“Aν δεν γυρίσω να ξέρετε ότι βρήκα την ευτυχία”

Το καλοκαιρινό διήγημα της συγγραφέα Βεατρίκης Σαΐας-Μαγρίζου, όπως δημοσιεύτηκε αποκλειστικά στο DownTown που κυκλοφορεί.

Tο καλοκαιράκι είχε φθάσει! Κι αυτή μόλις είχε χωρίσει! «Θέλω το χώρο μου και το χρόνο μου», της είπε αυτός κι έφυγε από μια σχέση τριών χρόνων όπου αυτή είχε επενδύσει πολλά. Λίγες μέρες μετά, έμαθε πως ο
χρόνος και ο χώρος που αναζητούσε αυτός δεν ήταν άλλος από μια κοπέλα με το όνομα Γκρατσιέλλα. Ήρθε το πολυαναμενόμενο καλοκαίρι κι αυτή ήταν στα χειρότερά της, διαλυμένη! Μετά από μεγάλη πίεση των φιλενάδων της ετοίμασε το σάκο της και ακολούθησε τρία ζευγάρια για διακοπές στην Πάρο.

Είχαν κλείσει ένα σπίτι με τέσσερα δωμάτια σε έναν όμορφο και ήσυχο κόλπο. Πανέμορφη θέα, καταγάλανη
θάλασσα, απέραντη αμμουδιά, που άρχιζε από τα σκαλοπάτια της βεράντας του σπιτιού, προμήνυαν αν μη τι άλλο ηρεμία ψυχής, που την είχε ανάγκη για να ανασυγκροτηθεί. Το δροσερό νερό της θάλασσας ένιωθε να της κάνει καλό. Με τις ώρες μέσα στη θάλασσα έχοντας το κεφάλι βουτηγμένο στο νερό την περισσότερη ώρα, αισθανόταν να ξεπλένει και να καθαρίζει από ό,τι ψεύτικο κουβαλούσε τα τρία τελευταία χρόνια. Μετά, στη σκιά από κάποιο αλμυρίκι αγνάντευε το γαλάζιο και την απεραντοσύνη της θάλασσας. Είχε μαζί της το βιβλίο της αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί να διαβάσει. Είχε εντοπίσει το πολύ όμορφο ιστιοφόρο, το μόνιμα
αραγμένο στο άνοιγμα του κόλπου. Με καρφωμένο το βλέμμα της σε αυτό, έφτιαχνε με το μυαλό της ιστορίες
για τον ιδιοκτήτη του.

Ακούγονταν διάφορα για τον όμορφο τενόρο που έχασε τη φωνή του σε κάποιο ατύχημα και περνάει μόνος τα
καλοκαίρια του εδώ και λίγα χρόνια στον κόλπο αυτό της Πάρου. Ήταν φορές, μάλιστα, που νόμιζε ότι τον άκουγε να τραγουδάει και κάποια βράδια άκουγε ωραίες μουσικές από εκεί. Οι φίλοι της σέβονταν την επιθυμία της για απομόνωση. Αυτή τους παρακολουθούσε από μακριά να συζητούν, να γελούν, να
φιλιούνται, να αγκαλιάζονται, να αγαπιούνται. Αργότερα στη διάρκεια της ημέρας, πήγαινε μαζί τους και μοιραζόταν στιγμές στο φαγητό, στον καφέ και σε βόλτες στα πανέμορφα στενά του νησιού. Το βράδυ, όμως, που οι άλλοι ήθελαν ποτά και ξενύχτια, αυτή αποσυρόταν στο δωμάτιό της. Έκλεινε τα φώτα κι απολάμβανε το δροσερό θαλασσινό αεράκι με τη μυρωδιά της αλμύρας και το φως του φεγγαριού, που έμπαιναν από το
ανοιχτό παράθυρο. Απολάμβανε τον παφλασμό της θάλασσας και, δεν τη γελούσαν τα αυτιά της, άκουγε
τον τενόρο να τραγουδάει και να ντύνει με την υπέροχη φωνή του γνωστές μουσικές.

Είχε πείσει τον εαυτό της ότι δεν άξιζε να ρίξει δάκρυα γι’ αυτόν που της φέρθηκε τόσο σκάρτα. Εκείνο το βράδυ, όμως, ξέσπασε σε ασταμάτητα κλάματα. Όλο το βράδυ έκλαιγε. Έκλαιγε όχι από πόνο για το χαμένο έρωτα αλλά από μια γλύκα που της γέμιζε την ψυχή! Ήταν απόλυτα σίγουρη πως άκουσε τον τενόρο να την
καλεί με ένα του τραγούδι. Της έστελνε μήνυμα πως πρέπει να ενώσουν τους πόνους τους για τις απώλειές
τους. Πως εκείνος σχεδόν γιατρεύτηκε και πως θέλει να τη βοηθήσει να γιατρευτεί κι αυτή. Την άλλη μέρα το πρωί, σηκώθηκε με πρησμένα μάτια και έχοντας στο μυαλό της μια τρελή ιδέα. Έβαλε το μαγιό της και κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα. Θα χρειαζόταν κάνα δίωρο για να φθάσει στο ιστιοφόρο κολυμπώντας, όμως της άρεσε το κολύμπι. Όταν θα ξυπνούσαν, αργά το μεσημέρι, οι φίλοι της θα έβρισκαν το σημείωμά της: «Αν δεν γυρίσω να ξέρετε ότι βρήκα την ευτυχία.»