι τη χώρα σε κάθε περίσταση. Οι Έλληνες είναι ίσως ο πιο ευγενικός και ήρεμος λαός σε όλη την Ευρώπη.

 

Έρχεσαι μόνο τα καλοκαίρια στην Ελλάδα;

Σίγουρα έρχομαι κάθε καλοκαίρι και, αφότου άνοιξα το Yorgaki, έρχομαι και άλλες εποχές για λίγο. Θα μου άρεσε να έρθω χειμώνα για να κάνω ski και surfing. Έχουμε διανομέα στην Ελλάδα για τη φίρμα ski που έχω δημιουργήσει, τα Black Crows, οπότε πρέπει να προγραμματίσω κάτι σύντομα. Μου αρέσει να διασχίζω οδικώς την ενδοχώρα, να περνάω από μέρη που δεν έχει αγγίξει ο τουρισμός – βιομηχανικές περιοχές, παρατημένα γιαπιά, σταθμούς διοδίων που μπορείς να πληρώσεις μόνο με μετρητά, καρότσια που πουλάνε φρούτα και γλυκά στις άκρες των δρόμων. Μου αρέσει, επίσης, ο Βόλος, είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου πόλεις στον κόσμο – το κέντρο που αναπτύσσεται γύρω από ένα γνήσιο ψαράδικο λιμάνι, τα βουνά πίσω και βέβαια το Σουβλάκι της Αλεξάνδρας, που έχει το καλύτερο σουβλάκι-σάντουιτς στον κόσμο.

Πώς κατάφερες να κάνεις το Yorgaki πολύ ελληνικό, χωρίς να είναι φολκλόρ;

Ήταν μια λεπτή ισορροπία. Προφανώς, απέφυγα οποιοδήποτε στοιχείο ένιωθα ότι είναι πολύ «τουριστικό», ωστόσο, έπρεπε να έχει κάποια στοιχεία που να το κάνουν αυθεντικό και πειστικό τόσο για τους Έλληνες που ζουν στο Παρίσι όσο και για τους Γάλλους που αγαπούν την Ελλάδα. Το ψαράδικο δίπλα είναι μπλε, οπότε διάλεξα κάτι πιο διακριτικό, λευκό με παλ αποχρώσεις του κίτρινου και του πράσινου που βλέπουμε σε πολλά ελληνικά κτίρια των αρχών του 20ού αιώνα. Τα ανέμειξα με στοιχεία που υπήρχαν στο παλιό μαγαζί, προσθέτοντας ορισμένες πινελιές πιο μοντέρνες, όπως τον ριγέ καθρέφτη, τα ασύμμετρα ράφια, το μωσαϊκό στο πάτωμα με το λογότυπο Y και τον κεντρικό πάγκο. Είμαι, επίσης, πολύ χαρούμενος που πήρα τον παραδοσιακό δίσκο και τον μετέτρεψα σε φωτιστικό οροφής. Όλα τα τραπέζια και οι καρέκλες φτιάχτηκαν για μας από έναν τεχνίτη στου Ψυρρή, και βρήκα παλιά ελληνικά βιβλία στο Μοναστηράκι για να διακοσμήσω τις τουαλέτες. Νομίζω ότι τα έπιπλα, το λογότυπο, οι χαρτοπετσέτες που θυμίζουν τα παραδοσιακά χάρτινα τραπεζομάντιλα με το περίγραμμα των νησιών και οι δίσκοι που χρησιμοποιούμε ήταν στοιχεία απαραίτητα, αλλά περισσότερη «ελληνικότητα» θα ήταν υπερβολή.

 

Εκτός από καφέ, τι άλλο σερβίρετε;

Το μαγαζί είναι τόσο μικρό που δεν θα μπορούσε να υπάρχει αυτόνομη κουζίνα, συνεπώς, αναγκαστικά, έχουμε μόνο πράγματα που μπορούμε να ετοιμάσουμε εύκολα, χωρίς να χρειάζονται τηγάνισμα ή ψήσιμο στο φούρνο. Επειδή δεν ήθελα να έχω το ίδιο τζατζίκι και την ίδια ταραμοσαλάτα που έχουν όλα τ’ άλλα ελληνικά μαγαζιά του Παρισιού, φτιάχνουμε τα δικά μας με την Johanna, που τρέχει το μαγαζί σε καθημερινή βάση και είναι μισή Ελληνίδα, όπως εγώ. Σερβίρουμε, επίσης, πορτοκαλόπιτα που φτιάχνει η Anne Boulay, γειτόνισσα και πρώην editor in chief του γαλλικού Vanity Fair, η οποία έχει σπίτι στην Κρήτη και μιλάει ελληνικά. Σίγουρα θα εξελίξουμε το μενού – θέλουμε να κάνουμε τυρόπιτες με έναν φούρνο της περιοχής. Στα ράφια μας, επίσης, έχουμε πολλά ποιοτικά ελληνικά προϊόντα προς πώληση, μυρωδικά Daphnis and Chloe, μέλι, κριτσίνια από την Κρήτη, τσίπουρο, οδοντόκρεμα με μαστίχα κ.ά.

 

Έχεις σκεφτεί ν’ ανοίξεις και ελληνικό εστιατόριο;

Όχι, θα προτιμούσα να ανοίξω ένα δεύτερο Yorgaki στο Παρίσι ή κάπου αλλού. Το επιχειρηματικό μοντέλο είναι φτιαγμένο για να αναπτυχθεί έτσι, αν χρειαστεί.

 

Σε ένα post στο Instagram έλεγες ότι κάνεις έξι δουλειές. Τι εκτιμάς περισσότερο σε καθεμία;

Για να είμαστε ακριβείς, ξέχασα μία, το περιοδικό αυτοκινήτου που έχω δημιουργήσει, το Intersection. Καθεμία από τις επτά, λοιπόν, δουλειές που κάνω είναι ονειρεμένη. Δεν θα μπορούσα να τις συνδυάσω αν δεν ήμουν υπερδραστήριος από τη φύση μου και αν δεν είχα εξαιρετικούς συνεργάτες. Το design studio και το να διδάσκω με βοηθούν να πετύχω τον απώτερο σκοπό μου, που είναι να γίνει καλύτερο το οπτικό περιβάλλον που μας περιβάλλει. Η ενασχόληση με τη φίρμα ski Black Crows μου δίνει ανεκτίμητα μαθήματα, αφού ασχολούμαι με αυτήν από το ξεκίνημά της ως συνεταίρος και έχω τον απόλυτο έλεγχο της εικόνας της. Ο ρόλος μου ως art director στη γαλλική έκδοση του Vanity Fair έχει να κάνει κυρίως με το πάθος μου για τη δημοσιογραφία και την ενημέρωση. Το κομμάτι του σχεδιασμού είναι σημαντικό, αλλά εκείνο που με συγκινεί ακόμα περισσότερο είναι ότι μπορώ να παρουσιάζω εξαιρετικές ερευνητικές ιστορίες. Το να φροντίζω την υστεροφημία του πατέρα μου είναι κάτι φυσικό και θα τον έκανε περήφανο. Το Yorgaki βάζει στο παιχνίδι τελείως νέες δεξιότητες, από το να ελέγχω τα κόστη μέχρι το να χειρίζομαι το προσωπικό, ή ακόμη και να σερβίρω τους πελάτες, που είναι ένα σπουδαίο μάθημα ταπεινότητας. Ορισμένες φορές, ξεχνάω παραγγελίες ή κάνω λάθος και τους βλέπω να αναρωτιούνται γιατί ένας άντρας στην ηλικία μου ακόμα σερβίρει τραπέζια και γιατί είναι τόσο ανίκανος να το κάνει σωστά…

 

Τι απ’ όσα έχεις κάνει στη ζωή σου, σε επαγγελματικό ή προσωπικό επίπεδο, θεωρείς πιο σημαντικό;

Θα έλεγα ότι κάτι που πραγματικά καθόρισε τη ζωή μου ήταν η δημιουργία του περιοδικού Intersection με τον Dan Ross, το 2001. Για να το κάνω, έπρεπε να μετακομίσω στο Λονδίνο, όπου έμεινα μία δεκαετία, κάτι που άνοιξε τους ορίζοντές μου με μοναδικό τρόπο. Πέρα από τα επαγγελματικά, τα τελευταία 12 χρόνια μου δίνει χαρά η ενασχόλησή μου με το Bike Polo, που είναι πόλο με ποδήλατα, αφού ήμουν από εκείνους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να καθιερωθεί ως άθλημα στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Με γεμίζει χαρά να βλέπω όλους εκείνους που η συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη κοινότητα άλλαξε τη ζωή τους, που έχουν κάνει παιδιά με άτομα που γνώρισαν σε τουρνουά και που έχουν φίλους σε όλο τον κόσμο χάρη σε αυτό το πολύ εξειδικευμένο άθλημα. Δυστυχώς, στην Αθήνα δεν έπιασε ποτέ. Ίσως την επόμενη φορά που θα έρθω να πρέπει να φέρω εξοπλισμό και να διοργανώσω κάτι.

 

Πώς είσαι ως άνθρωπος;

Όταν η δουλειά βρίσκεται τόσο πολύ στο επίκεντρο της ζωής σου, τείνεις να ορίζεις τον εαυτό σου με βάση όχι αυτό που είσαι αλλά αυτό που κάνεις. Μου πήρε κάποιο χρόνο να αρχίσω να σκέφτομαι τον εαυτό μου με διαφορετικούς όρους. Ελπίζω ότι είμαι γενναιόδωρος, ξέρω πως είμαι πολύ περίεργος και οφείλω να παραδεχτώ ότι η έλλειψη συγκέντρωσής μου είναι καταστροφική, κάτι που μπορεί ορισμένες φορές να πληγώσει τους άλλους. Και όσο περνούν τα χρόνια, έχω αρχίσει να εκτιμώ τους ανθρώπους που συνδυάζουν αυστηρότητα και εκκεντρικότητα, κάτι που -το ξέρω- ακούγεται παράδοξο.

 

Πού θα ήθελες να είσαι μία δεκαετία από σήμερα;

Θα ήθελα να κάνω surfing με παιδιά, σε έναν κόσμο που ελπίζω ότι δεν θα έχει καταστραφεί από τη μόλυνση και τον υπερπληθυσμό.

 

Φωτογραφίες: Emmanuelle Lubaki