Τo 2020, συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση της κινηματογραφικής βιομηχανίας που έκανε και κάνει ακόμα και σήμερα τους Έλληνες να γελάνε, να συγκινούνται, να ονειρεύονται και πάνω απ’ όλα να ταυτίζονται. Αυτή είναι η ιστορία της.
Από τον Πάνο Ζόγκα Φωτογραφίες από το αρχείο της Finos Film
Κάποτε, πριν από τη δημιουργία του star system, των εξωφύλλων, της Αλίκης, της Τζένης, της Ζωής και της Ρένας, υπήρχε μια σκληρή, ζοφερή πραγματικότητα. Το 1942 βρισκόμαστε στην καρδιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι Έλληνες λιμοκτονούν. Μια μικρή ανάσα είναι γι’ αυτούς η προβολή της πρώτης ταινίας της κινηματογραφικής εταιρείας Finos Film, που ιδρύει ο Φιλοποίμην Φίνος. Η Φωνή της Καρδιάς συγκεντρώνει όλους τους μετέπειτα μεγάλους stars. Η πρωταγωνίστρια Σμαρούλα Γιούλη, τότε παιδί θαύμα, με το χαμόγελό της και την ομορφιά της κάνει τον κόσμο να ξεχνάει τη δυστυχία του και κυρίως να ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον. Δημιουργούνται ουρές έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες και αυτό ενοχλεί τους Γερμανούς που δεν τους αρέσουν οι συγκεντρώσεις πολλών ατόμων σε έναν χώρο. Τις θεωρούν πυρήνα αντίστασης.Η ταινία κόβει, την πρώτη εβδομάδα της προβολής της, 102.237 εισιτήρια. Ήταν, κατά κάποιον τρόπο, η πρώτη επανάσταση των Ελλήνων απέναντι στη γερμανική κατοχή και αυτό που τους είχε δώσει ο Φίνος ήταν μια πόρτα στην αισιοδοξία. Το όραμά του να δημιουργήσει μια βιομηχανία θεάματος και stars μόλις ξεκινούσε. Ο Φίνος ήταν αποφασισμένος να τους δώσι τα υλικά για να ονειρευτούν. Αυτή είναι η πορεία μια αυτοκρατορίας σε 7 ιστορίες.

Ιστορία 1η: Το τραύμα του Φίνου
Ο Φίνος, κατά τη διάρκεια ττου αλβανικού Μετώπου, γύριζε με συνεργάτες του τα πολεμικά Επίκαιρα, μέσα σε αντίξοες συνθήκεςμ ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του. Δυστυχώς, ο ένας από αυτούς, ο Αιμίλιος Διακάκης, την έχασε. Ό,τι έχει διασωθεί σε οπτικό υλικό από το αλβανικό Μέτωπο το οφείλουμε στον Φίνο και την ομάδα του. Τα Επίκαιρα ήταν τρίλεπτα φιλμάκια σαν τα σημερινά Δελτία Ειδήσεων που κατέγραφαν όσα συνέβαιναν τόσο στον δρόμο όσο και στον Μέτωπο και προβάλλονταν πριν από τις ταινίες. Τον Ιανουάριο του ’44, με αφορμή την επιτυχία της ταινίας του Η Φωνή της Καρδιάς, συλλαμβάνεται μαζί με τον πατέρα του από τους Γερμανούς. Η κατηγορία ήταν «συμμετοχή στην αντίσταση». Γλιτώνει με τέσσερις μήνες φυλάκισης και με παραχώρηση όλων των περιουσιακών του στοιχείων στους Γερμανούς. Ο πατέρας του όμως, Γιάννης Φίνος, εκτελείται ως «δρων κουμουνιστής». Από τότε, ο Φιλοποίμην απέκτησε μια θεωρία: όλα μπορούν να ανατραπούν σε μια στιγμή και να χάσεις ό,τι αγαπάς, αλλά το χρέος σου είναι να προχωράς. Και το έκανε.

Ιστορία 2η: Ο Μεθύστακας
Το 1950, βγαίνει στις αίθουσες η ταινία Ο Μεθύστακας. Όπως μας εξηγεί ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης, με αυτή την ταινία ενηλικιώθηκε ο ελληνικός κινηματογράφος, τουλάχιστον από εμπορική άποψη, αφού παιζόταν επί 27 συνεχόμενες εβδομάδες στην Αθήνα. Έκοψε 305.000 εισιτήρια και έπεισε τους επιχειρηματίες ότι ο κινηματογράφος ήταν η επένδυση του μέλλοντος. Η ταινία κατέστησε τον κινηματογράφο σε κεντρικό πυλώνα της ψυχαγωγίας, εκτοπίζοντας το θέατρο και έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για μια νέα γενιά παραγωγών. Τρία χρόνια μετά, το 1953, ο Φίνος θεωρείται πλέον καθεστώς.
Ιστορία 3η: Ο επιχειρηματίας Φίνος
Ο Φίνος ήταν κατά γενική ομολογία ο άνθρωπος που ξυπνούσε, ανέπνεε και ζούσε για τις ταινίες και τον κινηματογράφο. Και αυτός ήταν και ο λόγος που δεν είχε ποτέ στη ζωή του χρήματα. Ο ίδιος έλεγε: «Με αποκαλούν μεγιστάνα όσοι δεν με γνωρίζουν. Δεν είμαι και πραγματικά δεν με ενδιαφέρει να μαζέψω χρήματα. Ζω άνετα και αυτό μου φτάνει. Δεν έχω απογόνους και όσα κερδίζω τα βάζω στη δουλειά μου. Ως επιχειρηματίας, είμαι μάλλον αποτυχημένος». Το ότι εννοούσε ό,τι έλεγε, το απόδειξε με τον τρόπο ζωής του. Πάντα έμενε στο ενοίκιο και μόνο προς τη δύση του προνόησε να αγοράσει διαμέρισμα στην περιοχή της Σχολής Ευελπίδων. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, όταν είχε αρχίσει ήδη να εμφανίζεται η οικονομική κρίση, δανείστηκε χρήματα για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Έφτιαξε στα Σπάτα το μεγαλύτερο studio στα Βαλκάνια, με τα καλύτερα μηχανήματα και τις καλύτερες προδιαγραφές για τους υπαλλήλους και τους stars του. Αυτό το studio χαρακτηρίστηκε γρουσούζικο, αφού συνδέθηκε με την πτώση του. Ο Γιάννης Δαλιανίδης είχε σχολιάσει κάποτε στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη: «Ο Φίνος έκανε τις πιο εμπορικές ταινίες και ήταν πάντα χρεωμένος». Μαζί του συμφωνούσε και η Αλίκη Βουγιουκλάκη: «Τον εκμεταλλεύονταν οι άνθρωποι γύρω του. Τον έκλεβαν οι υπάλληλοί του, από το γραφείο εκμετάλλευσης των ταινιών του, από το λογιστήριό του. Αυτά που σου λέω είναι σίγουρα. Δεν υπάρχει λόγος να πούμε ονόματα. Ούτε που τους θυμάμαι κιόλας. Δεν τον ενδιέφεραν τα λεφτά τον Φίνο. Τον ενδιέφερε να έχει χρήματα για να βάζει στις ταινίες. Δεν τον ενδιέφερε να πάρει χρήματα από το κράτος. Ο ίδιος ο Καραμανλής ήταν παιδικός του φίλος, όμως ο Φίνος ήθελε να έχει όχι μόνο το βέτο, αλλά και το ρίσκο». Από τη μια μεριά το κράτος δεν τον βοηθούσε, από την άλλη ο Φίνος δεν βοηθούσε τον εαυτό του. Ξαναγύριζε ταινίες από την αρχή, όπως έγινε με το Κλωτσοσκούφι το 1960, επειδή δεν του άρεσε ο παρτενέρ της Αλίκης, ο Μιχάλης Νικολινάκος, που τον αντικατέστησε με τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Οι ταινίες της δεκαετίας του ’60 στοίχιζαν περίπου 1,5 εκατ. δρχ. οι ασπρόμαυρες, 2 εκατ. δρχ. οι έγχρωμες, ενώ τα μιούζικαλ έφταναν στα 4 εκατ. δρχ.

Ιστορία 4η: Η προσωπική του ζωή
Παντρεμένος με την Τζέλλα από το 1939 μέχρι τον θάνατό του, είχε μια πολύ εσωστρεφή στάση απέναντι στη ζωή και την πλέον συντηρητική απέναντι στα κοσμικά. Τα γλέντια του, τα ξενύχτια του, οι παρέες του ήταν μετρημένα. Διακοπές το καλοκαίρι πήγαινε στη Βουλιαγμένη, δηλαδή κοντά στην Αθήνα, κοντά στη δουλειά, κοντά στα γυρίσματα. Εκεί συχνά δεχόταν επισκέψεις από ηθοποιούς, αλλά σπάνια δενόταν μαζί τους. Παιδιά δεν έκαναν με την Τζέλλα, έπειτα από κοινή τους απόφαση, ενώ ο ίδιος έλεγε: «Παιδιά μας είναι οι ταινίες και οι ηθοποιοί». Στο εξωτερικό ταξίδευε σπάνια με τη γυναίκα του και αυτό μόνο για επαγγελματικούς λόγους, σε φεστιβάλ ή σε εκθέσεις κινηματογραφικών μηχανημάτων. Η μόνη του ακριβή συνήθεια ήταν τα αυτοκίνητα – πάντα φρόντιζε να κυκλοφορεί με ακριβό αμάξι. Συνήθως, έβγαινε σε ταβέρνες με τα κινηματογραφικά συνεργεία ύστερα από τα γυρίσματα, πλήρωνε πάντοτε αυτός τον λογαριασμό και πολύ σπάνια θα έκανε κάποια εμφάνιση σε κοσμικά κέντρα της εποχής. Είχε επιλέξει μια πολύ λιτή ζωή. «Όλη του τη ζωή την είχε δώσει και την είχε αφιερώσει στον κινηματογράφο και μόνο. Το σπίτι, η διασκέδαση, η ψυχαγωγία, ήταν δεύτερο πλάνο για μας», είχε δηλώσει στην εκπομπή Παρασκήνιο, της ΕΡΤ, η Τζέλλα Φίνου. Ήταν, δε, τέτοια η εμμονή του με τις κινηματογραφικές μηχανές που συχνά τις επιδιόρθωνε ο ίδιος και γι’ αυτό και είχε το παρατσούκλι «ο κατσαβιδάκιας».
Ιστορία 5η: Ο Φίνος και το star system
Η Αλίκη, η Τζένη, η Ζωή, η Ρένα, ήταν όλες τους παιδιά του. Πολλοί τον πούλησαν, άλλοι του έμειναν πιστοί (όπως η Ζωή Λάσκαρη που γύρισε όλες τις ταινίες της στον Φίνο) και άλλοι, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη, συνεργάζονταν με απανωτά on and off. Ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος (1942-2011) είχε πει κάποτε στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη: «Δεν ήταν εύκολο οι ηθοποιοί του Φίνου να πουν “Όχι” στις προτάσεις που είχαν από τους άλλους παραγωγούς. Για παράδειγμα, ο Βουτσάς έπαιρνε 30.000 με 40.000 στον Φίνο και η Καραγιάννης – Καρατζόπουλος του πρόσφερε 300.000. Αυτή που έφυγε πρώτη ήταν η Βουγιουκλάκη, που πήγε στη Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης και είχε γίνει μακελειό». Όντως, η Αλίκη είχε κλείσει να γυρίσει τις Διπλοπενιές, το 1966, με συμβόλαιο ύψους 500.000 δρχ., σε συνεργασία των Δαμασκηνού – Μιχαηλίδη με τον Φίνο, ο οποίος όμως αποχώρησε από την παραγωγή τελευταία στιγμή και οι εκπρόσωποί του είχαν δηλώσει τα εξής: «Ο κ. Φίνος, με την εμπειρία του παλαιού παραγωγού, βλέπει πολύ καλά ότι η δημοφιλής star δεν τον συμφέρει πλέον. Οι ταινίες της έχουν πάψει να αποφέρουν τα υψηλότατα κέρδη που είχαν άλλοτε. Έτσι, ο επικεφαλής της Finos αρνήθηκε να συμμετάσχει στην παραγωγή μιας ταινίας που ναι μεν μπορεί να είναι εμπορική, αλλά είναι δεύτερης εντελώς ποιότητας. Ο κ. Φίνος κρίνει ότι η ταινία είναι ένα μπουζουκο-μιούζικαλ της τάξεως Μάρθας Βούρτση – Νίκου Ξανθόπουλου. Επιπλέον, η πολύ υψηλή αμοιβή της Αλίκης κάνει την υπόθεση υπερβολικά ασύμφορη». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα εκείνηn τη χρονιά να αποκαθηλωθούν οι φωτογραφίες της star από τα γραφεία της εταιρείας. Έμειναν μόνο τα πορτρέτα της Τζένης Καρέζη και της Ζωής Λάσκαρη. Ο Παύλος Τάσιος είχε πει στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη: «Η Ζωή από μόνη της, εκείνη την περίοδο, δεν ήταν φίρμα. Ήταν η πρωταγωνίστρια στις ταινίες του Δαλιανίδη. Και αυτό είχε τεράστια διαφορά. Δεν ήταν η ταινία της Λάσκαρη, όπως ήταν η ταινία της Αλίκης. Ήταν η ταινία του Δαλιανίδη αυτό που μετρούσε στη μαρκίζα». Ο ίδιος ο Φίνος είχε κατηγορηθεί πολλές φορές για τη δημιουργία ειδώλων, ειδικά στην αρχή της δεκαετίας του ’70 που είχε αρχίσει η αμφισβήτησή του. Ήταν η εποχή που οτιδήποτε glamorous έπρεπε να εκτοξευτεί στο πυρ το εξώτερον. Ο ίδιος είχε απαντήσει το 1971 στα Επίκαιρα: «Γιατί δημιούργησα stars; Τι με ανάγκασε; Η ανυπαρξία σεναρίων. Αν έχω ένα γερό σενάριο, δεν έχω ανάγκη από star. Ένα μέτριο όμως σενάριο που στηρίζεται σε έναν star, θα φέρει χρήματα. Αναγκαίο κακό λοιπόν, αφού δεν γίνεται αλλιώς. Όσο για τις ευθύνες που καταλογίζουν τώρα οι stars στους παραγωγούς, είναι κωμικό. Γιατί παίρνανε τα χρήματα; Εγώ είμαι έμπορος. Αυτό πουλάω. Εκείνοι, που είναι καλλιτέχνες, ήθελαν τα σπίτια και τα αυτοκίνητα με ξένα κόλλυβα; Κανένας πρωταγωνιστής μου δεν ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει σενάριο που δεν του άρεσε. Και είμαι έτοιμος να δημοσιεύσω συμβόλαιο αν κάποιος με αμφισβητήσει. Και χαίρομαι τον Κούρκουλο, γιατί είναι θαυμάσιο παιδί και έχει το θάρρος να ομολογήσει πως γυρίζει ταινίες για να κάνει το θέατρο που θέλει».

Ιστορία 6η: Οι stars στα παρασκήνια
Ο Παύλος Τάσιος είχε δώσει στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα: «Η Αλίκη ήταν πολύ μακρινή για μας. Απλησίαστη. Κατ’ αρχάς, δεν ερχόταν ποτέ στο φουαγέ, όπου ίσως θα μπορούσαμε να έχουμε μια επαφή μαζί της. Και όταν ερχόταν περνούσε σαν σφαίρα. Δεν τη θυμάμαι εκεί ποτέ. Η Αλίκη ήταν βεντέτα. Αυτό ίσχυε και στα γυρίσματα. Έπρεπε να προσέχεις πώς θα της μιλήσεις, πώς θα σταθείς απέναντί της. Οι σκηνοθέτες έτρεμαν. Μόνο ο Δαλιανίδης ήταν στο ίδιο επίπεδο με εκείνη και της φερόταν φυσιολογικά. Η Καρέζη δεν ήταν τόσο μεγάλη βεντέτα. Ήταν ψυχρή και λίγο απρόσιτη, αλλά δεν τρόμαζε τους συνεργάτες. Προσπαθούσε να είναι καλή. Μπροστά στην Αλίκη ήταν δεύτερη. Τρίτη ήταν η Ρένα Βλαχοπούλου. Ήταν απρόσιτη. Μπορεί να έκανε και να έλεγε τα αστεία της, αλλά όταν της έλεγες κάτι χωρίς ευγένεια μπορεί να σε έστελνε στον διάολο. Η Ζωή δεν ήταν καθόλου βεντέτα. Ήταν εντελώς διαφορετική απ’ όλες τις άλλες. Ο Βουτσάς ήταν εύκολος, λαϊκό παιδί. Το ίδιο και ο Χατζηχρήστος. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη μιλήσουν ακόμη και στον τελευταίο τεχνικό. Το ίδιο και η Μάρθα Καραγιάννη. Ο Νίκος Κούρκουλος δεν ήταν εύκολος. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης ήταν ευγενικός και φίλος με όλους. Δεν μάλωσε ποτέ με άνθρωπο. Δεν δυσαρέστησε κανέναν. Αντιθέτως, η Μαίρη Χρονοπούλου έκανε επεισόδια. Όταν ο Φίνος είχε πάει στο Λονδίνο για την αρρώστια του, η Μαίρη είχε διαδώσει σε όλους πως πεθαίνει. Όταν ο Φίνος σηκώθηκε από την πρώτη εγχείρηση, του τα είπε η Τζέλλα και από τότε η Μαίρη δεν ξαναέπαιξε σε ταινίες του».

Ιστορία 7η: Η τελευταία πράξη
Το ’70 ξεκινά η εποχή της τηλεόρασης. Τότε κάνει την εμφάνισή της και η κρίση στον κινηματογράφο, αφού κόβονται όλο και λιγότερα εισιτήρια. Από την άλλη, ο Φώσκολος γυρίζει, σε παραγωγή Finos Film, την Υπολοχαγό Νατάσσα, που γίνεται η πιο εμπορική ταινία όλων των εποχών στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Φίνος δηλώνει: «Είδατε; Δεν υπάρχει κρίση. Μόνο κρίση ιδεών και σεναρίων». Η κρίση όμως υπήρχε. Την έβλεπε, τη ζούσε και ήρθε και ο καρκίνος. Τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του, μέχρι τον θάνατό του, στις 26 Ιανουαρίου του ’77, τα περνάει με εγχειρήσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Χρεωμένος κατά πολλά εκατομμύρια και απογοητευμένος, έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα στην αμφισβήτηση. Νέοι άνθρωποι είχαν μπει στον κινηματογράφο και οι ταινίες τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης γιουχαΐζονταν. Η τελευταία ταινία του ήταν η ταινία Ο Κυρ-Γιώργης Εκπαιδεύεται. «Για την τιμή των όπλων», όπως είπε. Δεν πρόλαβε να δει την επέλαση της βιντεοκασέτας, της ιδιωτικής και της καλωδιακής τηλεόρασης, όπου το έργο του αποθεώθηκε και απόκτησε εκατομμύρια ακόμα θαυμαστές και νέο κοινό, που αποκατάστησε τη φήμη του και τον ανάδειξε σε έναν -αν όχι τον πιο σημαντικό και μοναδικό- κορυφαίο Έλληνα κινηματογραφικό παραγωγό.