Andy Warhol – Το Αίνιγμα Που Δεν Έλυσαν Τα Ημερολόγιά Του

Έξι επεισόδια με τα λόγια που υπαγόρευσε ο ίδιος ο πρίγκιπας της pop art κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του προσπαθούν να φωτίσουν την προσωπικότητα του πιο διάσημου και πιο αμφιλεγόμενου σύγχρονου αμερικανού καλλιτέχνη.

 

Τα «Ημερολόγια
του Andy Warhol» αποδεικνύουν ότι ένας καλλιτέχνης που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και απασχολεί την κοινή γνώμη για δεκαετίες μπορεί ν’ αποτελεί ένα δυσεπίλυτο μυστήριο. Ίσως η αιτία να ήταν το ότι διαχειριζόταν την εικόνα του σαν το πιο επιτυχημένο δημιούργημά του. Πίσω από το καμουφλάζ του ζωγράφου, σκηνοθέτη και διαφημιστή κρυβόταν ο Andrew Warhola, ένα παιδί μεταναστών βυθισμένο στις ανασφάλειες για την εικόνα του και πνιγμένο στην ενοχή για τη σεξουαλικότητά του. Αν υπάρχει κάτι που δεν έκρυψε ποτέ ήταν η επιθυμία του να μην επιχειρήσει κανείς να ψάξει πιο βαθιά από το προφανές, το «είναι», πίσω από το «φαίνεσθαι». «Αν θέλετε να μάθετε τα πάντα για τον Andy Warhol, αρκεί να κοιτάξετε απλώς τους πίνακές μου, τις ταινίες μου κι εμένα. Δεν υπάρχει τίποτα από πίσω», είχε γράψει, κάνοντας ακόμη πιο δελεαστική την αναζήτηση. Οι διηγήσεις του επί μία δεκαετία στη συνεργάτιδα και φίλη του Pat Hackett προδίδουν βέβαια πως ακόμη λιγότερα απ’ όλους εμάς για τον Andrew γνώριζε ο ίδιος ο Andy.

 

«THE ANDY WARHOL DIARIES» − ΑΠΟ ΤΟ 1976 ΕΩΣ ΤΟ 1987

Η Pat Hackett συναντά για πρώτη φορά τον Andy Warhol το 1968, ενώ εκείνος αναρρώνει μετά τους τρεις πυροβολισμούς που δέχτηκε από την ηθοποιό και συγγραφέα Valerie Solanas. Καθηλωμένος στο κρεβάτι, ηχογραφεί όλες τις τηλεφωνικές συνομιλίες του και προσλαμβάνει την Pat για να τις απομαγνητοφωνεί. Το 1976, ξεκινούν να μιλούν σε καθημερινή βάση στο τηλέφωνο ώστε να καταγράφουν τις δαπάνες της επιχείρησής του, όμως σύντομα οι κουβέντες τους ξεφεύγουν από τα έσοδα και τα έξοδα. Έως το 1987, ο Warhol καλεί τη συνεργάτιδά του στις 9 το πρωί και της εξιστορεί όσα συνέβησαν την προηγούμενη ημέρα. «Ήταν ο τρόπος του Andy να συλλέξει τις εμπειρίες της ζωής του. Θα μπορούσε απλώς να ηχογραφεί τον εαυτό του, όμως ήθελε έναν ακροατή», σχολιάζει η Pat. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το βιβλίο «The Andy Warhol Diaries», που κυκλοφόρησε δύο χρόνια μετά το θάνατό του από τις εκδόσεις Penguin. Η Pat κλήθηκe να επιλέξει και να συμπεριλάβει στην έκδοση 807 από τις συνολικά 20.000 σελίδες που είχε στην κατοχή της. Για πρώτη φορά, οι σκέψεις και τα λόγια του Andy Warhol βγαίνουν αυτούσια στη δημοσιότητα, μαζί με άγνωστες πτυχές της προσωπικής του ζωής.

Περισσότερα από 30 χρόνια μετά την έκδοσή τους, τα «ημερολόγια» γίνονται η αφορμή για την ομώνυμη σειρά- ντοκιμαντέρ του Netflix, την παραγωγή της οποίας υπογράφει ο Ryan Murphy. Η φωνή που ακούγεται να διαβάζει τα ημερολόγια στο ντοκιμαντέρ αποτελεί ένα συνδυασμό της ανάγνωσης των κειμένων από τον ηθοποιό Bill Irwin και της μετατροπής με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης του γραπτού λόγου σε ομιλία μέσω ενός αλγόριθμου που αναπαριστά ψηφιακά τη χροιά και την προφορά του Warhol. Κάτι τέτοιο θα έκανε πολύ χαρούμενο έναν άνθρωπο που το 1963 δήλωσε πως θα ήθελε να είναι μηχανή γιατί οι μηχανές έχουν λιγότερα προβλήματα από τους ανθρώπους και το 1981 ξεκίνησε να φτιάχνει το ρομποτικό κλώνο του. Το «The Andy Warhol Diaries» είναι η ματιά του ίδιου του καλλιτέχνη στις εμπειρίες του, όπως τις έζησε ή όπως θα ήθελε να τις είχε ζήσει. Όσα περιγράφονται αποτελούν απομνημονεύματα του ίδιου και όχι απαραίτητα πραγματικά γεγονότα. Για πρώτη φορά η τέχνη του Warhol περνά σε δεύτερη μοίρα και στο προσκήνιο έρχονται η προσωπικότητα, η σεξουαλικότητα, οι σχέσεις, οι ανασφάλειες και οι φοβίες ενός καλλιτέχνη που δεν ένιωθε ποτέ αρκετός, που έβλεπε την ομορφιά παντού γύρω του εκτός από τον εαυτό του.

Η ΑΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΠΙΕΣΜΕΝΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ

ρητή ή υπαινικτική ομοερωτική επιθυμία του Andy Warhol είναι αντιληπτή σε πλήθος έργων του, με αποκορύφωμα τις σειρές «Torsos» και «Sex Parts» του 1977, που έδειχναν γυμνά σώματα και ενίοτε τις συνευρέσεις τους. Αργότερα, ο βοηθός του, Ronnie Cutrone, θα πει ότι αυτά τα έργα ήταν ό,τι πιο κοντινό μπορούσε να υπάρξει στην ανακοίνωση ή την επιβεβαίωση της ομοφυλοφιλίας ενός πραγματικού καλλιτέχνη που αναφερόταν μεταξύ σοβαρού και αστείου στη σεξουαλικότητά του ως πρόβλημα. Ακόμη και αυτό εξηγείται αν σκεφτεί κανείς πως ο Andrew μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον επιθετικής ομοφοβίας, στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια, που δεν διέφερε σημαντικά από τα καταπιεστικά στερεότυπα της Νέας Υόρκης όπου έφτασε ως νεαρός γραφίστας τη δεκαετία του 1950. Ίσως το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τη σεξουαλικότητά του και η αμείλικτη προκατάληψη της εποχής για τους ομοφυλόφιλους να ήταν οι λόγοι που τον ανάγκασαν να επιχειρήσει να παραπλανήσει τους πάντες δείχνοντας πως αδιαφορεί πλήρως για το σεξ. Αφού δεν μπορούσε να πείσει πως ήταν ετεροσεξουαλικός, θα προσπαθούσε να παρουσιαστεί ως ασεξουαλικός. Όπως λέει στο ντοκιμαντέρ ο καλλιτέχνης Glenn Ligon, «όλοι ήξεραν πως ο Andy Warhol ήταν gay, αλλά τον αποδέχονταν γιατί ήταν το “σωστό” είδος gay».

 

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΡΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

Ο πρώτος άντρας της ζωής του πατέρα της pop art, με τον οποίο καταπιάνεται το «The Andy Warhol Diaries», είναι ο interior designer Jed Johnson, που διατηρεί δεσμό με τον καλλιτέχνη δώδεκα χρόνια. Ο Jed πιάνει δουλειά στο Factory, το art studio του Warhol στη Νέα Υόρκη, ως καθαριστής πατωμάτων. Σύντομα, όμως, η εργασιακή σχέση τους μετατρέπεται σε φιλία, έπειτα σε συνεργασία και μετά σε δεσμό. Ο νεαρός εραστής του Warhol αναλαμβάνει το editing των ταινιών του και διακοσμεί το σπίτι όπου συζούν για αρκετά χρόνια λαμβάνοντας διθυραμβικά σχόλια από τους επισκέπτες για το γούστο του. Η πρώτη σοβαρή κρίση στη σχέση τους έρχεται όταν ο Johnson σκηνοθετεί την ταινία «Bad», την πρώτη κινηματογραφική παραγωγή του Andy Warhol, η οποία αποτυγχάνει εισπρακτικά.
Η επόμενη σοβαρή κρίση έρχεται όταν ο Jed επικρίνει τις συχνές επισκέψεις του συντρόφου του στο Studio 54 και τη συναναστροφή του με τον Victor Hugo, καλλιτέχνη και party animal της εποχής. Η σχέση των δύο αντρών τελειώνει επίσημα το 1980, όταν ο Jed, μετά από τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, γνωρίζει έναν αρχιτέκτονα και φεύγει από το αρχοντικό του Μανχάταν.

Το επόμενο διάστημα, ο Andy νιώθει μόνος. Πιο μόνος απ’ ό,τι όταν είχε σχέση με τον Jed, αφού σε καμία φάση της ζωής του Warhol η δέσμευση δεν αναιρεί τη μοναξιά του. Τότε είναι που ζητά από το στενό φίλο του Christopher Makos να του βρει ένα σύντροφο. Με αντάλλαγμα ένα ρολόι, ο φωτογράφος τον συστήνει στον Jon Gould, ένα στέλεχος της Paramount Pictures από τη Μασαχουσέτη, με αρρενωπή συμπεριφορά που τον γοητεύει. Αντί για το όνομά του, ο καλλιτέχνης αποκαλεί το νεαρό άντρα «Paramount» στις διηγήσεις του, καθώς ο Jon του απαγορεύει να αναφέρεται σ’ εκείνον στα ημερολόγιά του απειλώντας τον πως δεν θα τον ξαναδεί. Για χρόνια, ο Gould θα ορκιζόταν πως δεν είχε καμία σεξουαλική σχέση με τον Warhol, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να υπάρχει μυστήριο γύρω από τη φύση της σχέσης τους.

Παρά τις φήμες, η σχέση του Andy Warhol με τον ανερχόμενο ζωγράφο Jean-Michel Basquiat είναι μάλλον πλατωνική. Ο έμπορος έργων τέχνης, Jeffrey Deitch, θα πει: «Δεν έχω δει κανέναν τόσο κοντά στον Andy όσο τoν Jean-Michel και κανέναν τόσο κοντά στον Jean-Michel όσο τον Andy. Αυτοί οι δύο άντρες πραγματικά αγαπούσαν ο ένας τον άλλον.» Κάποιοι θα χαρακτηρίσουν το ρόλο του Warhol περισσότερο πατρικό στη ζωή του Basquiat, αν και μία πρώην κοπέλα του νεαρού μαύρου καλλιτέχνη θα δηλώσει πως ο Andy Warhol ήταν ξεκάθαρα τσιμπημένος μαζί του. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο ένας κάνει καλό στην τέχνη του άλλου. Ο παλαιότερος μοιράζεται την εμπειρία και τη γνώση του με το νεότερο, ο οποίος για αντάλλαγμα ξυπνά το πάθος του για τη ζωγραφική και τον φέρνει ξανά στο προσκήνιο της καλλιτεχνικής ζωής της Νέας Υόρκης, και κατά συνέπεια του πλανήτη. Οι δύο άντρες συνεργάζονται σε ένα project με τίτλο «Paintings», το οποίο συγκεντρώνει κυρίως αρνητικές κριτικές. Ο Τύπος θα πει πως ο ξεπερασμένος Warhol χρησιμοποιεί τον φέρελπι Basquiat για να επανέλθει στα πράγματα. Ο μεγαλύτερος φόβος του Jean-Michel Basquiat –πως κάποια μέρα η μόδα του θα περάσει– γίνεται εν μέρει πραγματικότητα κι έτσι ο ζωγράφος αναγκάζεται να φύγει από τη Νέα Υόρκη βαθιά πληγωμένος. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1987, ο Andy Warhol πεθαίνει από επιπλοκές σε επέμβαση για αφαίρεση χολής και ο Jean- Michel, συντετριμμένος, βυθίζεται στα ναρκωτικά. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του ινδάλματός του, ο 27χρονος καλλιτέχνης αφήνει την τελευταία του πνοή από υπερβολική δόση ηρωίνης.

MΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ANDREW WARHOLA ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ANDY WARHOL

Μια αναδρομή στα παιδικά και νεανικά χρόνια του Andy Warhol δίνει λογική εξήγηση σε ορισμένες από τις αντιθέσεις του καλλιτέχνη, που διαφαίνονται μέσα από το docuseries του Netflix. Μπορεί η ιστορία του ομοφυλόφιλου παιδιού από το Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια που κατέκτησε τη Νέα Υόρκη να δίνει ελπίδα μέχρι και σήμερα, όμως η πραγματικότητα δεν ήταν μυθιστορηματική και άφησε κατάλοιπα στον Andy, που τον ταλαιπωρούσαν μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Andrew Warhola γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου του 1928 στο Σόχο, τη φτωχότερη γειτονιά της πόλης του, και αποτέλεσε το νεότερο γιο της Julia και του Ondrej Warhola, που μετανάστευσαν από τη Σλοβακία στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας. Στα σχολικά του χρόνια, ο Warhola ένιωθε στοχοποιημένος από τους συντηρητικούς γείτονες και τους συμμαθητές του εξαιτίας της διαφορετικότητάς του, που ήταν προφανής. Εκεί ίσως να γεννήθηκαν οι πρώτες ανασφάλειες ως απότοκο της έλλειψης αποδοχής και η τάση της εκμετάλλευσης ή της χειραγώγησης των γύρω του ως μέσο αυτοπροστασίας. Λίγο μετά τα 10 του, ο Andrew άρχισε να καλεί τους συνομηλίκους και ενίοτε εκφοβιστές του στο σπίτι για να τους ζωγραφίσει, κάνοντάς τους να νιώσουν βαθιά κολακευμένοι. Και οι γονείς του, όμως, δεν θεωρούνταν πολύ πιο προοδευτικοί, καθώς ήταν βαθιά θρησκευόμενοι Καθολικοί. Οι εικόνες και τα χρώματα των αγιογραφιών φαίνεται να επηρέασαν μελλοντικά την τέχνη του Andrew, ενώ μοιάζει με διαβολική σύμπτωση πως το αγαπημένο του μεσημεριανό, μετά το σχολείο, ήταν η ντοματόσουπα της Campbell’s, που έμελλε να γίνει ένα από τα πιο διάσημα έργα του. Παρότι είχε δείξει από μικρός εξαιρετικό ταλέντο στη ζωγραφική, η τελευταία επιθυμία του πατέρα του, που πέθανε το 1942, ήταν ο μικρός Andrew να συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο, καθώς κανείς άλλος από την οικογένεια δεν είχε ανωτέρα μόρφωση. Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Carnegie, ο Andrew Warhola ανέλαβε την επιμέλεια της βιτρίνας ενός πολυκαταστήματος αποκτώντας την πρώτη επαφή του με τη μόδα. Λίγο μετά την αποφοίτησή του, άλλαξε το όνομά του σε Andy Warhol και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου δούλεψε ως γραφίστας για μεγάλα περιοδικά ώσπου πέρασε στη διαφήμιση. Στις αρχές των ’60s καταπιάστηκε με καθημερινά αντικείμενα, τα οποία μετέτρεπε σε τέχνη, με αποκορύφωμα τη σούπα Campbell’s, που τον έχρισε πατέρα της pop art. To 1962, εγκαινίασε το Factory, το στούντιό του στη Νέα Υόρκη, το οποίο άλλαξε τρεις τοποθεσίες. Στη δεύτερη εξ αυτών πυροβολήθηκε το 1968 από τη Valerie Solanas. Στις 3 Ιουνίου, η φεμινίστρια ηθοποιός και συγγραφές ανέβηκε στον έκτο όροφο του Decker Building και πυροβόλησε τρεις φορές τον Andy Warhol, τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Πριν από την πεντάωρη εγχείρηση που του έσωσε τελικά τη ζωή, οι ειδικευόμενοι γιατροί τον είχαν θεωρήσει νεκρό, ορίζοντας ως ώρα θανάτου τις 4:51 μ.μ. Μπορεί ως εκ θαύματος να είχε επανέλθει στη ζωή, όμως η απόπειρα ανθρωποκτονίας τον είχε σημαδέψει: Από εκείνο το χειρουργείο βγήκε εντελώς διαφορετικός: πιο φοβισμένος με τη ζωή, πιο επιφυλακτικός με τους ανθρώπους, πιο επιχειρηματίας με την τέχνη. Αλλά ίσως αυτό ολοκλήρωσε την καλλιτεχνική του περσόνα, έδωσε υπόσταση στην εκκεντρικότητα που ήθελε να αποπνέει. Η αλήθεια είναι ότι ο Andy Warhol κατάφερε να επηρέασει τη σύγχρονη αισθητική όσο ελάχιστοι άνθρωποι και η ιστορία της ζωής του θα είναι πάντα σαν ένα μυθιστόρημα που δεν έχει σημασία η αλήθεια του, αλλά τα συναισθήματα που προκαλεί στον αναγνώστη.

leave a reply