«Μαμά, μαμά, ο Στέργιος και η οικογένειά του, φεύγουν!» είπε με έξαψη ο Θέμης.
«Και πού πάνε;» τον ρώτησε η μαμά του, η Ανθούλα.
«Στο χωριό, για να μην αρρωστήσουν. Εμείς, που μένουμε στην πόλη, θα κολλήσουμε τον ιό, μαμά;»
«Κανείς δεν ξέρει, αγάπη μου. Εμείς πλένουμε τα χέρια μας σχολαστικά και δεν τα βάζουμε στο πρόσωπο. Το ίδιο πρέπει να κάνουν και εκείνοι στο χωριό».
«Γιατί να πάνε από τώρα στο χωριό, και όχι το Πάσχα;»
«Πού να ξέρω αγάπη μου πώς σκέφτονται οι άνθρωποι όταν φοβούνται!»
«Φοβούνται την πόλη; Εμείς φοβόμαστε, μαμά;»
«Εμείς, όπως και όλοι οι άνθρωποι, είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας και δεν κυκλοφορούμε δεξιά-αριστερά για να μην κολλήσουμε».
«Μέχρι πότε; Βαρέθηκα όλο μέσα, καλέ μαμά».
«Να διαβάσεις κανένα βιβλίο, να μιλήσεις με τους φίλους σου με βιντεοκλήση, να παίξεις τα παιχνίδια σου… βγάλε και τα lego από την αποθήκη και ξεκίνα κατασκευές… πες στον μπαμπά να σε μάθει σκάκι».
«Το Πάσχα θα βγω να παίξω μπάλα; Θα πάμε κι εμείς στο χωριό;»
«Αν προσέχουμε όλοι και κοπάσει η επιδημία, θα βγούμε έξω και θα πάμε στο χωριό».
«Θα έρθει και η γιαγιά; Και η θεία Θέκλα;»
«Μακάρι να ’ξερα, αγάπη μου. Προς το παρόν, τη γιαγιά πρέπει να την προσέχουμε πάρα πολύ. Ευτυχώς που η θεία Θέκλα τη φροντίζει μην της λείψει τίποτα».
«Μπορεί να πεθάνει η γιαγιά;»
«Θεός φυλάξοι! Μη λες τέτοια λόγια! Η γιαγιά Μαρία δεν είναι τόσο μεγάλη!»
******
Η γιαγιά Μαρία ήταν χρυσοχέρα. Από τότε που βγήκε στη σύνταξη, τι παστίτσια έτρωγες από τα χεράκια της, τι λαχανοντολμάδες, τι μπουγάτσες, τι φανουρόπιτες… Zούσε μόνη της, αλλά μοναξιά δεν ένιωθε. Στο διπλανό διαμέρισμα ζούσε ο φύλακας-άγγελός της, η κόρη της η Θέκλα, η αγαπημένη της, η πρωτότοκη.
Με κλειστά τα σχολεία, η Θέκλα έμενε στο σπίτι. Μέχρι πριν δύο εβδομάδες, όμως, εργαζόταν ως φιλόλογος στο λύκειο.
Χωρισμένη καθώς ήταν, μεγάλωσε τη μοναχοκόρη της με τη βοήθεια της μάνας της. Και οι δύο γυναίκες αγωνιούσαν για την υγεία της Ιωάννας, που είχε τελειώσει και αυτή Φιλολογία και έκανε ιδιαίτερα μαθήματα Ελληνικών στα παιδιά εύπορων οικογενειών στο Μόναχο. Κάθε μέρα περίμεναν με χαρά τη βιντεοκλήση της. Τώρα, όμως, η γιαγιά έπρεπε να βρίσκεται σε απομόνωση και η Θέκλα τής κατέβασε εφαρμογές για να μπορεί να βλέπει τις φίλες της στο κινητό.
******
Το κουδούνι χτύπησε. Ήταν ο Σπύρος, το καλό και πρόθυμο παιδί του μανάβη, φορτωμένο με σακούλες λαχανικά και κρέατα από το διπλανό χασάπικο.
Η γιαγιά Μαρία άκουσε τη φωνή του Σπύρου και πετάχτηκε στον διάδρομο.
«Εσείς μέσα, κυρία Μαρία», την πείραξε ο Σπύρος. «Θα παραδώσω εγώ τα πράγματα στην κυρία Θέκλα».
«Τι κάνεις, Σπύρο μου; Eίσαι καλά;» ρώτησε με ενδιαφέρον η Θέκλα.
«Είμαι πτώμα! Θέλω να κοιμηθώ ένα εικοσιτετράωρο. Κάθε πρωί πάω στο μαγαζί στις έξι. Ο πατέρας μου από τις πέντε είναι εκεί. Τα βράδια φεύγουμε στις δέκα! Μας τηλεφωνούν για παραγγελίες και στις εννιά και στις δέκα το βράδυ. Πίνω βιταμίνες κάθε μέρα για να αντέξω!»
«Αχ, καλή δύναμη, Σπύρο μου, και υγεία!»
«Μακάρι, κυρία Θέκλα μου. Η κοπελιά μου η Ελευθερία είναι νοσηλεύτρια και έχουμε να βρεθούμε δυο εβδομάδες. Ούτε ξέρω πότε θα την ξαναδώ, πότε θα ξαναβγώ έξω για έναν καφέ με τους φίλους μου…»
******
Η Ελευθερία ήταν νοσηλεύτρια σε ιδιωτικό θεραπευτήριο. Η ανησυχία της, οι προφυλάξεις, αντισηπτικά, μάσκες, γάντια, σε σημείο συναγερμού. Κάθε ασθενής θα μπορούσε, εν αγνοία του, να είναι φορέας της νέας ασθένειας στην ανθρώπινη αλυσίδα. Η επιδημία δεν έδειχνε να ανακόπτεται, αντίθετα οι δραματικές εικόνες της Ιταλίας ήταν ένα προειδοποιητικό καμπανάκι για όσους είχαν πάρει τον ιό στα χαλαρά.
Η Πολιτεία υποχρέωσε τον πατέρα της να κλείσει το καφέ, όπως και όλα τα καφέ και εστιατόρια.
Η μάνα της ήταν, έτσι κι αλλιώς, νοικοκυρά και πουλούσε καλλυντικά με επιδείξεις στα σπίτια. Τώρα όμως, οι δυο τους κλεισμένοι στο διαμέρισμα συνδύαζαν μια χημική ένωση έτοιμη να εκραγεί.
«Πατέρα μου, πώς είσαι; Θα τα καταφέρεις να πληρώσεις τις υποχρεώσεις σου στους υπαλλήλους σου και στους προμηθευτές σου; Αγωνιώ για σένα! Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;»
******
Ο πατέρας της Ελευθερίας, ο Μάρκος, προς το παρόν, αντιμετώπιζε την οικονομική παράλυση που έβλεπε να έρχεται με άρνηση. Έκανε ότι δεν έβλεπε το χάος που απειλούσε σαν τσουνάμι κάθε μικρή επιχείρηση.
Αυτός το μόνο που σκεφτόταν αυτές τις μέρες ήταν πότε θα ξανασυναντηθεί με την ερωμένη του. Καθώς όλοι βρισκόντουσαν έγκλειστοι με τις οικογένειές τους στα σπίτια τους, οι δικαιολογίες για εξόδους είχαν εξανεμιστεί. Η ανάμνηση της Άντας ήταν ένα ναρκωτικό, μια παρηγοριά στη μαυρίλα. Οι παθιασμένες συναντήσεις τους, το φλερτ τους στο καφέ μπροστά στον κόσμο, η καυτή ένωσή τους στο κρεβάτι, τον μπόλιαζαν δύναμη, που εναλλασσόταν με τη μελαγχολία του αποκλεισμού.
******
Μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα της, η Άντα που, αν και σπούδασε στη δραματική σχολή, είχε γίνει blogger, κοίταζε ένα-ένα τα κομμάτια που της είχαν δώσει οι χορηγοί της. Υπό κανονικές συνθήκες, έπρεπε να τα φορέσει, να τα διαφημίσει και να βγάλει φωτογραφίες για λογαριασμό των πελατών της, εισπράττοντας ένα αρκετά μεγάλο ποσόν για κάθε ανάρτησή της στο Instagram.
Τώρα, όμως, οι μπουτίκ είχαν κλείσει και τα μεροκάματα είχαν στερέψει, σαν βρύση που στάζει σταγόνα-σταγόνα το πολύτιμο νερό.
Ποιος ξέρει πότε θα τουμπάριζε θετικά η οικονομία και οι bloggers θα ξανάβρισκαν την παλιά τους ζήτηση; Από τα χρήματα που κέρδιζε, έπρεπε να συντηρήσει τους γονείς της, που ζούσαν στο χωριό. Ευτυχώς, δεν κουβαλούσε μόνη της αυτό το βάρος, ήταν και ο αδελφός της, ο Πέτρος, που βοηθούσε οικονομικά, από το Λονδίνο.
Καλά που υπήρχε το Wi-Fi και μπορούσε να τον δει και να του μιλήσει. Αυτός ήταν η κολόνα της, η οικογένειά της, και τώρα το έβλεπε καθαρά. Οι εφήμερες σχέσεις θέλουν μόνο να πάρουν ό,τι είναι βολικό και εύκολο. Από δω και στο εξής επρόκειτο ν’ αλλάξει πολλά στη ζωή της.
«Πώς είσαι, αστέρι της οικογένειας;» ρώτησε βλέποντας όλο χαρά το πρόσωπo του Πέτρου στην οθόνη.
******
«Καλά, μια χαρά, τηρουμένων των αναλογιών».
«Τι ερευνάς τώρα στο πανεπιστήμιο, αδελφέ μου;»
«Ένα αντισηπτικό που θα κρατάει εβδομάδες, ίσως και ένα μήνα!»
«Σε αγαπώ πολύ, αδέρφι μου! Εσύ και οι συνάδελφοί σου θα μας σώσετε! Τι κάνει το κορίτσι σου;»
«Εσύ να μου πεις, που ζεις στην Αθήνα. Εργάζεται από το σπίτι της καθημερινά, πολύ φοβάμαι ότι θα κάνουμε μήνες να συναντηθούμε!»
«Σταμάτησαν και οι πτήσεις, ε;»
«Ακριβώς. Πώς θα ζήσουμε εμείς τα ζευγάρια που συναντιόμασταν τα Σαββατοκύριακα; Πριν, μας έτρωγαν τα αεροδρόμια και οι πτήσεις, τώρα… άστα!»
«Είναι καλά η Βιολέτα, δηλαδή;»
******
Η Βιολέτα είχε πήξει στη δουλειά. Η πολυεθνική σε όλη την Ευρώπη τούς είχε ζητήσει να εργάζονται από το σπίτι. Είχαν τρελαθεί στις τηλεδιασκέψεις τώρα που οι συναντήσεις είχαν καταργηθεί. Απαγορευτεί είναι ο σωστός όρος.
Χρειάστηκε να οργανώσει όλη της τη ζωή από την αρχή. Την εξ αποστάσεως σχέση της με τον Πέτρο ακολούθησε η εξ αποστάσεως εργασία της. Η απομόνωση από τον άντρα που αγαπούσε και τους εξαίρετους συναδέλφους της την είχαν πάρει από κάτω. Η προοπτική ενός ταξιδιού, με τα αεροπλάνα προσγειωμένα στα αεροδρόμια, ήταν άγνωστος παρονομαστής και η έλλειψη του Πέτρου μεγάλη. Προσπαθούσε να βρει τρόπους να κρατάει το ηθικό της ψηλά, ενώ ταυτόχρονα μαγείρευε, έβαζε σκούπα, έβρισκε ιδέες για να κρατάει απασχολημένο τον γιο της – από προηγούμενο γάμο.
Κομμένη η βοήθεια στο νοικοκυριό, τα ιδιαίτερα μαθήματα, ο καθηγητής κιθάρας. Τα μπες-βγες στα τρένα και λεωφορεία ήταν βόμβες μικροβίων που έφερναν στο σπίτι τους οι επισκέπτες.
Από ποιον να ζητούσε βοήθεια; Ο πρώην της θα «παρκάριζε» τον μικρό στη δεύτερη γυναίκα του, ενώ οι γονείς της δεν γινόταν να μετακινούνται για ψύλλου πήδημα, κάνοντας ένα, μέχρι χτες, εύκολο μπέιμπι σίτινγκ.
******
Ενώ η Βιολέτα σκεφτόταν τους γονείς της, εκείνοι ετοίμαζαν τα ταπεράκια για μια υπέργηρη γειτόνισσα. Α, όλα κι όλα! Καλές οι απαγορεύσεις, αλλά και οι γηραιότεροι που δεν μπορούσαν να πάνε στο σούπερ μάρκετ κάπως έπρεπε να επιβιώσουν.
«Ο Θεός να σας ευλογεί, τέκνα μου», είπε ο πάτερ Ευθύμιος που, πλέον, λειτουργούσε χωρίς εκκλησίασμα στον άδειο ναό του. «Μη βγείτε έξω, θα στείλω τον γιο μου να τα παραλάβει».
Πρώτη φορά στη ζωή του ο πατέρας Ευθύμιος δεν μεταλάμβανε το ποίμνιό του. Αυτός ο θανατηφόρος ιός τα είχε ακουμπήσει και τα είχε σαρώσει όλα, ακόμα και τα Μυστήρια αιώνων…
Πρωί-πρωί κατέβαινε τα σκαλιά της πολυκατοικίας για να πάει να λειτουργήσει. Άκουσε βήματα από την είσοδο, κάποιος ανέβαινε, επίσης από τα σκαλιά. Τώρα που τα κουμπιά του ασανσέρ ήταν ύποπτα για φορτία μικροβίων, ανεβοκατέβαινε με τα ποδαράκια του.
Έκανε στο πλάι για να περάσει σε απόσταση ενός μέτρου η σιλουέτα που ανέβαινε…
******
«Καλημέρα, πάτερ!»
«Καλημέρα, κυρία Θέκλα μου! Όλοι καλά; Εσείς; Η μητέρα σας; Το κορίτσι σας στο Μόναχο; Καλά;»
«Προς το παρόν, καλά, πάτερ. Εσείς;» είπε ανεβαίνοντας δύο ακόμα σκαλιά για να αυξήσει τη μεταξύ τους απόσταση ασφαλείας.
«Ό,τι ισχύει για την κοινωνία μας ισχύει και για μας, κυρία Θέκλα. Πού θα πάει; Και αυτό θα περάσει! Ο Θεός και η επιστήμη να βάλουν το χέρι τους».
Η Θέκλα δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί… και αυτό θα περάσει, αλλά στο μεταξύ, τι θα αφήσει όρθιο πίσω του, όταν θα έχει περάσει. Μακάρι να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι…
* Η Κατερίνα Τσεμπερλίδου είναι συγγραφέας του κοινωνικού μυθιστορήματος Το Κορίτσι του Καιρού, εκδόσεις Ψυχογιός.