Άδειο. Άδειο όπως το τέλος. Όπως η αρχή. Άδειο σώμα, άδεια θάλασσα, άδειο σπίτι. Μεσημέρι καλοκαιριού – μιας αδυσώπητης εποχής. Άδειο, άδεια παραλία, άδεια, τετελεσμένη. Μέσα μου ο Αύγουστος τρέχει σαν ποταμός. Κυλάει από τα αγγεία, γλιστράει μέσα απ’ τους πόρους – αδυσώπητος.
Περπατώ προς το σπίτι που μεγάλωσα. Πόσα χρόνια πέρασαν; Δεκαπέντε, είκοσι; Η φουσκοθαλασσιά απαντά: είκοσι. Σε πέντε χρόνια ο πατέρας είχε πεθάνει. Η μητέρα σε οκτώ. Νεκροί. Ο ένας στην πρώτη πανδημία, η άλλη στο τέλος, δύο μέρες πριν την επίσημη κήρυξη του τέλους. Από τα τελευταία θύματα. Στην κηδεία της, όταν έφυγαν όλοι, είχα κοιτάξει ψηλά σα να περίμενα κάποια βοήθεια. Τίποτα. Ο ουρανός ήταν κλειστός. Πάντα τέφρα, πάντα κόνις, πάντα σκιά.
Ύστερα, στο σπίτι, οι μισοί φορούσαν μάσκες. Ας προσέχουμε ακόμη, έλεγαν. Κάποιος είπε να βάλουν το αγαπημένο της τραγούδι. Οι νότες είχαν βουίσει στ’ αφτιά μου – ξεχασμένες, περιφρονημένες, νότες των αρχών του αιώνα. Δεν έκλαψα. Η θλίψη που δεν έχει διέξοδο στα δάκρυα κάνει άλλα όργανα να κλαίνε. Περίμενα υπομονετικά να τελειώσει η βραδιά, να φύγει το πλήθος, να κρατήσει λίγο ο χρόνος, να μείνω μόνος με τον θάνατο πριν τον πάρουνε τα χώματα. Κι όταν έκλεισε η πόρτα, ξαφνικά, μ’ έπιασε κάτι, άρχισα να σπάω ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Το σερβίτσιο της, τα βάζα με τα λουλούδια, τα κηροπήγια, οι κούπες του καφέ, χίλια κομμάτια. Δεν υπήρχε πια κανείς. Μόνος, κατάμονος να περιμένω τη σειρά μου.
Όμως επέζησα. Ακόμα και σήμερα, στο ζενίθ του «Blackdiv-40». Οι δορυφόροι μεταδίδουν: «Έμβια υστέρηση 28%». Ο κύριος όγκος στη Μεσογειακή λεκάνη. «Έχεις άστρο εσύ. Είσαι παιδί της θάλασσας», ο πατέρας.
Είκοσι χρόνια απουσίας. Είμαι εδώ με τριάντα έξι ώρες άδεια. Αυτή είναι πια η ζωή μου, εδώ και χρόνια. Δουλειά, μόνο δουλειά. Οι άνθρωποι πια, μόνο στολές. Ένα ποτάμι από στολές που ολοένα λιγοστεύει.
Σε λίγο φεύγω για Μαύρη Θάλασσα. Απ’ το υποβρύχιο απευθείας στο μητροπολιτικό σταθμό. Τελευταία μεγάλη αποστολή. Διεκπεραιωτής παράπλευρου υγειονομικού σχεδιασμού. Θέση υψηλή, μισθός εξαιρετικός. Προοπτικές για τομεάρχης ανασυγκρότησης. Εφόσον τελικά υπάρξουν προοπτικές. Σε κάθε περίπτωση, από την αρχή της πανδημίας, στο μητρώο μου αναγράφεται ευκρινώς: Προσδόκιμο επιβίωσης υψηλό. Τουλάχιστον αυτή τη φορά είμαστε με τους επικρατούντες.
Απέξω το σπίτι φαίνεται γερό. Η στέγη μόνο, γερμένη απειλή. Θαύμα πώς γλίτωσε. Η παραλία – σα να ’χει εξατμιστεί. Πώς να ορίσω την ομίχλη παραθαλάσσια; Οσφραίνομαι τη γαλάζια φλόγα, τις εκρήξεις, το κύμα του θανάτου. Στην πανδημία, ο άνθρωπος τρελαίνεται. Και στον πανικό του χρησιμοποιεί τα όπλα. Τι όπλα. Θανατηφόρα. Το μάτι καταγράφει, ακόμα κι όταν η πραγματικότητα αποσύρεται. Συμπαρασύρονται οσμές από άλλες ηλικίες, περασμένες, αιωρούνται χαμηλά, στις κάτω ζώνες. Επικάλυψη. Η φυσική πορεία. Πυρήνας, άτομο, κύτταρο, έλικας, αίμα, δέρμα, πόροι -ξάφνου φως, φως που σ’ αγκαλιάζει, κι ύστερα σ’ αφήνει και πάλι στο σκοτάδι- έτη φωτός σκοταδιού.
Ο ήλιος, σακατεμένος. Δεν μπορώ να το πω αυτό καλοκαίρι. Υψηλό θερμοκρασιακό περιβάλλον, ίσως. Κι αυτά τα έντομα, δεν τα ’ χω ξαναδεί. Τέτοιο σχήμα, ποτέ. Έλυτρα από θειάφι. Λιλιπούτεια βομβαρδιστικά. Η φύση αντιγράφει τη φρίκη, σε μικρογραφία.
Πάω προς τη θάλασσα. Βγάζω τα παπούτσια. Μια μάζα βρόμικη ο πυθμένας, δεν είναι φύκια αυτά. Δεξαμενή γεμάτη φίδια νομίζω. Το νερό, φαιό, ανεξάντλητο, σκιά ενός χρόνου πυκνού που ακόμα αντιστέκεται.
Να, κολυμπώ με τον πατέρα, εγώ κρόουλ, εκείνος πρόσθιο. Οι πατούσες του σαν του ψαριού. Τον θυμάμαι να γλιστρά στα κύματα, στον χρόνο. Αγκαλιαζόμαστε – οι μύες της πλάτης. Τα μάτια του. Κοιταζόμαστε. Τα σώματά μας δίπλα. Το νερό μας χωρίζει, μας ενώνει. Παίζουμε σαν φίλοι -ήμασταν φίλοι- τι είναι είκοσι δύο χρόνια διαφορά; Σήμερα, θα ’ταν εξήντα έξι. Μόλις εξήντα έξι.
Περπατώ στη μαύρη άμμο. Ζικ ζακ, ν’ αποφύγω τα σιδερένια θραύσματα. Μοιάζουν με τα παλιά κουτιά μπίρας – δεν είναι. Σκύβω, στη λαμαρίνα διακρίνονται μισοκαμμένοι οι κωδικοί. Το ατσάλι μυρίζει ακόμα. Η ημερομηνία, Gothic γραμματοσειρά. Series 2035. Made in… Οι δύο μονομάχοι: η στρατιά του επιβιώσαντος αίματος, η στρατιά του ηττημένου αίματος. Η βαθύτερη κοινωνία του αίματος. Είκοσι χρόνια. Γιατί τώρα; Δεν ξέρω. Το παρόν, μικρό διάφανο αγκάθι.
Περπατώ προς το σκοτεινό παρελθόν. Προς το σπίτι. Το ’χα κλείσει τότε. Το ’χα σφραγίσει. Το ’χα ξεχάσει. Αν γυρίσω -αν γυρίσω ποτέ- θα το ξαναφτιάξω, όπως ήταν. Και θα μείνω εδώ, για πάντα. Περνάω τον φράχτη, εκεί που ήταν ο φράχτης. Η εξώπορτα. Σπρώχνω το σπασμένο μαδέρι – μια αχνή γραμμή γλιστρά πίσω μου, κοσκινισμένα χρόνια. Το σαλόνι, άφωνη κραυγή. Αδειασμένο απ’ οξυγόνο. Δεν υπάρχει τρόπος να μετρηθεί τέτοια ακινησία.
Μια βόλτα στα δωμάτια. Μια πεταλίδα αγκιστρωμένη στο πλακάκι της κουζίνας. Σφουγγίζει τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Στο υπνοδωμάτιο το πάτωμα έχει βουλιάξει. Ούτε μύγες, ούτε κατσαρίδες. Μόνο αυτά τα έντομα να με τρυπούν με τις κουκίδες-μάτια τους. Από την τρύπα εξέχει η γωνία μιας κορνίζας. Μισολιωμένο ένα τοπίο του Πηλίου. Δική της ελαιογραφία. Καμιά ευθεία, μόνο καμπύλες, σαν τον Μουνκ. Τον αγαπούσε τον Μουνκ, τους πίνακές του με τα πρόσωπα στα φιορδ. Τη θυμάμαι στο στούντιο να ζωγραφίζει. Μουσαμάδες στρωμένοι, μπογιές παντού. Αναποδογύρισα το κόκκινο, μ’ έβαψε για πάντα. Την κοίταξα. Η μικρή ουλή πάνω απ’ το χείλος. Η μυρωδιά της μουσκεμένης ανάσας. Τα μάτια της. Το σχήμα της, αγαπημένο. Τόσα χρόνια μέσα στο σπίτι.
Τελευταίο το δικό του. Θέλω ν’ ανοίξω την πόρτα του δωματίου του, να δω. Δεν προλαβαίνω να την ακουμπήσω – διαλύεται σαν χαρτί. Μόνο το σκυρόδεμα άντεξε. Το γραφείο γονατισμένο, θαλάσσιο τέρας που ψυχορραγεί. Εδώ έγραφε. Τη διατριβή πρώτα, αργότερα τα θεατρικά. Το τελευταίο, «Άλφα και Ωμέγα», στο Περιφερειακό Δυτικής Μακεδονίας. Δύο χρονιές. Κριτικές διθυραμβικές, τις έχω κρατήσει στο lifebook. Στη διευρυμένη μνήμη.
Ανοίγω το πρώτο συρτάρι – σπασμένα γυαλιά, ξεραμένο μελάνι, ένα καμένο βιβλίο. Στο δεύτερο, ένα σιδερένιο κουτί. Γερό μέταλλο, άντεξε. Μέσα ένα CD, παμπάλαιη τεχνολογία, αρχών του αιώνα. Κειμήλιο πια. Τότε δεν υπήρχε lifebook. Πρόοδος ίσον σμίκρυνση. Στην ετικέτα μια επιγραφή με μπλε στυλό: «Millenium». Τα γράμματά του. Βιαστικά, να προλάβει.
Πλησιάζω την παλάμη, το lifebook. Το ’χω τρία χρόνια, ενδοφλέβιο, γεμίζει με τον ήλιο. Σκανάρω το CD. Τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται αμέσως: «Τεχνολογία: Πεπαλαιωμένη, Ημερομηνία: 10.5.2018, Ώρα: 11:13:24, Συντάκτης: Παύλος Πλ., cvd.doc».
Παύλος, ο πατέρας. 2018, Καλοκαίρι, εννιά μήνες πριν γεννηθώ. Διαβάζω, όπως μήνυμα πεταμένο σε μπουκάλι στη θάλασσα:
Τρίτη 01.08.18
Κοιμάσαι. Κοιμάσαι ακόμα. Είναι μεσημέρι. Σε κοιτάζω ξαπλωμένη στον ήλιο, στην ακρογιαλιά. Εγώ κι εσύ μόνοι σ’ αυτό το σπίτι, σ’ αυτή την παραλία. Ανέβηκα σπίτι να σου φτιάξω καφέ. Ύστερα θα ’ρθω να σε ξυπνήσω. Κοιτάζω τον πίνακά σου, με τα κύματα που σκάνε, κι αισθάνομαι πως κάτι λείπει. Δεν ξέρω τι. Κοιμάσαι κι εγώ θέλω να σου πω τόσα. Δεν μπορώ, δεν βρίσκω λόγια. Χτες, όταν ήμουν μέσα σου, έβλεπα τη θάλασσα. Έβλεπα τη θάλασσα που ξέβραζε, τα μάτια σου, την άκρη των χειλιών σου, κι ένιωθα το νερό να κυλάει μέσα μας, μαζί μ’ αυτό το ανείπωτο, την αγάπη μας τώρα. Την αγάπη μας χτες. Ένιωθα τη θάλασσα, τα κύματα να μας χαϊδεύουν, κάθε φορά και καινούργιο νερό, κάθε φορά και καινούργια αγάπη, κάθε φορά και καινούργιος χρόνος. Η αγάπη μας αύριο. Όταν χύθηκα μέσα σου δεν ήξερα τίποτα. Κι όμως, εκείνη την ώρα ένα άπειρο κομμάτι θάλασσας έγλειφε το δεξί σου πόδι, για να χαθεί μαζί μου, μέσα σου, αιώνια. Τα υγρά του σώματος ξεχείλισαν, σ’ έλουσαν ολόκληρη, χύθηκαν μαζί σου στο μεγάλο νερό. Χίλια χρόνια σ’ ένα μας φιλί. Δεν μπορεί, αυτό κάτι γίνεται. Σε κάτι μετατρέπεται. Μαρίνα, δεν θα ξεχάσω.
Κάθε μόριο νερού που κυλάει, εξαφανίζεται, ξαναφτιάχνεται. Όπως η κάθε στιγμή. Ποιο είναι το ακριβώς της θάλασσας, ποιο είναι το ναι της ζωής μας, ποιο είναι το τώρα του έρωτά μας; Ό,τι είναι μέσα μου κινούμενο – μονάχα εκείνο καταλαβαίνει. Ο κινούμενος, ο ερωτευμένος χρόνος. Ο χρόνος που κυλά. Υπάρχει πολλή θάλασσα στην αγάπη μας, Μαρίνα. Σ’ ευχαριστώ που μου χάρισες αυτή τη νερένια στιγμή.
Παύλος.
Η συνέχεια. Άλλη ημερομηνία.
Δευτέρα, 09.07.18
Γύρισες από τον Βασιλειάδη. Μου το ’πες. Θετικό. Ήξερα πως θα γινόταν εκείνο το βράδυ. Το ’ξερα. Το παιδί μας βγήκε από τη Θάλασσα, απ’ την πηγή του Χρόνου. Μαρίνα, το ’νιωθα. Δεν υπήρχαμε, κι υπήρχαμε όσο ποτέ.
Σιωπή. Μέσα μου, έξω μου, παντού. Φόρος σιωπής. Δεν το αποθηκεύω στη μνήμη. Δεν αντέχω. Δεν το θέλω στο μέλλον φυτεμένο μέσα μου στο δέρμα. Το μέλλον, κείμενο σβησμένο. Στο στήθος τσιμπιές. Στον καρπό ένας θύσανος πόνου. Οι ρίζες στα έγκατα. Ατσάλινες.
Ζεσταίνομαι. Άγριες και μαζί γλυκές εικόνες τρυπάνε το κρανίο. Το σχέδιο των νεκρών. Πάντα τέλειο. Βγαίνω έξω, στον αέρα. Το χνότο του τόπου αφόρητο. Περπατώ στη μαύρη άμμο. Προς τη θάλασσα. Δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος των προηγούμενων ωρών. Ο κόσμος έπαψε να είναι εκκωφαντικός. Το άναυδο δεν έχει αντίλαλο.
Προσπερνώ τις λαμαρίνες, τα καμένα ξύλα. Μπροστά μου η ραχοκοκαλιά ενός μεγάλου ψαριού. Πεντάγραμμο για τον χαλασμένο χρόνο. Δεν μπορεί, κάποιος παίζει μαζί μας. Με τη γεωμετρία, με τον χρόνο, με τη μνήμη, κάποιος παίζει.
Μπαίνω στη θάλασσα. Στα χέρια μου ο μικρός μεταλλικός δίσκος. Τον πετάω μέσα, μακριά, όσο μπορώ, να χαθεί, να βυθιστεί στο νερό. Να μη βλέπω. Εξαφανίζεται ο χρόνος, βυθίζεται, χάνεται για πάντα.
Η θάλασσα σκοτεινιάζει. Το υποβρύχιο με περιμένει. Χαμηλά. Μέσα. Βαθιά. Στη Μαύρη Θάλασσα. Στο σκοτεινό καλοκαίρι της πανδημίας.
Η Ε. έκλεισε το αρχείο. Ο άντρας της ήταν έξω στο μπαλκόνι. Έπαιζε με τον γιο τους. Αναρωτήθηκε γιατί έγραφε τέτοια πράγματα στη συγκεκριμένη περίσταση. Αυτοπεριορισμός, λόγω κορονοϊού, μέρα 19η. Με το παιδάκι τους έντεκα μηνών στο σπίτι. Σκέφτηκε να του το συζητήσει. «Γιατί τέτοιος ζόφος;» θα του ’λεγε. Ύστερα, τον είδε να σηκώνει αγκαλιά το μικρό. Χαμογελούσαν τόσο γλυκά. Δεν υπήρχε λόγος να πει τίποτα. «Συγγραφέας είναι», σκέφτηκε.
* Ο Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα είναι τα Αθώα Πλάσματα, από τις εκδόσεις Καστανιώτη.