25 χρόνια γνωριζόμαστε. Τι έχει ο Μανόλης; Τιμιότητα, συνέπεια και έγνοια πραγματική για τους φίλους του. Όσο για τη δουλειά του, ξέρει να δημιουργεί υπέροχους κόσμους και πολλές φορές τα σκηνικά του πρωταγωνιστούν ή μάλλον μένουν στη μνήμη σου πιο έντονα από την ίδια την παράσταση. Επίσης, ενώ έχει να επιδείξει ένα τόσο φαντασμαγορικό, πλουραλιστικό ρεπερτόριο και τόσες συνεργασίες, δεν έχει ποτέ ακουστεί κάτι άσχημο γι’ αυτόν. Όλοι –ηθοποιοί, τραγουδιστές και επιχειρηματίες– μιλούν για έναν άψογο επαγγελματία. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τριάντα χρόνια μετά παραμένει περιζήτητος και φρέσκος. Οι τεράστιες παραγωγές στο Rex, τα Αστέρια, το Παλλάς, τον Τεχνοχώρο έχουν αφήσει ιστορία. Και, το κυριότερο, έχει το δικό του στίγμα. Ξέρεις ότι αυτό που βλέπεις είναι Παντελιδάκης. Καθόμαστε, πίνει τσάι, μου λέει πόσο χαίρεται που οι άνθρωποι πια στις συνεντεύξεις τους δεν μιλάνε βαρύγδουπα, δεν κρύβονται δεν είναι σοβαροφανείς. Έτσι λειτουργεί και εκείνος.
Έχεις συνεργαστεί με όλους σχεδόν και από κανέναν δεν έχω ακούσει κάποιο κακό λόγο. Πώς τα καταφέρνεις;
Έχω να σου πω ότι και τα «όχι» μας έχουν σημασία, πολλές φορές περισσότερο και από τα «ναι» που είπαμε. Από την αρχή της γνωριμίας, καταλαβαίνεις αν κάποιοι άνθρωποι σου πηγαίνουν ή όχι. Κι εγώ δουλεύω με εκείνους που αγαπώ και εκτιμώ. Ίσως σε προβληματίζει το ότι είναι από διαφορετικούς χώρους και τόσο διαφορετικές περσόνες.
Όντως παίζεις σε πολλές πίστες: από μεγάλα θέατρα σε νυχτερινά μαγαζιά, από ποιοτικό σε πολύ εμπορικό και πολύ underground.
Καταρχάς, τελείωσα μια σχολή στη Γαλλία από όπου αποφοιτούν κάθε χρόνο μόνο δεκαέξι σκηνογράφοι απ’ όλο τον κόσμο. Από νωρίς έμαθα τις τεχνικές και το να μη σνομπάρω τα είδη. Με αυτές τις αποσκευές ξεκίνησα, με αυτές τις πεποιθήσεις.
Βιώνεις ίσως ένα υπαρξιακό κενό υπό την έννοια «έχω κάνει τα πάντα στη δουλειά μου, έχω στρώσει τη ζωή μου, τι άλλο μπορεί να με ιντριγκάρει»;
H ζωή τελειώνει, το ξέρω. Τελειώνει και με μένα, γιατί δεν είχα διάθεση να αποκτήσω απογόνους, ούτε βιολογικούς ούτε καλλιτεχνικούς. Αλλά τα πράγματα για μένα είναι πολύ πιο απλά. Είναι πώς βλέπεις τα πράγματα. Και η δουλειά που κάνω, ευτυχώς, κάθε χρόνο μου δίνει τη δυνατότητα να ξαναδημιουργώ νέους κόσμους.
Έχεις συνεργαστεί με όλα τα μεγάλα ονόματα. Τι θυμάσαι από την Αλίκη Βουγιουκλάκη και το περίφημο σκηνικό με τους καθρέφτες που της είχες φτιάξει;
Όταν με κάλεσε η Αλίκη ήταν ένα απλό κορίτσι. Μπαίνοντας περίμενα να δω το τέρας της κόλασης –ξέρεις το «μύθο»–, και βλέπω ένα κοριτσάκι πολύ απλό και πολύ χαριτωμένο. Βέβαια, είχε προηγηθεί το καλοκαίρι της «Αντιγόνης», που ξαφνικά και αναίτια την είχε κατασπαράξει ο Τύπος και οι συνάδελφοί της – κάτι που δεν της άξιζε. Και ήταν και καλή. Το κοινό γέμιζε το θέατρο και οι εφημερίδες έσταζαν χολή. Γιατί να μην παίξει στην Επίδαυρο η Αλίκη; Και ποιος δεν έχει παίξει πια στην Επίδαυρο, γιατί να μην παίξει η Βουγιουκλάκη; Αλλά ήταν μια εποχή που η Επίδαυρος ήταν σαν ιδιοκτησία του Εθνικού Θεάτρου. Έτσι λοιπόν ερχόταν από μια αποτυχία και ήταν πολύ υπάκουη, πολύ γλυκιά. Θυμάμαι επίσης μια σκηνή που μπαίνω στο καμαρίνι και είναι γυμνή και γυρίζει την πλάτη μπροστά στον καθρέφτη. Και ξαφνικά ξεσπάμε και οι δύο στα γέλια γιατί δεν είχε νόημα. Έβλεπα την υπέροχη πλάτη της και στον καθρέφτη το στήθος της. Επίσης θυμάμαι πως ήταν συγκλονιστική ηθοποιός στην πρεμιέρα και την επόμενη μέρα είχε πάρει τα πάνω της, το κοινό όταν έβγαινε χειροκροτούσε όρθιο και έγινε από Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο η Αλίκη, η σταρ. Είχε μια ατάκα στο έργο που έλεγε «Τώρα πια γέρασα» και της φώναξαν από κάτω «Όχι, όχι, δεν γέρασες» και γύρισε και έκανε «ε, ναι, δεν γέρασα» ξεκινώντας συζήτηση με τους θεατές. Ε, εκεί είχε γίνει ο μύθος και ο ρόλος είχε γίνει η Αλίκη. Αλλά είχε μια επικοινωνία και έναν ερωτισμό με το κοινό. Δεν νομίζω να το έχω ζήσει με άλλον άνθρωπο. Και εννοώ ερωτισμό γιατί δεν σταματάει στη μέση του σώματος, φτάνει μέχρι τον εγκέφαλο. Δεν ήταν απλώς σεξ.
Επίσης μου έχεις πει ότι η πιο αγαπημένη σου τραγουδίστρια είναι η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Τραγουδίστριες είναι πολλές αγαπημένες μου, αλλά η Ελευθερία είναι η αγαπημένη μου φίλη. Έδωσε μια φινέτσα στο ελληνικό τραγούδι και με την αντίφαση ότι μας γνώρισε το βαρύ ρεμπέτικο ελληνικό τραγούδι. Και λειτούργησε σαν φίλτρο αφού κατάφερε αυτό το τραγούδι που παιζόταν στα κουτούκια να το φέρει χωρίς να ξενίζει καθόλου στις μεγάλες πίστες. Και μετά Νικολακόπουλου, Ελύτη…
Πάντως, κι εσύ σκηνογραφικά λειτούργησες ως image maker για κείνη.
Όπως και για πολλές άλλες. Σαφώς. Όπως η Άλκηστις Πρωτοψάλτη –επίσης αγαπημένη φίλη–, η Δήμητρα Γαλάνη στο «Χάραμα» και η Χάρις Αλέξιου, που επέστρεψε στο ροκ στην παράσταση στο «Ρόδον» τότε – μην τα ξεχνάμε αυτά. Η Άλκηστις ήταν η πιο συνεπής καλλιτεχνικά. Η Δήμητρα όχι τόσο. Η οποία Δήμητρα για μένα –γιατί μεγάλοι άνθρωποι είμαστε πια, μπορούμε να μιλάμε δημόσια– έχει το πιο ωραίο εργαλείο απ’ όλες. Αυτή τη θεσπέσια φωνή και το εξαιρετικό μυαλό. Είναι ένα μουσικό όργανο. Και μετά πήγε από δω, πήγε από κει και τώρα τελευταία αποκτά ταυτότητα. Η Άλκηστις είναι όπλο. Έχει πολύ συγκεκριμένη εικόνα και δουλεύει στοχευμένα.
Επίσης έφτιαξες και την εικόνα της Άννας Βίσση.
Nαι, τότε στο Γκάζι. Και νομίζω έχω κάνει όλες σχεδόν τις δουλειές της. Την Άννα την έφτιαξα ως περφόμερ, όχι ως τραγουδίστρια. Γιατί ως λαϊκή και ροκ τραγουδίστρια τα είχε και τα δύο πάρα πολύ καλά. Απλώς εγώ την ξανασύστησα με τα σκηνικά μου. Την αγαπώ την Άννα και με αγαπάει πάρα πολύ.
Αν και υπήρξε και μία περίοδος ψυχρού πολέμου μεταξύ σας;
Ναι, το 2001. Τότε που έκανα κρυφά τη Βανδή στο Rex και ταυτόχρονα την Άννα με τη Γαρμπή στο Fever. Το έμαθε ο Καρβέλας κι έγινε χαμός. Το αποτέλεσμα ήταν εκείνη τη σεζόν η Δέσποινα να βγει με ολοκληρωμένα σκηνικά και η Άννα με την Καίτη με τα ⅔ από αυτά που είχα σχεδιάσει. Αλλά μετά τα βρήκαμε και κάναμε μαζί όλα τα μιούζικαλ και κάποιες άλλες παραστάσεις. Συμβαίνουν αυτά στις μακροχρόνιες σχέσεις, αλλά τελικά ο χρόνος δείχνει ποιες αξίζει να μείνουν και ποιες να φύγουν. Ε, με την Άννα μείναμε. Γενικά όλες μου οι σχέσεις είναι μακροχρόνιες. Α, πρέπει να σου πω το πιο αστείο για τότε: Ήμουν με την Άννα στο γραφείο που μιλάμε τώρα εμείς και την προηγουμένη είχε έρθει η Δέσποινα και της είχε πέσει μια μοβ τρέσα. Και ξαφνικά έρχεται το σκυλάκι που είχα τότε και φέρνει με χαρά στα πόδια της Άννας αυτή τη μοβ τρέσα. Και γυρίζει εκείνη και μου λέει: «Μανόλη, τι είναι αυτή η τρέσα;» «Θα έπεσε από κάποια φίλη μου», της απαντάω. «Ποια φίλη σου; Αυτές τις τρέσες τις φτιάχνουν μόνο στο Λονδίνο», επιμένει. Και μία ώρα μιλάγαμε για την τρέσα και όχι για τα σκηνικά. Αλλά με την Άννα και τον Νίκο η σχέση μας αυτή τη στιγμή είναι ουσιαστική και οικογενειακή.
Σάκης Ρουβάς, που είσαι και ο αποκλειστικός του νομίζω σκηνογράφος;
Δεν νομίζω να έχει βγει άλλος σαν τον Σάκη. Είναι μοναδικός. Κανείς δεν έχει καταφέρει να τον ξεπεράσει. Ξέρεις πόσα νέα και υποσχόμενα παιδιά έχω κάνει και σε δύο χρόνια έχουν εξαφανιστεί; Για μένα ο Σάκης είναι η κορυφή στο είδος του ακόμα.
Η Δέσποινα Βανδή;
Τι να πω; Κοινοτοπίες; Έχει υπέροχη καλλιτεχνική συνέπεια. Είναι σταρ με την κανονική έννοια του όρου – την ενδιαφέρει και το παραμικρό. Γιατί τώρα βαφτίζουμε σταρ τον οποιονδήποτε. Ακόμη και τη Φουρέιρα. Ε, δεν είναι το ίδιο. Όλα έχουν μικρύνει. Επίσης, μαζί κάναμε και το πρώτο της θεατρικό, το «Mamma Μia», και μπορώ να σου πω από την εμπειρία μου, η οποία είναι και μεγάλη, ότι ήταν πολύ καλύτερη από άλλες ηθοποιούς σε υποκριτικό επίπεδο.
Η Μαρινέλλα είναι όντως δύσκολη;
Καμία σχέση. Απλώς θέλει να γνωρίζει τα πάντα. Θέλει να νιώθει άνετα στη σκηνή. Και την ακούω. Δεν έχω εγωισμό, γιατί με εγωισμό δεν γίνεται τέχνη. Σαφώς υπάρχουν κάποια τρικ. Ας πούμε, για να ανεβοκατεβαίνει σαν τρελή τη σκάλα είχα κάνει χαμηλότερα τα σκαλοπάτια. Θέλει όλους να τους προσέχει. Την πρώτη φορά που με κάλεσε να συνεργαστούμε στο Rex, πήγα σπίτι της στην Κηφισιά κι έφυγα τρέχοντας. Μετά κατάλαβα τι ήθελε και κάναμε υπέροχες δουλειές.
Aνανέωσες τις νυχτερινές πίστες, έφερες τις μεγάλες κατασκευές, τα σκηνικά-υπερπαραγωγές, οτιδήποτε νέο και πρωτοποριακό στη νύχτα. Κάθε τραγουδιστής ήθελε να δουλέψει μαζί σου. Τελικά, θέατρο ή μουσικά θεάματα;
Και με καθόρισε και το καθόρισα το νυχτερινό θέαμα. Είχα την τύχη να δουλέψω και να γίνω και φίλος με τρεις ανθρώπους πολύ μεγάλους και σημαντικούς στον τομέα τους: τον Ανδρέα Βουτσινά, τον Φωκά Ευαγγελινό και τον Σταμάτη Φασουλή. Όσο για το θέατρο, η μεγάλη μου η αγάπη είναι συνδεδεμένη με τον Γιάννη Κακλέα και τον Τεχνοχώρο, που άλλαξε το τοπίο στο θέατρο. Και άλλαξε και μένα, που είχα γαλουχηθεί με άλλες εικόνες. Με υπέροχα, τεράστια σκηνικά που έβλεπα στις όπερες. Να τι δεν έχω κάνει! Όπερα. Δεν με έχουν καλέσει ποτέ. Τώρα ευτυχώς μπήκαν νέοι άνθρωποι με άλλη νοοτροπία και αισθητική και –πού ξέρεις;– μπορεί να γίνει… Γιατί ο σκηνογράφος δεν μπορεί να αυτοπροταθεί, πρέπει να του γίνει μια ανάθεση.
Τι έχεις μάθει από τη ζωή;
Καταρχάς να τη ζω και να μη μιζεριάζω. Να κάνω αυτά που θέλω κι ας μην το ξέρει κανείς. Δεν αισθάνθηκα ποτέ την ανάγκη να εκφράσω τα προσωπικά μου, δεν παίρνω θέση δημοσίως σε θέματα ποδοσφαιρικά, θρησκευτικά ή πολιτικά. Έχω άποψη αλλά προτιμώ να μιλάω μόνο για τη δουλειά μου. Ας πούμε με σένα, που είσαι από τους πιο καλούς μου φίλους, κάθε φορά που κάνουμε συνέντευξη θα πούμε ιστορίες που αφορούν στη δουλειά και θα πούμε και ωραίες ιστορίες. Έζησα τη ζωή μου έτσι ώστε να την προφυλάσσω, να σέβομαι τους φίλους μου. Γι’ αυτό έχω μακροχρόνιες και δυνατές σχέσεις και εξακολουθώ να κάνω νέους φίλους – κάτι που με ευχαριστεί, γιατί για μένα η ζωή είναι οι άνθρωποι. Ακόμη και στο θέατρο –που κι εσύ μου λες «θυμάμαι το τάδε σκηνικό σου πριν από είκοσι χρόνια»– σκέφτομαι πολύ έντιμα το κοινό. Θέλω να του δώσω μια φαντασίωση. Έχει βγει, έχει πληρώσει εισιτήριο και θέλω να δει κάτι ωραίο. Δεν σκέφτομαι τι θέλω να κάνω, σκέφτομαι τι θα αρέσει στον κόσμο.
Ποιο σκηνικό σε έχει δυσκολέψει;
Κανένα και θα σου πω γιατί: Όταν μου προτείνουν μια δουλειά διαβάζω το έργο και μετά μπαίνω στο άδειο θέατρο, βλέπω τη σκηνή, κάθομαι σε μια καρέκλα για ώρες και μετά αποφασίζω αν θα το κάνω. Δηλαδή το φαντάζομαι από πριν. Ξέρω αν μπορώ να το κάνω ή όχι. Και με τη συνεργάτιδά μου, την πολύ αγαπημένη μου Ελίνα Δράκου, από το πρώτο σκίτσο που θα φτιάξω και μετά εκείνη θα αναλάβει τα επόμενα, πάντα καταλήγουμε στο πρώτο. Θέλω να είμαι πολύ σίγουρος. Γι’ αυτό και ποτέ δεν έχω φύγει από παράσταση που έχω κλείσει.
Πώς ξεκίνησες;
Eίχα σπουδαίους δασκάλους. Είχα τον Δαμιανό Ζαρίφη, αλλά ο Πάτσας έκανε τις εισαγωγές των μοντέρνων σκηνικών στο θέατρο του Ευαγγελάτου. Αυτός άλλαξε όλη την εικόνα. Ο Διονύσης Φωτόπουλος έκανε τη σκηνογραφία τέχνη. Άλλος δάσκαλός μου ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, που ήμουν και βοηθός του. Με πήρε παιδί. Θυμάμαι τον είχα φέρει στον Γιώργο Μαρίνο να δει το «Μόνον άντρες» και γυρίζει και μου λέει: «Εύκολα τα κάνετε εσείς τα μοντέρνα. Εμείς ξέρεις τι μάχη δίναμε για να τα επιβάλουμε;» Και στο Παρίσι που πηγαίναμε και τον βλέπαμε με τη φίλη μου, τη Λιλή Κεντάκα, θυμάμαι του δίναμε κρυφά να τρώει γλυκά. Σε έναν άνθρωπο που έχει ζάχαρο να μη δώσεις ένα γλυκό; Στο κάτω-κάτω ο Τσαρούχης ήταν. Μύθος. Δεν θα έμενε και αιώνια στη ζωή, κανείς δεν μένει αιώνια.
Εσύ στα 60 σου έχεις πάθει κρίση ηλικίας;
Απολύτως καμία. Και ξέρεις γιατί; Μπήκα μικρός στη δουλειά. Με φώναζαν όλοι «ο μικρός». Οπότε μου αρέσει που μεγαλώνω. Θυμάμαι η πρώτη δουλειά που έκανα στην Ελλάδα ήταν με τον Ανδρέα Βουτσινά. Έρχομαι και ονειρεύομαι ότι θα κάνω Επίδαυρο κι εκείνος μου λέει: «Θα κάνουμε την επιθεώρηση “Τι είδε ο Γιαπωνέζος” με τον Λαζόπουλο.» (Είναι αυτό που σου έλεγα: Δεν ξέρεις ποια πόρτα θα σου ανοίξει η ζωή.) Και απαντάω «βεβαίως!». Πάμε λοιπόν στον παραγωγό, τον αείμνηστο Γιώργο Λεμπέση, που η πρώτη του κουβέντα ήταν: «Αυτόν μου φέρατε;» Ε, αυτό ήταν το καλωσόρισμά μου στο ελληνικό θέατρο. Και κάνω το πρώτο μου σκηνικό πολύ οπερετικό, με μεγάλες κατασκευές, και στην πρόβα έρχεται ο Διονύσης Φωτόπουλος και λέει «είναι καταπληκτικό». Εκείνη η κουβέντα του μου έδωσε το διαβατήριο. Και τον ευχαριστώ πάντα γι’ αυτό.
Τι αγαπάς στη δουλειά σου;
Τις μεγάλες σκηνές. Τις διαχειρίζομαι πολύ καλά – αυτό μου το είχε πει και ο Βασίλης Φωτόπουλος. Έχω χρησιμοποιήσει τόνους σίδερο στα σκηνικά μου. Η Χαλυβουργική πρέπει να μου δώσει παράσημο.