Άλλη μία αποψούλα για την πιο viral παράσταση του καλοκαιριού, που δεν άρεσε καν στην ίδια τη δημιουργό της. Της άρεσε βέβαια ο εαυτός της!
Λίγο πριν από το φινάλε των «Σφηκών» στην Επίδαυρο, η Λένα Κιτσοπούλου μας προέτρεψε από σκηνής να βάλουμε την άποψή μας για την παράστασή της εκεί που ξέρουμε. Όχι βέβαια ότι μας υπολόγισε και ποτέ ως θεατές στις παραστάσεις που παρουσιάζει. Είναι όμως αυτό απαραίτητα κακό; Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο καλλιτέχνης οφείλει να δημιουργεί, να έχει άποψη, να εκφράζει τα πιστεύω του και να υπερασπίζεται αυτή την πολυδιαφημισμένη ελευθερία της έκφρασης για να κινητοποιεί, να ευαισθητοποιεί, να ξύνει πληγές και να εμπνέει – χωρίς προφανώς το κριτήριο του τι θα αρέσει ή όχι.
Η Κιτσοπούλου δεν είχε ποτέ την επίφαση της κουλτουριάρας. Ίσα ίσα που «διαφημίζει» πάντα τη λαϊκότητά της. Άρα, θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να θεωρηθεί φανταστική επιλογή για να ανεβάσει Αριστοφάνη με το Εθνικό στην Επίδαυρο. Εννοείται ότι θα το έκανε με τους δικούς της κανόνες και κανείς από τους θεατές της δεν θα περίμενε κάτι λιγότερο. Διαβάζοντας τους «Σφήκες» δεν κατάλαβε και πολλά – το «εργάκι» δεν της άρεσε. Το λέει η ίδια στην τελευταία σκηνή
της παράστασής της. Το αποτέλεσμα; Μια ελεύθερη διασκευή με όλα τα «κιτσοπουλικά» στοιχεία που βλέπουμε στις παραστάσεις της. Εδώ θα μπορούσε να είναι το «πρόβλημα». Ότι δηλαδή για άλλη μια φορά θα ακούσουμε και θα δούμε τα ίδια και τα ίδια που μας έχει πάρει τα αυτιά να λέει. Λες ότι είναι αιρετική; Αν θεωρείται αιρετικό να βρίζεις τους μπάτσους ή να μας θυμίζεις πόσο ομοφοβικός και ρατσιστής μπορεί να είναι ο μέσος Έλληνας τότε σίγουρα πρέπει να αναθεωρήσουμε τον όρο. Λες ότι μας φέρνει αντιμέτωπους με τις παθογένειές μας και είναι καθρέφτης της κοινωνίας; Αν περιμέναμε από τη Λένα να μας δείξει τα σκατά μέσα στα οποία ζούμε τότε και πάλι θα έπρεπε να κοιταχτούμε καλύτερα στον καθρέφτη. Λες ότι θέλει να σοκάρει; Μα ποιος σοκάρεται πια όταν ακούει τις λέξεις μουνί και αρχίδια ή όταν βλέπει «βυζιά», όπως λέει η ίδια, επί σκηνής;
Ναι, λοιπόν, οι Έλληνες είναι ομοφοβικοί και ρατσιστές, και μπορούν να γίνουν και ανήθικοι και συμφεροντολόγοι. Και κάποιοι μπάτσοι είναι κωλόπαιδα και αμόρφωτοι και άχρηστοι και φαλλοκράτες. Και οι άνθρωποι συχνά γινόμαστε υποκριτές και μικρόψυχοι. Και το κάπνισμα σκοτώνει και απαγορεύεται σε κλειστούς χώρους. So what? Δεν τα μάθατε από μένα! Μήπως
ήρθε η ώρα να πάμε παρακάτω;
Ο Αριστοφάνης στους «Σφήκες» κριτικάρει τη λειτουργία της δημοκρατίας, κριτικάρει τη στάση του λαού απέναντι στη δικαιοσύνη. Η Κιτσοπούλου στους «Σφήκες» δεν κριτικάρει απολύτως τίποτα. Απλώς παρουσιάζει για άλλη μια φορά το βαριετέ της, που για πολλούς από εμάς μπορεί να είναι to the point και υπέροχα αστείο, χωρίς όμως να κάνει καμία ουσιαστική κουβέντα με το θεατή, χωρίς να στηλιτεύει απολύτως τίποτα. Μας λέει απλώς αυτά που ήδη ξέρουμε, μένει στην επιφάνεια
χωρίς καμία εμβάθυνση και δεν καταλήγει πουθενά. Ή μάλλον καταλήγει: στο πόσο γαμάτη είναι – αφού όντως έτσι κλείνει η παράσταση, με την ίδια στη σκηνή να ραπάρει λέγοντάς μας ότι οφείλει να μας λέει την αλήθεια και πόσο δίκιο έχει… στα αυτονόητα. Ότι μόνο η Λένα στοχάζεται σε αυτή τη χώρα και οι υπόλοιποι τρώμε βελανίδια.
Εκεί λοιπόν θα έπρεπε να είναι η όποια διαφωνία για την παράστασή της και όχι στα νεοσυντηρητικά τρολ που μιλάνε για ιερότητα του χώρου και τα δημόσια ταμεία που τη χρηματοδοτούν. Η Επίδαυρος είναι η Επίδαυρος και δεν κινδυνεύει από κανέναν – εξάλλου, στο παρελθόν έχουμε δει πολύ χειρότερες μπαρούφες με την επίφαση της κουλτούρας και τη δηθενιά θεατρανθρώπων και παιδοβιαστών. Και το Εθνικό Θέατρο πολύ καλά κάνει και αναθέτει μία από τις σημαντικότερες παραστάσεις της σεζόν σε μια καλλιτέχνιδα που τουλάχιστον έχει παρουσιάσει δουλειές στο παρελθόν που επηρέασαν τη θεατρική μας κουλτούρα. Και ο Αριστοφάνης δεν παθαίνει τίποτα.
Και κάποιες άναρχες σκέψεις για το τέλος: Πρώτον, παραμένει υπέροχο να διαφωνούμε για την τέχνη. Δεύτερον, παραμένει βαρετή η χαιρεκακία μας, αφού είναι δεδομένο πως αν η συγκεκριμένη παράσταση δεχόταν αποθεωτικές κριτικές δεν θα γινόταν ποτέ viral.
Πάμε παρακάτω λοιπόν.