14 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για την πανδημία: Μανίνα Ζουμπουλάκη

Η Μανίνα Ζουμπουλάκη γράφει αποκλειστικά για το DownTown μια ιστορία με έμπνευση από την εποχή του κορονοϊού και τίτλο «Αστάθμητος παράγων».

Φωτογραφία: Γιώργος Καλφαμανώλης

– Έλα, Λίντα; Λοιπόν. Γεμίζω την μπανιέρα, έχω πάρει τρία Xanax. Θα πάρω όλο το κουτί, θα μπω στην μπανιέρα και πάει, αυτό ήταν, πνίγηκα – δεν αντέχω άλλο! Δεν αντέχω, είμαι δεκαπέντε μέρες μέσα, μου τελειώνει ο καπνός έτσι κι αλλιώς, κι ο μαλάκας ο περιπτεράς έκλεισε, καλά, δεν μου φταίει η απομόνωση, δεν είναι το πρόβλημά μου ο ιός ή που κλειδώθηκα σπίτι! Είμαι άνεργος, στην ουσία όμως, ά-νερ-γος από το 2014, τα καλύτερά μας χρόνια, ρε μαλάκα, τριάντα έξι χρονών – άσε τις δουλειές του ποδαριού που δεν μετράνε, τρίχες, κι ο Τσουτσουρίδης με έχει βγάλει από τα ρούχα μου!

– Ο… ποιος;

– Μεγάλο Λογοτεχνικό Βραβείο, ρε συ, μη λέω συνέχεια «μαλάκα», το πιστεύεις; Μεγάλο Λογοτεχνικό – δεν ξέρει να γράψει τον κώλο του, κάτι διηγήματα που δεν διαβάζονται, χθες μου είπε «Να γίνει η διόρθωση του έργου μου με τον δέοντα σεβασμό, διότι επηρεάζω τις μάζες με τα κείμενά μου» – ποιος, ο Τσουτσουρίδης, που με το ζόρι πουλάει 150 αντίτυπα, άντε, σου λέω 300 άμα τόνε βάλουνε σε κάνα λεωφορείο, αφίσα, γιατί δεν βάζουνε κανένανε σε λεωφορείο, καταλαβαίνεις τι λέω, να κολλήσουνε τη μούρη του πίσω από τρόλεϊ, ας πούμε, μπας και πουλήσει άλλα δέκα κομμάτια η παπαριά που έγραψε. Που την τρώω εγώ στη μάπα, και νομίζεις διορθώνεται; δεν διορθώνεται με την καμία, βάζει ένα «θυμάμαι» και νομίζει πως έγινε Μάνος Ελευθερίου, Θεός σχωρέσ’ τον. Που, καμία σχέση.

– Μισό…

– Ναι, τέλος πάντων, δεν είμαι πια, δεν αντέχω άλλο, τη μείωση, την αφραγκία, την απομόνωση, τον ιό, το να καπνίζω μέσα από τη μάσκα – θέλω να τελειώνω! Όχι επειδή έμεινα μόνος με τα ντουβάρια, όχι επειδή φοβάμαι μην κολλήσω κορονοϊό, δεν φοβάμαι…

– Εγώ φοβάμαι…

– Ναι, όχι, εγώ δεν φοβάμαι μην πεθάνω λέμε, θέλω να πεθάνω άμεσα, να εξαφανιστώ, να τελειώσω με τις υποχρεώσεις μου, που δεν έχω, είμαι τριάντα έξι χρονώ και – δύο χιλιάρικα μου έμειναν στην τράπεζα! Δύο χιλιάρικα! Μετά από τόσα χρόνια ανεργία, ημι-ανεργία, ημι-εργασία – ούτε κάρτα ανεργίας μπορώ να βγάλω, μην το ξαναπείς, δεν υπάρχει πρόσληψη από το ’15, άρα πώς να βγάλω ανεργίας, ο γκαντέμης;

– Μισό…

– Μην προσπαθείς να με μεταπείσεις, Λίντα, έχω πάρει τις αποφάσεις μου, όταν σου έλεγα να ανοίξουμε κοινό λογαριασμό, δεν ήθελες, φοβόσουν μη φάω τα λεφτά σου, ε, τώρα δεν μπορείς να πάρεις τα δύο χιλιάρικα από τον δικό μου λογαριασμό, τα σφραγίζουν μόλις τινάξω τα πέταλα και τα κρατάει η τράπεζα να αγοράσει καινούργια τσουλάκια πόρτας, τον ήπιες Λίντα, κι αυτό γιατί; επειδή δεν με εμπιστεύτηκες ποτέ, ποτέ σου, Λίντα!

– Μισό… μμμισό…

– Πες μου ότι μασουλάς πατατάκια;

– Νάτσος, σόρι, ναι. Έφτιαξα γουακαμόλε, είχα ένα αβοκάντο κι ένα λεμόνι, και το τρώω να μη μαυρίσει…

– Δεν θα μαυρίσει, έχει λεμόνι. Τζίζας, Λίντα, δεν σε πιστεύω ότι εγώ ετοιμάζομαι να, να αφήσω αυτόν τον μάταιο κόσμο, να αυτοκτονήσω, να πέσω για τον μεγάλο ύπνο στην μπανιέρα, κι εσύ… μασουλάς νάτσος! Λίντα!

– ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Η ΛΙΝΤΑ! Δεν είμαι, δεν είμαι η Λίντα, τόση ώρα προσπαθώ να σε διακόψω, δεν είμαι, ρε φίλε, η Λίντα!

– …!!!

– Μα δε σταματάς και συ χριστιανέ μου την πάρλα!

– …Μμμε συγχωρείς, εεε, συγγνώμη – τη Λίντα πήρα τηλέφωνο…

– Ναι, το κατάλαβα! Αλλά δεν την άφησες να σταυρώσει λέξη, και να ήθελε να σου πει «Mην το κάνεις!», δεν είχε την ευκαιρία. Και να ήθελε να σου πει «Για όνομα του Θεού, αγόρι μου, υπάρχουν άνθρωποι που σε αγαπάνε, υπάρχουν άνθρωποι που θα ΔΙΑΛΥΘΟΥΝ αν αυτοκτονήσεις, πώς-σε-είπαμε»…

– Αλέξη.

– Ε;

– Αλέξη. Αλέξανδρος, αλλά με φωνάζουν Αλέξη.

– Ο κώλος σου να φέξει! Ααα-χα-χα, χρόνια ήθελα να το πω αυτό! Ααα-χα-χα-χααα!

– Ννναι, πάρα πολύ κρύο, και καθόλου αστείο!

– Ααα-χα-χααα… Πες μου ότι πληγώθηκες; Και τι μας νοιάζει άμα πληγώθηκες, εδώ ετοιμάζεσαι να κρεμαστείς!

– Να πνιγώ στην μπανιέρα…

– Ναι, στην μπανιέρα, ΑΛΕΞΗ! Εγώ δεν έχω καν μπανιέρα! Άσε που τις σιχαίνομαι, τόσοι κώλοι ακουμπάνε εκεί μέσα, όσο και να τις καθαρίσεις, οι μπανιέρες είναι σιχαμένες, δηλαδή να κάτσω ξεβράκωτη; Με τίποτα!

– Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Τώρα που το λες…

– Αηδία. Βέβαια, άμα είναι να πεθάνεις, τι σε νοιάζει που είναι η μπανιέρα σύχριστη…

– Όχι, καθαρή είναι. Μόνος μου μένω.

– Ακόμα χειρότερα. Άντρας σαράντα χρονών μόνος του, σιγά μην κάθεται να τρίψει την μπανιέρα με Dettol!

– Τριάντα έξι.

– Σκασίλα μας. Σε μια ώρα, θα είσαι μηδέν. Τίποτα, σκόνη. Ούτε καν, γιατί μέχρι να γίνεις σκόνη πρέπει, ξέρεις, να θαφτείς, να σαπίσεις, να σε φάνε τα σκουλήκια…

– Έχω αφήσει οδηγίες να με κάψουνε στη Βουλγαρία.

– Α, με τα δύο χιλιάρικα που έχεις στην τράπεζα. Σήκωσέ τα, να τα βρούνε οι συγγενείς σου, γιατί αλλιώς, σιγά μη σε κάψουνε στη Βουλγαρία, θα σε παραχώσουνε κάπου να τελειώνουνε. Δύο χιλιάρικα μίνιμουμ είναι το κάψιμο στη Βουλγαρία.

– …Λες;

– Βεβαιωμένα, κάηκε ένας γνωστός τις προάλλες. Συν τα έξοδα διαμονής. Στο Μπόροβιτς, αν έχουνε ακόμα ανοιχτές πίστες για σκι. Μπορεί να τις έκλεισαν τώρα με τον ιό.

– Και, τι; Να πάω στην τράπεζα να σηκώσω τα λεφτά;…

– Δεν σε καταλαβαίνω, ΑΛΕΞΗ. Έχεις δύο χιλιάρικα στην τράπεζα, και το αναφέρω έτσι ανέμελα εγώ, που έχω 27 ευρώ. Έχεις δύο χιλιάρικα, ετοιμάζεσαι να πηδήξεις από το μπαλκόνι να γίνεις χαλκομανία…

– Όχι, με χάπια, να πνιγώ στην μπανιέρα…

– ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ, ΑΛΕΞΗ, είσαι έτοιμος να την κάνεις, και ΔΕΝ σου πέρασε από το μυαλό να σηκώσεις τα γαμω-λεφτά σου, να ξοδέψεις όσα μπορείς περισσότερα σε ΜΑΛΑΚΙΕΣ, να αφήσεις τα υπόλοιπα σ’ έναν κομό με οδηγίες καύσης για τους συγγενείς, όοοχι, δεν σου πέρασε από το μυαλό, είπες «Ας τα φάει η τράπεζα, που έφαγε και της Ουρανίας τα λεφτά επειδή χρωστούσε στην Εφορία η Ουρανία, και είχε ενάμισι χιλιάρικο και της έκανε κατάσχεση η καριόλα η τράπεζα, ας της δώσω άλλα δύο χιλιάρικα, της τράπεζας, γιατί να τα φάω; Σάμπως θα πεθάνω αύριο;». ΠΑΡΟΛΟ που πεθαίνεις σήμερα, δεν σκέφτηκες να πας να σηκώσεις τα λεφτά σου και να τα φας!

– Μα, ΠΟΥ να τα φάω; Στα μπουζούκια, σε σουβλάκια, σε σαμπάνιες, σε τι; Αφού είναι όλα θεόκλειστα!

– Καταρχήν δεν ρώτησες «Ποια είναι η Ουρανία;» – που είμαι εγώ η Ουρανία, με τα 27 ευρώ, χωρίς μπανιέρα! Να πάρεις μια κούτα σαμπάνιες και χαβιάρια, να τρωγοπίνεις μέχρι να σκάσεις – μόνος, γιατί όχι; Αν είχα εγώ λεφτά να πάρω σαμπάνια και να τη λουστώ, νομίζεις δεν θα γέμιζα την μπανιέρα με σαμπάνια; Που λέει ο λόγος. Γιατί δεν έχω μπανιέρα.

– Ουρανία, σόρι, κοίταξε, δεν το είχα σκεφτεί…

– Εμ; Δεν το είχες σκεφτεί, ντε. Έτσι αυτοκτονούμε, άιντε-άιντε, επειδή βαριόμαστε, επειδή έχει ιό έξω και δεν βγαίνουμε, επειδή δεν μας αρέσουν οι ψωρο-δουλειές μας; Σόρι δηλαδή.

– Μπορώ να σηκώσω λες από ΑΤΜ δύο χιλιάρικα;

– Πού να ξέρω; Είχα δύο χιλιάρικα τα τελευταία δέκα χρόνια; Δεν είχα. Και πιο πριν, δεν θυμάμαι τι κάναμε. Κατέβα στο ΑΤΜ και δοκίμασε. Πού είσαι, 69 βλέπω, Νέο Ψυχικό; Οκτακόσιες τράπεζες έχεις τριγύρω. Τράβα να τσεκάρεις.

– Να σηκώσω λες;…

– Ε, βέβαια. Άμα είναι να τινάξεις τα πέταλα, δεν παίρνεις και καναδυό τούρτες; Έχετε Fresh εκεί, πάρε προφιτερόλ.

– Μπανόφι. Δεν ξέρω αν φτιάχνει…

– Καλέ, όλα τα φτιάχνει! Πάρε τούρτες, σαμπάνιες, δε σε νοιάζει να κολλήσεις ιό αφού αυτοκτονείς, μπες στο σούπερ μάρκετ άνετος να πάρεις αβγοτάραχο, το άλλο με τις μπίλιες…

– Χαβιάρι.

– Αυτό. Φάε, πιες, κάπνισε… Καλά, για να πηδήξεις δε λέω, δύσκολο, εδώ ούτε για καφέ δε βγαίνεις, ποιος να ’ρθει σπίτι, υποθέτω ούτε βίζιτες, ε; Τέλος πάντων, θα βρεις κάπου να τα φας, δύο χιλιάρικα. Κι άμα περισσέψει τίποτα, άσε για να σε κάψουν. Θα μου πεις, με πεντακόσια ευρώ, γκαζιέρα, ίσα που θα σε καψαλίσουν… όχι εσένα, εννοώ το πτώμα σου. Το κουφάρι, το σαρκίο, το…

– Εντάξει, ναι. Κατάλαβα.

– Λοιπόν. Πας στο ΑΤΜ; Αν φοβάσαι να βγεις λόγω ιού, που είναι του παραλόγου, αλλά πάει στο διάολο, αν φοβάσαι, πες να έρθω, να πάρω την κάρτα, να σηκώσω τα λεφτά σου – και υπόσχομαι να σε κάνω μπάρμπεκιου μετά…

–’Ντάξει, ναι, θα πάω τώρα. Να πάρω και μπανόφι.

– Ή προφιτερόλ, ό,τι είναι φρέσκο. Μη χαλάσεις το στομάχι σου, αυτόχειρας άνθρωπος.

– Ναι, δεν….

– Μους σοκολάτα φτιάχνει, θεϊκή.

– …Κοίτα, εεε, Ουρανία…

– Με φωνάζουνε Ριρή. Οι φίλοι μου. Που είναι στα σπίτια τους, λόγω των ημερών.

– Ναι, Ριρή… Σ’ ευχαριστώ για… Θέλω να πω…

– Το ξανασκέφτηκες, ε; Εδώ δεν αυτοκτονώ εγώ με 27 ευρώ, θα πας εσύ, με δύο χιλιάρικα;

– Κρύωσε και το νερό στην μπανιέρα…

– Ε, βέβαια. Εκατό ώρες μιλάμε.

– Ευτυχώς που… πήρα εσένα, ε;

– Η Λίντα, στο αυτό της.

– Καλά, ναι. Να… τα πούμε καμιά φορά…

– Όποτε θες. Το ’χεις το νούμερο. Πατάς redial.

– …Κατά λάθος σε πήρα. Από τύχη. Αστάθμητος παράγοντας.

– Έτσι είναι η ζωή, τι νόμισες. Τράβα να αδειάσεις την μπανιέρα τώρα και μιλάμε αύριο…

– Καληνύχτα, Ριρή.

– Καληνύχτα, Αλέξη.

* Το τελευταίο βιβλίο της Μανίνας Ζουμπουλάκη,  Το [Σχεδόν] Ημερολόγιο μιας 82χρονης, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.