Ο Λάκης Λαζόπουλος γράφει για τα όρια της σάτιρας, το political correctness και τι είναι τελικά αστείο σήμερα.

 

-Από τον Λάκη Λαζόπουλο-

Tο χιούμορ, η κωμωδία, η σάτιρα, το γεγονός ότι παίζονται τα έργα του Αριστοφάνη που γράφτηκαν 2.500 χρόνια πριν σημαίνει ότι η σάτιρα έχει τα πιο δυνατά θεμέλια απ’ όλα τα είδη κωμωδίας. Γι’ αυτό παραμένει, γι’ αυτό ανεβάζονται τα έργα του Αριστοφάνη και γι’ αυτό συνεχίζουν να σηματοδοτούν τα ίδια μηνύματα. Απλώς στις πρώτες θέσεις των θεάτρων δεν κάθονται αυτοί για τους οποίους μίλαγε ο Αριστοφάνης τότε. Γι’ αυτό και αισθάνονται την άνεση να παρακολουθήσουν έργα του Αριστοφάνη και γιατί με έναν τρόπο τον έχουν ευνουχίσει και, μέσω συγκεκριμένων μεταφραστών, συγκεκριμένων ανθρώπων που δουλεύουν με το δημόσιο, καλλωπίζουν τα έργα και τα κάνουν ανώδυνα και ευχάριστα. Όμως κάποτε ο Αριστοφάνης δεν ήταν ούτε ανώδυνος ούτε ευχάριστος. Ο ευνουχισμός του Αριστοφάνη με τα χρόνια, διά μέσου ενός συστήματος έγκρισης που υπάρχει, των ανθρώπων που ασχολούνται κυρίως με το περιεχόμενο του έργου, δεν αναιρεί την ουσία του έργου του Αριστοφάνη στην πρώτη του μορφή και σ’ αυτήν που θα έπρεπε να είναι εάν τα θεάματα τα οποία καλύπτονταν οικονομικά από το δημόσιο είχαν και την πλήρη ελευθερία. Ας κρατήσουμε λοιπόν το πρώτο γεγονός, που είναι ότι η σάτιρα αντέχει περισσότερο απ’ όλα τα υπόλοιπα είδη κωμωδίας επειδή αναφέρεται στη σχέση λαού και εξουσίας. Όπως ο Αριστοφάνης είχε απαγορευτεί την περίοδο στην οποία μεγαλούργησε, έτσι και οι σατιρικοί συγγραφείς τις περιόδους που τα γεγονότα γίνονται ασφυκτικά σιγά-σιγά, με τρόπο, βγαίνουν έξω από το παιχνίδι. Όμως οι σατιρικοί θα επιστρέψουν αργά ή γρήγορα. Γιατί ο λαός κοιμάται στα περιθώρια ενός πολιτικού ύπνου που μπορεί να έχει. Αν για τον άνθρωπο είναι οκτώ ώρες, για τον πολιτικό άνθρωπο είναι περίπου έξι χρόνια – το ανώτατο σημείο που μπορεί να βυθιστεί ένας λαός σε πολιτική ύπνωση.

 

Το αν γελάμε με τα ίδια πράγματα που γελάγαμε πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια θα μπορέσουν να μας το απαντήσουν οι ελληνικές κωμωδίες, που συνεχίζουν να έχουν την ίδια ανταπόκριση, να αρέσουν στους νέους ανθρώπους, που γελάνε με αυτές, γελάνε με τους χαρακτήρες και την αλήθεια της εποχής και ξέρουν τις ταινίες αυτές που είναι , μιας άλλης εποχής. Οι ελληνικές ταινίες αποδεικνύουν ότι το καλό χιούμορ ποτέ δεν πεθαίνει. Και το διεθνές καλό χιούμορ ποτέ δεν πεθαίνει. Δηλαδή μια ταινία με τον Πίτερ Σέλερς συνεχίζει να έχει την ίδια αξία ακόμη και σήμερα. 

 

“COMPLEXICALLY” CORRECT

Το politically correct έχει επηρεάσει το χιούμορ γιατί μέσα σ’ αυτό που υποτίθεται ότι είναι ορθό έχει εισχωρήσει το «complexically» correct, όπου ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του σαν μία ομάδα και ομαδοποιεί την προσωπική του περίπτωση, αρχίζει να γίνεται ένας λόγος από πραγματικός υποτιθέμενος. Δηλαδή, αν συμφωνούν δύο άνθρωποι ενήλικες να μιλάνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να αντέχουν τον ίδιο τρόπο σχολιασμού, αυτό δεν είναι κάτι στο οποίο θα υπεισέλθουν οι άλλοι απ’ έξω για να κρίνουν αν είναι politically correct ή όχι. Politically correct είναι το να επιτίθεσαι με φράσεις προσβλητικές αλλά να μην μπορείς σε μια φιλική παρέα να χρησιμοποιείς αστείες φράσεις, γιατί ουσιαστικά αυτό που δεν εμπεριέχει είναι το σημαντικότερο πράγμα, το χιούμορ. Στο χιούμορ το θέμα είναι ο ήχος και η έκφραση. Οι ίδιες λέξεις και ακόμα και ευγενικές λέξεις είναι πάρα πολύ άσχημες όταν δεν έχουν ήχο από χιούμορ και έκφραση χιουμοριστική. Δηλαδή, αν πάω εγώ στο χωριό μου και μου πει κάποιος «α, ρα, πώς πάχυνες τσι, έγινες σαν γομάρι, δεν ήσαν έτσι εσύ, ήσαν φιγουρίνι», με το politically correct θα πρέπει να τον μηνύσω και να τον πάω στα δικαστήρια. Αλλά με το ανθρώπινο ύφος και με τον ήχο που θαμουτοπειτομόνοπουθακάνωθα είναι να γελάσω. 

Εδώ μπαίνει το «complexically» correct: Να αρχίσω εγώ να νομίζω ότι μου επιτίθεται, ενώ ήδη έχω πάρει τα κιλά, ήδη έχω παχύνει και είναι μία φράση που τη συνηθίζουμε στο χωριό μου και που τη συνηθίζουν ακόμα στα χωριά. Και που θα λέγεται συνέχεια. Γιατί η δουλειά του κόσμου είναι να παρατηρεί ο ένας τον άλλον. Είμαστε ένα ανόμοιο είδος που η παραμικρή διαφορετικότητα σχολιάζεται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι διαφορετική συμπεριφορά. Καταλαβαίνουμε από τον ήχο της φράσης αν είναι επιθετική συμπεριφορά. Μπορεί να μας πει κάποιος «πόσο καλός άνθρωπος είσαι», κι όμως ο ήχος να λέει πόσο βαθιά κακός άνθρωπος είσαι. Κι εκεί δεν μπορούμε να απαντήσουμε τίποτα. Το political correctness στέκεται στη λέξη, δεν στέκεται στην έκφραση και στον ήχο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ισχύσει.
Παράλληλα, φτάνουμε στο σημείο να πρέπει να βγάλουμε τη Βλαχοπούλου από τον τάφο να ζητήσει συγγνώμη από τη Σούζι γιατί της είπε ότι τρώει και ψεύδεται, ενώ η αλήθεια είναι ότι και τρώει και ψεύδεται. Είναι σίγουρο αυτό για τη Σούζι.
Επίσης, σε σοβαρά έργα, αναφέρω του Κεχαΐδη το «Με δύναμη απ’ την Κηφισιά» όπου λένε οι φίλες στη φίλη τους «επανέκαμψες στον χοντρό» και ήταν ο χοντρός, και ήταν ο χοντρός, και ήταν ο χοντρός. Τώρα, αν ένας άντρας θεωρήσει ότι θίγεται γιατί λένε για τους χοντρούς θα πρέπει στο έργο να μη λένε «επανέκαμψες στον χοντρό»; Και επίσης τα ινστιτούτα αδυνατίσματος γιατί υπάρχουν; Για να πάνε ποιοι; Οι … – βρείτε μου εσείς το όνομα. Δηλαδή δεν είναι κακό να προσδιορίζονται οι άνθρωποι σε φιλικό και χιουμοριστικό τόνο για τις διαστάσεις τους. Ακόμα και γι’ αυτό είναι κακό να μη γνωρίζεις καθόλου έναν άνθρωπο, να μην έχεις κανένα κωδικό επικοινωνίας και να τον βρίζεις «είσαι χοντρός, είσαι άσχημος». Αυτό έτσι κι αλλιώς δεν είναι politically correct. Είναι η αρχή της ανθρώπινης επικοινωνίας. Δεν έχουμε να βρίσουμε κανέναν, δεν έχουμε κάτι επιθετικό για κανέναν αλλά έχουμε να σχολιάσουμε, έχουμε να γελάσουμε, έχουμε να αποδεχτούμε ο ένας τα κουσούρια του αλλουνού, να τα αγαπήσουμε και να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητά μας. Αλλά το να αποδεχτείς τη διαφορετικότητα δεν σημαίνει ότι θα αποφύγεις και το σχολιασμό. Άρα το politically correct από τη στιγμή που έχει γίνει complexically correct δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εμένα. 

 

 

ΣΤΗ ΣΑΤΙΡΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΡΙΑ 

Αν ένας σατιρικός συγγραφέας σκέφτεται πως πρέπει να πει τα λόγια του, αν ξέρει τις προθέσεις του δεν μπορούν να μπουν όρια γιατί τότε τίθεται το ερώτημα ποιος βάζει τα όρια. Το politically correct επιτρέπει να ξαναμπεί από την πίσω πόρτα η λογοκρισία στα πάντα. Να μπορούν να γίνονται μηνύσεις, να μπορούν να σε σύρουν στα δικαστήρια και ουσιαστικά να στεγνώσει ο λόγος και να γίνει ένας λόγος ορθολογιστικός που καμία σχέση δεν έχει με τον τρέχοντα λόγο. Ένα ποτάμι παγωμένο είναι ένα ποτάμι παγωμένο. Ό,τι ώρα και να περάσεις θα βουλιάξεις μέσα στα κρύα νερά. Αλλά ένα ποτάμι που ρέει είναι ένα ποτάμι που ρέει, και το χιούμορ και η σάτιρα και η κωμωδία είναι ο τρέχων λόγος, ο ρέων λόγος. Ο ρέων λόγος της κάθε εποχής. 

Το αστείο σίγουρα αλλάζει δρόμους.
Και φτηναίνει και ακριβαίνει και γίνεται μαύρο και γίνεται άσπρο και γίνεται ροζ και γίνεται κόκκινο. Σε κάθε περίπτωση παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και το επίπεδο των ανθρώπων που παρακολουθούν και το επίπεδο των δημιουργών που δημιουργούν χιούμορ. Ένας άνθρωπος που δεν έχει καμία γενικότερη παιδεία μπορεί να λέει αυτά που λέει και να εκπροσωπεί ένα μέρος του κόσμου που θέλει να βλέπει τους ανθρώπους έτσι. Από την ώρα που υπάρχει κοινό που ακολουθεί έναν καλλιτέχνη δεν μπορείς να πεις σε όλους αυτούς τους ανθρώπους ότι αυτό με το οποίο γελάνε δεν είναι σωστό και να σταματήσουν να γελάνε. Δεν θα σταματήσει να γελάει κάποιος με δικαστική εντολή.
Το θέμα είναι ότι αλλάζοντας η παιδεία του ανθρώπου μπορεί σιγά-σιγά να μη γελάει με τα ίδια πράγματα. Δηλαδή, παλιότερα μπορεί το να κλώτσαγες ένα σκύλο ή μια γάτα σε μία σκηνή λέγοντας «ψιτ ψοφόγατα» να ήταν κάτι αστείο. Σήμερα δεν είναι αστείο. Γιατί συνολικά σαν κοινωνία δίνουμε πολύ μεγαλύτερη σημασία και αγάπη στα ζώα. Μεγαλώνοντας η αγάπη μας έχουμε ανάγκη να προστατέψουμε αυτό που αγαπάμε περισσότερο. Σαν κοινωνία συνολικά κάναμε το βήμα. Δεν το έκαναν δέκα, είκοσι, πενήντα ή εκατό. Και η κοινωνία είναι βραδυκίνητη σαν τη χελώνα κι αν η χελώνα δεν φτάσει στο σημείο δεν μπορείς να πυροβολείς τους πάντες. Γιατί θα πας με τη μέση ταχύτητα μιας κοινωνίας που αλλάζει. Όχι με την ταχύτητα που αλλάζουν τα πράγματα.