Μόνη μου έμαθα να κολυμπάω. Ένα καλοκαίρι που βίωνα κάτι σαν παιδική ανεμελιά στο νησί της μάνας μου, τη Λήμνο. Περπάτησα μέσα στη θάλασσα και έφτασα μέχρι το λαιμό. «Εδώ είμαστε…» σκέφτηκα. «Τώρα
πρέπει να κάνω κάτι για να επιπλεύσω.» Άρχισα να κουνάω χέρια και πόδια άτσαλα, σαν νεαρός γλάρος
που μαθαίνει πρώτη φορά να πετάει. Αυτό ήταν. Αυτό ήταν;;!!;; Τόσο εύκολο τελικά; Τόσο απλό; Τόση ελευθερία, αν φτάσεις μέχρι το λαιμό και αφεθείς σε κάτι πρωτόγνωρο. Το στυλ κολύμβησής μου δεν βελτιώθηκε καθόλου με τα χρόνια.
Ακόμη έτσι άτσαλα κολυμπάω, κάνω δικές μου κινήσεις, που θυμίζουν κάτι ανάμεσα σε άμαθο θαλασσοπούλι και αφελές κουτάβι. Τα καταφέρνω μια χαρά πάντως. Πηγαίνω στα βαθιά, προσπερνώ τις σημαδούρες,
κινούμαι στο δικό μου χρόνο, με το δικό μου τρόπο. Κάθε καλοκαίρι είναι σαν μικρή Πρωτοχρονιά. Ο χρόνος που σταματά όταν η ζέστη παραλύει τα πάντα, τα αυγουστιάτικα γενέθλια που πλησιάζουν, οι λίγοι
φίλοι που έχουν ξεμείνει στην Αθήνα για να έχεις με κάποιον να σβήσεις ένα ακόμη κεράκι, οι βόλτες που
κάνεις στην πόλη και οι πωλητές στο Μοναστηράκι σε περνούν για τουρίστρια, σου μιλούν στα αγγλικά
κι εσύ τους απαντάς στα αγγλικά για να πιάσει τόπο το Proficiency, η πολύτιμη ησυχία στην πολυκατοικία που μοιάζει με άδειο κρουαζιερόπλοιο, ο εθισμός σου στον ήχο του ανεμιστήρα που σε χαϊδεύει σαν
αφοσιωμένος εραστής ενώ κοιμάσαι, τα παγωτά ζαχαροπλαστείου –κρέμα/σοκολάτα παρφέ τις μονές
ημέρες και φράουλα/φιστίκι τις ζυγές πάντα από το Κοσμικόν στα Κάτω Πατήσια–, τα μαγιό που περιμένουν στο συρτάρι κάποιον καλό άνθρωπο να σου προτείνει να πάτε για μπάνιο, τα αέρινα φουστάνια
που παίρνουν το σχήμα του κορμιού σου και δίνουν χρώμα με την εμπριμέ τους αυθάδεια στην γκρίζα ερημωμένη πόλη.
Όσο μεγαλώνουμε λιγοστεύουν οι προτάσεις για ανέμελες διακοπές. Κάποιοι δεν έχουν λεφτά. Κάποιοι δεν έχουν όρεξη. Κάποιοι δεν έχουν τίποτα από τα δύο. Υπάρχουν πολλά κορίτσια που περιμένουν κάποιον να τους προτείνει να φύγουν μαζί σε ένα νησί, όπως οι πριγκίπισσες του παραμυθιού προσμένουν διακαώς
πρόσκληση για το χορό του παλατιού από έναν πολλά υποσχόμενο πρίγκιπα.
Όσο θα περιφέρομαι στην άδεια Αθήνα για ένα ακόμη καλοκαίρι, θα κρυφοκοιτάζω μέσα μου όσα μου άφησε το κάθε νησί. Η Ίος μού έμαθε ότι μου κάνω την καλύτερη παρέα ένα πρωινό που είχα την παραλία όλη δική μου. Στην Αμοργό τόλμησα να αφεθώ στον ήλιο εντελώς άβαφη, ύστερα από πολλά χρόνια χαμηλής αυτοεκτίμησης και απελευθερωτικής ψυχοθεραπείας. Στη Λευκάδα με αγάπησε κάποιος όπως ακριβώς ήμουν. Στην Πάρο ένας νάρκισσος ήθελε να τα αλλάξει όλα πάνω μου – αλλά δεν τα κατάφερε. Στην Ικαρία φοβόμουν να κολυμπήσω στα βαθιά. Από το Κουφονήσι ήθελα να φύγω κολυμπώντας. Στη Μήλο θέλω να πάω με κάποιον που δεν έχω γνωρίσει ακόμη. Και στη Σέριφο με κάποιον που έχω γνωρίσει και έχουμε παραγνωριστεί. Το καλοκαίρι είναι η πιο σκληρή εποχή του χρόνου.
Τόση ομορφιά πηγαίνει στράφι σε ευχές και επιθυμίες που δεν πραγματοποιούνται και παίρνουν παράταση για την επόμενη σεζόν. Να ήταν η ζωή τόσο εύκολη όσο ήταν κι εκείνη η πρώτη μου απόπειρα να μάθω κολύμπι… Να φτάναμε κάθε φορά μέχρι το λαιμό και, αντί να βουλιάξουμε, να βρίσκαμε τρόπο να πετάξουμε. Προς όποια κατεύθυνση λαχταρά ο καθένας. Ξέρεις κολύμπι; Ξέρω. Αλλά κάθε φορά είναι σαν να μαθαίνω από
την αρχή.