Η Κέλλυ Ιωάννου, υποψήφια Διδάκτωρ Ψηφιακής Εγκληματολογίας και διευθύντρια του CSI Institute, μας εξηγεί γιατί «δεν αρκεί να καταδικάζουμε το έγκλημα, αλλά πρέπει να κατανοήσουμε τις αιτίες του».
Το τελευταίο διάστημα οι συζητήσεις ΄γυρω από τα ειδεχθή εγκλήματα που ήρθαν πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας μονοπωλούν το ενδιαφέρον των συζητήσεων. Γυναικοκτονίες, βιασμοί, εκδικητική πορνογραφία, παιδική κακοποίηση και σεξουαλικές παρενοχλήσεις είναι μόνο κάποια από τα είδη των εγκλημάτων που μας προβλημάτισαν όλους τελευταία. Το αποτέλεσμα;
Συχνά ζητείται η γνώμη μου προκειμένου να ερμηνεύσω τέτοιου είδους φαινόμενα. «Ευθύνεται η πανδημία;» – «Eυθύνεται
το κράτος;» – «Tελικά ο εγκληματίας γεννιέται ή γίνεται;» είναι ορισμένα μόνο από τα ερωτήματα που μου απευθύνονται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να αναλύσουμε την εγκληματικότητα με όρους συλλογικούς. Το κάθε έγκλημα είναι διαφορετικό, όπως και κάθε ασθένεια είναι διαφορετική. Τις ασθένειες, όμως, ως κοινωνία έχουμε μάθει πως πρέπει να τις μελετάμε προκειμένου να τις καταπολεμήσουμε. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για το έγκλημα. Δεν αρκεί να καταδικάζουμε το έγκλημα, πρέπει να κατανοήσουμε τις αιτίες του. Η παραπάνω συνειδητοποίηση ήταν εκείνη που με έκανε να ακολουθήσω το δρόμο της Εγκληματολογίας. Εργάστηκα για αρκετά χρόνια στο χώρο της Δημοσιογραφίας, με κατεύθυνση το αστυνομικό ρεπορτάζ και την κάλυψη φαινομένων κοινωνικής παθογένειας. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος κλάδος αποδείχθηκε διαφορετικός από αυτό που φανταζόμουν.
Το αχανές πεδίο του Κυβερνοχώρου και οι νέες μορφές εγκληματικότητας ήταν, και συνεχίζουν να είναι, μια πρόκληση για εμένα. Συνεπώς, ο κλάδος της Εγκληματολογίας ήταν αυτός που πραγματικά μου τράβηξε το ενδιαφέρον, κι έτσι επέλεξα να φοιτήσω στο Leicester University, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εκεί σπούδασα Κλινική Εγκληματολογία,
με τιμητικές διακρίσεις και εξειδίκευση στη διαδικτυακή θυματολογία, και πιο συγκεκριμένα στα φαινόμενα της εκδικητικής πορνογραφίας και της κυβερνοτρομοκρατίας. Ο ρόλος μου ως Κλινική Εγκληματολόγος είναι να διερευνώ και να αξιολογώ κριτικά μέσα από διαγνωστικές συνεδρίες τις ψυχικές λειτουργίες: α) του εγκληματία και β) των ατόμων (ενηλίκων και ανηλίκων) με παραβατική/αποκλίνουσα συμπεριφορά. Βλέποντας την έλλειψη ενημέρωσης στη χώρα μας, ειδικά γύρω από τη διαδικτυακή θυματοποίηση, θεώρησα αναγκαίο να επιστρέψω στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσω και να στηρίξω το επάγγελμα του εγκληματολόγου, παρόλο που είχα τη δυνατότητα να παραμείνω στο εξωτερικό για να έχω μια άμεση επαγγελματική αποκατάσταση στον τομέα μου.
Σήμερα, είμαι διευθύντρια στο Διεθνές Ινστιτούτο Κυβερνοασφάλειας (CSI Institute), ενός Μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού με χαρακτήρα συμβουλευτικό και ενημερωτικό. Στόχος μας είναι η πρόληψη και η αντιμετώπιση θεμάτων ασφαλείας στο Διαδίκτυο, καθώς και η εκπαίδευση στον τομέα νέων τεχνολογιών και Διαδικτύου. Μέσω του CSI Ιnstitute και με αφορμή την υπόθεση της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου, αλλά και όλων των γυναικοκτονιών, δημιούργησα την εκστρατεία
με τίτλο «Γίνε Άνθρωπος» για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία όπου καμία μορφή βίας δεν θα είναι αποδεκτή. Όραμά μου είναι να ενημερωθεί ο κόσμος τόσο για τις ιδιαιτερότητες του ηλεκτρονικού τραύματος όσο και για την έγκαιρη αντιμετώπισή του, καθώς μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει αντιληπτό το μέγεθος της ψυχικής βλάβης που μπορεί να προκαλέσει. Αυτός ήταν και ο λόγος που ίδρυσα το Traumahelp, το μοναδικό κέντρο στην Ελλάδα που παρέχει εξειδικευμένες υπηρεσίες ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής για το ηλεκτρονικό τραύμα. Ως Trauma Coach ενθαρρύνω τα άτομα να ανακαλύψουν την καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους. Παράλληλα, αυτό το διάστημα είμαι υποψήφια Διδάκτωρ Εγκληματολογίας στο University of Essex, με έρευνα βασισμένη στο φαινόμενο της τεχνολογικής σεξουαλικής βίας, και διδάσκω Εγκληματολογική Ψυχολογία στο Κολέγιο Ανθρωπιστικών Επιστημών ICPS College.
Μέσα από την ακαδημαϊκή εμπειρία μου, παρατηρώ πως στην Ελλάδα υπάρχουν λαμπρά μυαλά, τα οποία θέλουν να απασχοληθούν στον τομέα
της Εγκληματολογίας και δεν μπορούν επειδή δεν υπάρχουν οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας. Θα πρέπει επιτέλους η ελληνική κοινωνία να σταματήσει να εθελοτυφλεί και να κατανοήσει τη χρησιμότητα των εγκληματολόγων για τον περιορισμό της εγκληματικότητας, αλλά και για την αντιμετώπισή της.