Στις αρχές του 2018, η Nielsen δημοσίευσε μια έρευνα, σύμφωνα με την οποία η hip hop μουσική, για πρώτη φορά στην ιστορία, εκθρόνισε τη rock και έγινε το κυρίαρχο είδος στις ΗΠΑ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η τάση επηρέασε την παγκόσμια μουσική βιομηχανία και έδωσε την απαραίτητη ώθηση στους νέους rappers κάθε χώρας, μικρής ή μεγάλης, να κάνουν το breakthrough. Επίσης, έφερε στο προσκήνιο όσους υπηρετούσαν το rap για χρόνια, χωρίς ωστόσο καθολική αποδοχή.
Στην Ελλάδα, η αρχή για τη μεγάλη έκρηξη του rap είχε ήδη γίνει από την αρχή της δεκαετίας που έφυγε. Μια ολόκληρη γενιά, που έγραφε μπάρες σε τετράδια και θρανία και εξασκούνταν στη ρίμα μπροστά στον καθρέφτη, άρχισε είτε να συγκεντρώνεται σε πλατείες και υπόγεια και να κάνει αυτοσχέδια freestyle battles ή να στήνει το κινητό, να ανοίγει την κάμερα και να επικοινωνεί το πάθος του, πρακτικά, με όλο τον κόσμο. Παιδιά που ήξεραν ότι κάτι μεγάλο έρχεται και ήθελαν να είναι μέρος του.
Οι ευνοϊκές συγκυρίες
Πώς όμως κατάφερε το ελληνικό rap να κάνει όλη την Ελλάδα να χορεύει στους ρυθμούς του, ενώ πριν έσπαγε τη μέση της πάνω στις πίστες και τις μπάρες των μεγάλων clubs; Οικονομική κρίση, πειρατεία και online streaming κατάφεραν ένα ισχυρό πλήγμα στις μεγάλες δισκογραφικές της χώρας, αλλά και στα κέντρα διασκέδασης, που έφτασαν να λειτουργούν δύο μέρες την εβδομάδα. Κάπου εκεί, μια γενιά που ήρθε με πολλή φόρα, αλλά και απεριόριστη πρόσβαση στην πληροφορία μέσω του Διαδικτύου, βρήκε τον χώρο να κατακτήσει την ελληνική μουσική βιομηχανία, με ορμητήριο μία από τις μεγαλύτερες πλατφόρμες του Ιnternet, το YouTube.
Για να γίνει βέβαια ένα μουσικό είδος μαζικά αποδεκτό, πρέπει να μιλάει στην καρδιά του ακροατή. Ίσως εδώ να έγκειται, λοιπόν, η επιτυχία του ελληνικού rap, καθώς οι νεαροί rappers -όπως φροντίζουν να διακηρύττουν σε συνεντεύξεις τους, αλλά και μέσα από τους στίχους τους- ραπάρουν «την αλήθεια τους», και αυτή η αλήθεια, είτε μιλάμε για εναλλακτικό είτε για mainstream rap, είναι μια σειρά από success stories.
Οι Έλληνες rappers φτύνουν ρίμες για το struggle τους και φλεξάρουν με περηφάνια τα chains τους στους haters, γιατί τα κατάφεραν μέσα από ζόρια και δυσκολίες. Μετανάστες δεύτερης γενιάς, όπως ο Yung Light και οι ATH KIDS, που μεγάλωσαν μέσα στην ανέχεια, τώρα γεμίζουν μεγάλα venues και ακούγονται εκτός συνόρων. Παιδιά από την ελληνική επαρχία, που ξέρουν από στερήσεις, όπως ο Bloody Hawk και ο Saske, βγάζουν από τους καλύτερους hip hop δίσκους της χρονιάς. Συνεπώς, μιλούν στο θυμικό μιας γενιάς η οποία ταυτίζεται περισσότερο με τις αγωνίες που βίωσαν οι rappers στο παρελθόν -παρά με τον πόνο ενός αδιέξοδου έρωτα, που εκφράζει κυρίως το λαϊκό τραγούδι- και φαντασιώνεται κι αυτή βαριές αλυσίδες, διαμάντια και γρήγορα αυτοκίνητα.
Mainstream vs Εναλλακτικό
Η έντονη συζήτηση για τις τομές στο ελληνικό rap ξεκίνησε με το δίχως προηγούμενο viral του trap τραγουδιού Mama? του Sinboy, μαζί με τους Mad Clip, Ypo και iLLEOo. Πολλοί μίλησαν για «trash-σκουπίδι», για «κακέκτυπα των δημοφιλών ξένων rappers», και για να επιχειρηματολογήσουν εναντίον του επιστράτευσαν το έργο παλαιών και νέων ονομάτων του underground (ή εναλλακτικού, εάν προτιμάτε) hip hop, έτσι ώστε να διαχωριστεί η trap που θεωρείται εμπορική, αν όχι υποδεέστερη από το ποιοτικό rap. Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική.
Το Mama?, είτε αρέσει είτε όχι, είναι μια αξιόλογη παραγωγή, στα πρότυπα των διεθνών, και φέρει χαρακτηριστικά που αυτήν τη στιγμή αποτελούν τις μεγαλύτερες τάσεις στο rap, όπως η υπερβολική χρήση autotune και η βαριεστημένη εκφορά του λόγου. Το ίδιο συμβαίνει, για παράδειγμα, και με τον SNIK, που με άνεση κάνει ντουέτα με pop ντίβες και την ίδια στιγμή επιστρέφει στη γειτονιά στην οποία μεγάλωσε, τη Βικτώρια, συνδυάζοντας σε ένα video clip τον μοναδικό μονόχειρα πυγμάχο στον κόσμο, Βαγγέλη Χατζή, και τον ενεχυροδανειστή Δημήτρη – «Ριχάρδο»- Μυλωνά.
Στον αντίποδα, ο Bloody Hawk, ο rapper από την Ξάνθη που σάρωσε τα πάντα με το Εικοσάλεπτο, το κομμάτι από τον τελευταίο του δίσκο 1 ΕΥΡΩ και ο ιεροκήρυκας του underground hip hop, ΛΕΞ, κάνουν ένα rap πιο ευαίσθητο, με old school αίσθηση, πιο ταξικό. Αυτοί «δεν έχουν χρυσά», αλλά έχουν τους φίλους τους που τους «αναγκάζουν να βγουν να το φτύσουν» και τους fans που τους κάνουν να νιώθουν περήφανοι.
Σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, είναι λογικό η γραμμή ανάμεσα στα διάφορα είδη να είναι δύσκολα διακριτή, καθώς τα μεγέθη είναι διαφορετικά, σε σχέση με την αμερικανική μουσική βιομηχανία. Όπως για χρόνια τώρα αναφερόμαστε στους ντόπιους καλλιτέχνες που κινούνται στις παρυφές του rock ως «εναλλακτική σκηνή», και εκείνοι μπορεί να υπηρετούν από το ψυχεδελικό rock μέχρι την indie, αλλά και την pop, έτσι, ακόμα κι αν μιλάμε για hip hop, R n’ B ή trap, αναγκαστικά τα βάζουμε όλα κάτω από την ταμπέλα «ελληνικό rap». Οι διαφορετικές συνιστώσες μόνο αισιόδοξο φαινόμενο μπορεί να είναι, καθώς μπορούμε να μιλάμε για μια καθολική κυριαρχία του ελληνικού rap -που έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του ’90, τότε που κάποιοι τύποι που ήταν «50/50 rap και graffiti» φάνταζαν περίεργοι και περιθωριακοί-, αλλά και για μια έντονη επιστροφή στον ελληνικό στίχο, ένα φαινόμενο που έχει συμπαρασύρει και άλλα μουσικά είδη. Οι αντιπαλότητες αυτές κάνουν απλώς τους fans να ανταλλάσσουν πύρινα σχόλια στα social media, κάτι από το οποίο οι καλλιτέχνες επωφελούνται, εντάσσοντάς το στη στιχουργική τους.
Το χρηματιστήριο του ελληνικού rap
Το 2012, ένας νέος rapper κάνει ντόρο στο ελληνικό YouTube. Tο όνομά του είναι SNIK και το single Κουνήσου Δίπλα Μου, που κυκλοφόρησε από την Panik Records, ο λόγος που το Διαδίκτυο ασχολείται μαζί του. Οι περισσότεροι μαθαίνουν για αυτόν από τον κωμικό ΥouΤuber, Jeremy, ο οποίος σχολιάζει καυστικά το video clip, αλλά και το στιλ του νεαρού rapper. Στο video clip ο SNIK φορά ακριβά ρούχα, πλαισιώνεται από όμορφα κορίτσια, ενώ σε κάποιο άλλο πλάνο οδηγεί Ferrari. Οι haters σπεύδουν να σχολιάσουν μεταξύ άλλων: «Καλύτερα να αυτοκτονήσει, παρά να κάνει μόστρα με τη Ferrari του Κασιδόκωστα», ενώ με το που μαθαίνεται ότι παίρνει το ΚΤΕΛ για να πάει στις εμφανίσεις του στην επαρχία, ακολουθεί πραγματικό πανηγύρι. Επτά χρόνια από τότε που τον έκραζε όλη η Ελλάδα, είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του εγχώριου rap. Πώς λοιπόν σκαρφαλώνει ένας rapper στην κορυφή; Είναι αυθεντικά τα chains; Τα αμάξια, τελικά, είναι δανεικά ή όχι;
Αξιοσημείωτο επίτευγμα των Ελλήνων rappers είναι ότι κατάφεραν να διεισδύσουν στη σφαίρα του mainstream χωρίς καμία προβολή από τα παραδοσιακά Μedia. Τηλεόραση και ραδιόφωνο δύσκολα θα προβάλουν/παίξουν κομμάτια που μιλούν για «πουτάνες», «βέρια», «κοκό και md» και «αλκοόλ, μετά ecstasy». Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το YouTube υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ο πολιορκητικός κριός του ελληνικού rap, όμως δεν είναι τα views που αγοράζουν ακριβά sneakers και χρωματιστές γούνες. Φυσικά, το YouTube δίνει κάποια χρήματα, όπως και οι υπόλοιπες πλατφόρμες streaming στις οποίες είναι διαθέσιμα τα κομμάτια των rappers. Επίσης, κάποιοι από αυτούς έχουν εξασφαλίσει συμβόλαια με δισκογραφικές εταιρείες. Η Capital του Ypo, η Off Beat και η Panik κρατούν τα σκήπτρα, ενώ στο ελληνικό rap έχουν αρχίσει να επενδύουν εταιρείες όπως η Minos EMI και η Cobalt Music μέσω του urban label Jungle Juice. Η κύρια πηγή εσόδων για τους Έλληνες rappers είναι αδιαμφισβήτητα οι live εμφανίσεις. Τα πολλά views απλώς αυξάνουν το κασέ.
Για μία εμφάνιση, ένας rapper με αναγνώριση και κομμάτια που έχουν γίνει επιτυχίες μπορεί να πάρει αμοιβή από 3.000 – 3.500 ευρώ, ενώ τα μεγάλα ονόματα παίζουν σε υψηλότερα ποσά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να έχει κλεισμένες μέχρι και είκοσι εμφανίσεις τον μήνα, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που μπορεί να έχει δύο live μέσα σε μία μέρα, από μεγάλα clubs μέχρι σχολικές χοροεσπερίδες. Ονόματα του εναλλακτικού hip hop που γεμίζουν ασφυκτικά από μικρές σκηνές μέχρι υπαίθρια θέατρα και γήπεδα, βγάζουν τα λεφτά τους μόνο από τα εισιτήρια.
Και μετά, τι;
Έχει διάρκεια η παντοκρατορία του ελληνικού rap; Μόνο ο χρόνος μπορεί να δώσει την απάντηση. Άλλωστε, οι κύκλοι που κάνουν οι τάσεις στη μουσική είναι μικροί. Ωστόσο, ένα είναι σίγουρο, ένα σημαντικά μεγάλο κοινό απέκτησε φωνή και εκφράζεται μέσα από τα κομμάτια και τα beats των rappers, που στέφθηκαν βασιλιάδες της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας. Φωνή και έκφραση άλλοτε βαριά και άλλοτε ανάλαφρη, όπως συμβαίνει πάντα με τη μουσική, τουλάχιστον για όσους δεν την αντιμετωπίζουν δογματικά.