Γιατί οι Έλληνες λατρεύουν τον Pedro Almodóvar ;

Η ζωή του πιο διάσημου ισπανού σκηνοθέτη, που ετοιμάζεται για το επόμενο όσκαρ του, έχει ό,τι και οι ταινίες του: πόνο και δόξα.

Το καλοκαίρι που πέρασε, το «All About My Mother» του Pedro Almodovar, μια από τις πιο κλασικές ταινίες του που του χάρισε και το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 2000, προβλήθηκε ξανά στις ελληνικές αίθουσες σε αναβαθμισμένη ψηφιακή κόπια. Και οι θερινές αίθουσες γέμισαν ξανά, 25 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία της ταινίας το 1999. Οι θεατές ήταν
άνθρωποι όλων των ηλικιών που θέλησαν να δουν ξανά, ή για πρώτη φορά, το πολύχρωμα σουρεαλιστικό δράμα του Almodovar που αφιέρωσε στη μητέρα του –δράμα γεννημένο από τη ζωή, αφού η μητέρα του πέθανε μόλις κυκλοφόρησε η ταινία. Φέτος το καλοκαίρι, λοιπόν, αναρωτηθήκαμε ξανά τι στο καλό συμβαίνει με τον πιο διάσημο Ισπανό σκηνοθέτη και το ελληνικό κοινό. Γιατί τον αγαπάμε τόσο; Γιατί ταυτιζόμαστε με το έργο του; Γιατί όλες οι ταινίες του, καλές ή λιγότερο καλές, γίνονται παραδοσιακά talk of the town στην Ελλάδα –χωρίς να φημιζόμαστε κιόλας ως λαός για την αγάπη μας στην 7η τέχνη και ειδικά για το arthouse.

MADRID, SPAIN – MARCH 07: Pedro Almodovar attends ‘Los Amantes Pasajeros’ premiere party at the Casino de Madrid on March 7, 2013 in Madrid, Spain. (Photo by Fotonoticias/WireImage)

Η απάντηση, μάλλον, βρίσκεται στο δράμα: οι Έλληνες αγαπάμε την υπερβολή, αγαπάμε τις ιστορίες απώλειας, τους βασανιστικούς έρωτες, τις απαγορευμένες αγάπες, την απεριόριστη φαντασία για το μέχρι πού μπορεί να φτάσει το ανθρώπινο μυαλό. Το μεσογειακό ταπεραμέντο μας μάς βρίσκει σύμφωνους με τους σουρεαλιστικούς αλμοδοβαρικούς κόσμους, όσο μεταμοντέρνοι κι αν υπήρξαν κάποιες φορές. Οι ήρωες του ψάχνουν πάντα έναν τρόπο να εκφραστούν, έναν τρόπο να ξεφύγουν, πράγμα σύνηθες και στην καταπιεστική ελληνική κοινωνία.

1999 Cecilia Roth and Marisa Paredes (right) star in the new movie “All About My Mother.” by Pedro Almodovar Photo Dreamworks

Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του έργου του, οι δυνατές γυναίκες του, τα ευαίσθητα αγόρια του, και η γλυκιά εμμονή του να μας θυμίζει την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, έκαναν τον Ισπανό σκηνοθέτη «δικό μας παιδί». Σήμερα, στα 75 του, ο Pedro
Almodovar παραμένει δημοφιλής, επίκαιρος, έχει ακόμη κάτι να πει. Διανύοντας την έκτη δεκαετία της καριέρας του, περνάει πλέον τον περισσότερο χρόνο της μέρας του στα γραφεία της εταιρείας παραγωγής που έχει στο κέντρο της Μαδρίτης.
Και είναι όπως θα μπορούσε να τα φανταστεί κανείς: γεμάτα χρώμα, παρδαλές κουρτίνες, με τοίχους καλυμμένους από τις αφίσες των ταινιών του. Μεσοτοιχία με μια σχολή γιόγκα. Αυτή την περίοδο μάλλον έχει και περισσότερους λόγους για να εί-ναι χαρούμενος. Το «The Room Next Door», η 23η μεγάλου μήκους ταινία του, που έκανε πρεμιέρα στις αρχές Σεπτεμβρίου στο Φεστιβάλ Βενετίας.

LONDON, ENGLAND – AUGUST 10: Pedro Almodovar poses in front of the audience at the UK film premiere of “Julieta”, part of the Film4 Summer Series at Somerset House, on August 10, 2016 in London, England. (Photo by David M. Benett/Dave Benett/WireImage)

Εκεί, κέρδισε το μεγαλύτερο βραβείο της διοργάνωσης, τον Χρυσό Λέοντα, και ήταν η πρώτη φορά που αυτό το βραβείο πέρασε στα χέρια του. Έσπασε και ρεκόρ, αφού κέρδισε 17 λεπτά standing ovation. Η ιδιαιτερότητα της ταινίας του; Παρά τη διεθνή του αναγνώριση από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Almodovar δεν είχε κάνει ποτέ αγγλόφωνη ταινία. Το
«The Room Next Door» είναι «η πρώτη ισπανική ταινία που μιλάει αγγλικά» όπως είπε χαριτωμένα ο ίδιος σε συνέντευξη τύπου στο Lido. Η Tilda Swinton και η Julianne Moore υπήρξαν οι ιδανικές πρωταγωνίστριες για τη νέα του αυτή ταινία, που οι ειδικοί του σινεμά προβλέπουν ότι θα έχει μια πολύ καλή πορεία στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου τον ερχόμενο Μάρτιο. Πώς κατάφερε όμως να αφήσει το στίγμα του παγκοσμίως χωρίς να ακολουθεί τις νόρμες της βιομηχανίας του κινηματογράφου; Ίσως επειδή ο Pedro Almodovar αποφάσισε ότι σε αυτή τη ζωή θα τα ζήσει όλα. Από το αυστηρό καθολικό σχολείο και τις σεξουαλικές κακοποιήσεις από ιερείς, μέχρι την εποχή που έκανε drag show στη μεταδιδακτορική Ισπανία, και από τις underground πειραματικές ταινίες μέχρι τα Oscar, o Pedro χάραξε μια εντελώς προσωπική πολύχρωμη πορεία χωρίς να αντισταθεί σε τίποτα.

Η ΖΩΉ ΧΡΕΙΆΖΕΤΑΙ ΠΑΡΑΜΎΘΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΊΝΕΙ ΥΠΟΦΕΡΤΉ
Αυτό είναι το μότο της ζωής του. Ίσως γιατί η δική του ζωή σίγουρα δεν ξεκίνησε σαν παραμύθι. Ο Almodovar γεννήθηκε το 1949 στο χωριό Calzada de Calatrava, κοντά στην πόλη Ciudad Real της Ισπανίας. Ζούσαν σε αυτοσχέδια πετρόχτιστα σπιτάκια, σαν αυτά που μεγάλωνε ο ήρωας του στο «Pain and Glory», την αυτοβιογραφική ταινία του που κυκλοφόρησε το 2019 ως η πιο προσωπική του. Ήταν το πιο μικρό από τέσσερα παιδιά μιας αγροτικής οικογένειας. Η μητέρα του, δυναμική γυναίκα, είχε μεγάλη επιρροή στη ζωή του από τη βρεφική ηλικία του ακόμη, αφού τον είχε συνεχώς δίπλα της. Ο πατέρας του έκανε διάφορες αγροτικές δουλειές, ήταν εκτροφέας μουλαριών, και, σε σχέση με τη μητέρα του, πιο κοντά στο παραδοσιακό πρότυπο της πατριαρχίας –δηλαδή συχνά απών από το μεγάλωμα του. Πολλές φορές, θυμάται, έφευγε από το σπίτι για εβδομάδες ολόκληρες για να εργαστεί περιστασιακά σε άλλες επαρχίες της Ισπανίας. Ωστόσο, αυτό που επηρέασε περισσότερο,
σύμφωνα με τον ίδιο, τα παιδικά του χρόνια, ήταν η αυστηρή κοινωνική και πολιτική κατάσταση της Ισπανίας, η οποία ήταν υπό τον καθεστώς του δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο.

Pedro Almodovar, film director The director at the shooting set of ´Matador´ (Photo by Quim Llenas/Cover/Getty Images)

Αυστηρό καθολικό σχολείο, κλειστή κοινωνία, αυταρχικό πολίτευμα. Αυτό το τρίπτυχο έκανε τα παιδικά χρόνια του Pedro δύσκολα, καθώς οι πολιτικές εντάσεις της εποχής, και η καταπίεση των συναισθημάτων του και της σεξουαλικότητας του, επη-
ρέασαν την ψυχολογία του. Η μητέρα του και οι πρώτες ταινίες που είδε στην τηλεόραση τη δεκαετία του ’60 ήταν η διέξοδος του από την επιλεκτική μοναξιά. Μεγαλώνοντας άρχισε να διηγείται φανταστικές ιστορίες στις αδερφές του, ή περιέγραφε τα
σενάρια των ταινιών που έβλεπε στη μικρή του πόλη, προσθέτοντας τις δικές του πινελιές στη ροή της ιστορίας. «Έμαθα κάτι ουσιώδες για τη δουλειά μου, τη διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματι- κότητα, και πως η πραγματικότητα
πρέπει να συμπληρώνεται από τη μυθοπλασία για να γίνεται η ζωή πιο εύκολη», λέει σήμερα στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του με τίτλο «Το τε- λευταίο όνειρο».

 

 

leave a reply

Your Review