Η κόρη ενός πρώην μυστικού πράκτορα και ο κατά 18 χρόνια μεγαλύτερός της μουσικός, γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν, απαθανατίστηκαν σε δεκάδες φωτογραφίες να κυκλοφορούν στους δρόμους του Παρισιού με ένα τσιγάρο στο χέρι, έγιναν πολλοί οι μάρτυρες των δημόσιων καυγάδων τους, και παρότι η σχέση τους κράτησε μόλις δέκα χρόνια και πέρασαν σχεδόν πενήντα από τη διάλυσή της, με έναν τρόπο παραμένει “αρχέτυπο”: ο έρωτας του μουσικού και της μούσας του με φόντο το μποέμικο Παρίσι.
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Όταν η Birkin και ο Gainsbourg συναντήθηκαν στα γυρίσματα του Slogan, μιας ταινίας σε σκηνοθεσία του Pierre Grimblat που γυρίστηκε το 1968, η Birkin υπέφερε ακόμα από τον προηγούμενο γάμο της, όταν ο τότε συζύγός της, συνθέτης John Barry, την εγκατέλειψε για να μετακομίσει στο Λος Άντζελες. Εκείνη λοιπόν έφτασε στο Παρίσι με τη νεογέννητη κόρη της Κέιτ στην αγκαλιά της, χωρίς να γνωρίζει ούτε μια λέξη στα γαλλικά. Της προσφέρθηκε ο ρόλος δίπλα στον συμπρωταγωνιστή της Serge Gainsbourg, σε μια συνάντηση που αργότερα ο μεγαλύτερος αδερφός της Andrew Birkin θυμόταν την Jane να του περιγράφει: «Είναι φρικτός. Υποτίθεται υποδύεται τον εραστή μου, αλλά είναι τόσο αλαζονικός και σνομπ που με περιφρονεί απολύτως. Σαν να μην υπάρχω».
Μόλις το πρώτο βράδυ που πέρασαν μαζί, κατά το οποίο ο Gainsbourg πάτησε άκομψα τα δάχτυλα των ποδιών της αφού σύρθηκε απρόθυμα στην πίστα μαζί της για να χορέψουν, η Birkin συνειδητοποίησε ότι η υποτιθέμενη αλαζονεία του ήταν στην πραγματικότητα απλώς ντροπή. Παρά την αδέξιότητά του, συνεχισαν να χορεύουν μέχρι το πρωί, όταν ο Gainsbourg κατέληξε λιποθυμος από το ποτό στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Ωστόσο, αυτήν ακριβώς την όχι και τόσο ειδυλλιακή τη βραδιά περιέγραψε κάποτε η Birkin ως “μια ρομαντική νύχτα που έδωσε τη θέση της σε μια σπουδαία ιστορία αγάπης”. Μια αγάπη που έγινε οικογένεια με τον ερχομό της κόρης τους Charlotte.
ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΟΜΗΡΙΚΟΙ ΚΑΥΓΑΔΕΣ
Τόσο ο Birkin όσο και ο Gainsbourg είχαν φλογερό ταμπεραμέντο, εξού και οι διάσημοι, δημόσιοι τσακωμοί τους, που πέρασαν στη σφαίρα του αστικού μύθου. Μια τέτοια περίπτωση ήταν αυτή στο μπαρ Castel του Παρισιού, όπου η εξαγριωμένη Birkin, του πέταξε με μανία μια τάρτα στο πρόσωπο, πριν ο καυγάς συνεχιστεί μετά κυνηγητού, στη λεωφόρο St Germain. Έξαλλος ούρλιαζε πίσω της κι εκείνη προκειμένου να τελειώνει όλο αυτό έπεσε στον… Σηκουάνα. Βγήκε λίγο αργότερα σκαρφαλώνοντας, με το Yves Saint Laurent μπλουζάκι της συρρικνωμένο, τον Gainsbourg να βρίσκει εξαιρετικά σέξι αυτή την εικόνα, ακολούθησε μια αγκαλιά και η επιστροφή στο σπίτι τους χέρι-χέρι.
ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΚΙ ΕΝΑ ΠΑΡΤΙ
Συχνά πυκνά, το ζευγάρι βρισκόταν σε κλαμπ και μπαρ της εποχής, γιατί όπως ήταν γνωστό τόσο ο Gainsbourg όσο και η Birkin λάτρευαν τον χορό και για όσο ήταν αρκετά μικρή η κόρη τους, ώστε να χωράει σε ένα καλάθι, συνόδευε το δίδυμο στις βραδινές εξόδους του. Μεγαλώνοντας, τo πρόγραμμά τους συνέχισε να “εξυπηρετει” τη νυχτερινή τους ζωή. Ξυπνούσαν στις τρεις το μεσημέρι, όταν η Birkin μάζευε τα παιδιά από το σχολείο, τα πήγαινε στο πάρκο και τα έφερνε σπίτι για φαγητό. Η νταντά τα έκανε μπάνιο και το ζευγάρι τα έβαζε για ύπνο πριν τη βραδινή του έξοδο. Γύριζαν στο σπίτι το επόμενο πρωί, περίμεναν να ξυπνήσουν τα παιδιά στις 7.30 για να κοιμηθούν και να πιάσουν τη ίδια ρουτίνα ξανά από την αρχή.
Je t’aime… Moi Non Plus
Το 1969, οι Birkin και Gainsbourg έγιναν πρωτοσέλιδο σε όλη την Ευρώπη με το σούπερ ερωτικό Je t’aime… Moi Non Plus. Ένα τραγούδι που είχε γράψει ο Gainsbourg αρκετά χρόνια νωρίτερα για την τότε ερωμένη του Brigitte Bardot, η οποία είχε αρνηθεί να κυκλοφορήσει δημόσια η δική της εκδοχή καθώς εκείνη την εποχή ήταν παντρεμένη. Η Birkin αργότερα ισχυρίστηκε ότι δεν άντεχε στη σκέψη ότι ο Gainsbourg θα μπορούσε να έχει ηχογραφήσει το τραγούδι με κάποια άλλη.
Η εκδοχή της Birkin βέβαια, το έκανε τόσο αισθησιακή υπόθεση που απαγορεύτηκε αμέσως η μετάδοση του στα ραδιόφωνα πολλών χωρών της Ευρώπης, μιας “ύβρις” όπως το χαρακτήριζε ο Τύπος της εποχής που αφορίστηκε από το Βατικανό. Στη Γαλλία, επιτρεπόταν να παίζεται μόνο μετά τις έντεκα το βράδυ και να πωλείται χωρίς εξώφυλλο, σε άτομα άνω των 21 ετών, σαν να ήταν πορνογραφικό υλικό.
Το ζευγάρι διέψευσε τις φήμες που ακολουθούσαν το τραγούδι ότι εν μέρει είχε ηχογραφηθεί τοποθετώντας μικρόφωνα κάτω από το κρεβάτι τους, με τον Gainsbourg να σχολιάζει: «Δόξα τω Θεώ δεν συνέβη αυτό. Αλλιώς ελπίζω ότι θα ήταν ένας δίσκος που θα παιζόταν πολύ περισσότερο». Όπως και έχει, και οι δυο απολάμβαναν την αντίδραση που προκάλεσε το τραγούδι, το οποίο παίχτηκε για πρώτη φορά σε ένα παριζιάνικο εστιατόριο που το ζευγάρι είχε επιλέξει να φάει αμέσως μετά την ηχογράφηση. «Καθώς άρχισε να παίζει, το μόνο που μπορούσες να ακούσεις ήταν τα μαχαίρια και τα πιρούνια να κατεβαίνουν», είχε πει η Birkin ενθουσιασμένη. «Δεν ήταν καθόλου αγενές τραγούδι. Δεν ξέρω τι ήταν όλη η φασαρία. Οι Άγγλοι απλά δεν το κατάλαβαν. Δεν είμαι σίγουρη αν ακόμα ξέρουν τι σημαίνει», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της το 2004.
TO ΦΙΝΑΛΕ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑ & Η ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΦΙΛΙΑΣ
Η αγάπη τους διήρκησε πιο πολύ από τη σχέση τους, η οποία τελείωσε έπειτα από δέκα χρόνια που ήταν μαζί, όταν η Birkin κουράστηκε από το υπερβολικό ποτό του Gainsbourg και την επιθετικότητα που συχνά το ακολουθούσε, πατότι ο έρωτας του ο ένος για τον άλλον παρέμεινε παραπα΄νω από ζωντανός μέχρι το τέλος. Όταν η τρίτη κόρη της Birkin, με τον εραστή της Jacques Doillon, γεννήθηκε λίγο μετά τον χωρισμό τους, ο Gainsbourg τής έστειλε ένα κουτί με βρεφικά ρούχα και μια κάρτα που έγραφε «Papa Deux», δηλαδή “Μπαμπάς νο2” πριν γίνει αργότερα και νονός του παιδιού. Υπήρξε όπως είπε η ίδια, ο καλύτερός της φίλος και γι’ αυτό παρέμειναν τόσο κοντά για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο θάνατος του Gainsbourg το 1991 συγκλόνισε την Birkin αλλά και τις κόρες της. Πέρασαν τρεις μέρες δίπλα στο νεκρό του σώμα κι όταν τελικά κηδεύτηκε, εκείνη τοποθέτησε στο φέρετρό του το «Munckey», ένα λούτρινο παιχνίδι που είχε κρατήσει από την παιδική της ηλικία. Μην μπορώντας να αντέξει τη θλίψη της, ο Doillon άφησε την Birkin και έκτοτε ζούσε μόνη της στο Παρίσι, περιτριγυρισμένη (όπως λέγεται) από αναμνηστικά της κοινής τους ζωής.