Βρέθηκα στη Μύκονο για ένα τριήμερο στα μέσα Ιουνίου και διαπίστωσα ίσως για πρώτη φορά όλα όσα τόσα χρόνια ανέφεραν διηγήσεις με μυθικές διαστάσεις από θρυλικές υπογραφές. Όσα διάβαζα στα χρονογραφήματα του Sir Taki Theodoracopulos, της Ελένης Βλάχου και του Ζάχου Χατζηφωτίου, με πρωταγωνιστές τον Αριστοτέλη Ωνάση, την πριγκίπισσα Σοράγια, την Άννα Βέλτσου, τον Δημήτρη Καρέλλα, τη Βερούσκα και τον Yves Saint Laurent, τον Βασίλη Γουλανδρή και τον Τάκη Χορν, στο Remezzo ή στις Εννέα Μούσες. Όσα συνέβαιναν -τα πάντα- στο Pierro’s, με φόντο ένα ολόλευκο, μονίμως ασβεστωμένο, πεντακάθαρο νησί, το οποίο -υπό την επήρεια της μοναδικής ενέργειας της Δήλου- ζούσε εντελώς απελευθερωμένο, επιβάλλοντας τους δικούς του όρους στον παγκόσμιο καθωσπρεπισμό της εποχής.
Είδα αυτό που έβλεπα μόνο μέσα από ασπρόμαυρες Polaroid, πως πρόκειται για έναν μικρό κυκλαδίτικο παράδεισο, που όμοιό του είναι σχεδόν αδύνατον να ανακαλύψουν αλλού οι jet setters και οι γαλαζοαίματοι του πλανήτη, όσο κι αν ταξιδεύουν στους εξωτικούς ωκεανούς μπας και συναντήσουν τη μοναδικότητα του μποέμ του χαρακτήρα, που ξεχωρίζει στην απεραντοσύνη του βαθύ μπλε φόντου του Αιγαίου.
Τα εξελιγμένα smartphones, με τα εντυπωσιακά φίλτρα στα ακριβά apps των bloggers, δεν κατάφεραν ποτέ να αποτυπώσουν τον ασύγκριτο και ασυγκράτητο μινιμαλισμό των Κυκλάδων, με την αισθητική να ισορροπεί ανάμεσα στην αριστοκρατική ματιά του φακού του Slim Aarons και στα έντονα χρώματα του Πελεκάνου στα αραδιασμένα έξω από το μαγαζί του Καίσαρη τελάρα της Καρολίνας.
Το τριήμερο εκείνο οποιοσδήποτε άλλος βρισκόταν στη Μύκονο θα έβλεπε ένα σχεδόν απελπιστικά άδειο νησί, με κλειστά καταστήματα, χωρίς περισσευούμενη χαρά, χωρίς δυνατή μουσική. Θα περπατούσε τα στενά της χώρας και θα έβλεπε κατάματα τη μοναξιά της, θα αντίκριζε σφραγισμένα με χοντρές αλυσίδες bars και παραλίες άδειες από πολυτελείς ξαπλώστρες και κορμιά γυμναστηρίου. Ναι, θα αντίκριζε ένα πρωτόγνωρο, σχεδόν θλιβερό στη μετά lockdown πραγματικότητα, σκηνικό.
Και όμως. Αν κοίταζες λίγο πιο προσεκτικά θα μπορούσες να διακρίνεις αρκετά παραπάνω. Και καταρχάς, έναν ολόλευκο καμβά. Μια άδεια σελίδα πάνω στην οποία δεν γίνεται να ξαναγραφτεί η ιστορία από την αρχή -ποιος θα τo ’θελε άλλωστε, αστείο πράγμα-, αλλά που δίνει την ευκαιρία να αλλάξουν κάποια κακώς κείμενα, ακόμα και να σβηστούν ολόκληρα κεφάλαια που ίσως εξαρχής δεν θα έπρεπε να έχουν μπει ποτέ στην ολόχρυση «Βίβλο» του νησιού. Είναι αυτή η πολυπόθητη ευκαιρία να αλλάξει φορά ο άνεμος;
Οφείλω να παραδεχτώ ότι από την πρώτη φορά που επισκέφτηκα τη Μύκονο άνευ γονέων, κάπου στα 17 μου, έως εκείνο το τριήμερο, εγώ τον παράδεισό μου δεν τον είχα τοποθετημένο εκεί. Έστω κι αν το τέλος των 80s και η αρχή της δεκαετίας του ’90 με βρήκαν να ζω στο νησί μερικά από τα ομορφότερα ηλιοβασιλέματα της ζωής μου, χορεύοντας με φλούο μαγιό που είχε σχεδιάσει η Στεφανί του Μονακό και φαγωμένα από τον ήλιο παρεό, αγορασμένα από τη Φτελιά ή από το Αγράρι, που μύριζαν μονίμως Anaïs Anaïs και θαλασσινό αλάτι. Εκεί, μπροστά από ένα μεγάλο τιρκουάζ παράθυρο με θέα τη μαβιά Μικρή Βενετία, στο Caprice, ένα από τα δέκα -σύμφωνα με το Newsweek- καλύτερα bars του πλανήτη. Χορεύοντας το «I’m so excited», πίνοντας επίσης τιρκουάζ σφηνάκια, τα οποία εναλλάσσονταν με cocktails που άφηναν στα χείλη γεύση πεπόνι ή καρπούζι, και που σκοπό είχαν να κρατήσουν το μεγάλο αυτό party έως την επόμενη δεκαετία. Όταν, αντί για τα βαμβακερά του Parthenis, που ακουμπούσαν πάνω σε ολόγυμνα στητά από τη νιότη στήθη, έκαναν επέλαση οι flashy δημιουργίες Ιταλών σχεδιαστών, που προσπαθούσαν με αγωνία να δείξουν τη νεοαποκτηθείσα σιλικόνη που ενίοτε συνδυαζόταν με faux επώνυμες τσάντες. Τότε που προσπαθούσαμε να βρούμε τη χαμένη αθωότητα σε αντίστοιχες βραδιές στην πίστα του Sea Satin, στο bar της Χρύσας του Φιλιππή ή σε ένα από τα πολυπόθητα τραπέζια του Nammos – ένα beach restaurant με primitive ομορφιά και αυθεντικότητα, που όμοιό του δεν μπορούσες να βρεις πουθενά. Ολόφρεσκο φαγητό, που καταλάγιαζε την πείνα από το ξενύχτι της προηγούμενης νύχτας και σου επέτρεπε να πιεις παγωμένο κρασί για να αρχίσει το κέφι. Κέφι αληθινό, από αυτό που σε κάνει να ανεβαίνεις ξυπόλυτη στο τραπέζι και να χορεύεις Gipsy Kings και Άννα Βίσση, με τις διπλανές παρέες να είναι όλοι φίλοι και να χορεύουν όλοι στον ίδιο ακριβώς ρυθμό. Το party κράτησε, και κράτησε καλά. Μέχρι που χάθηκε η μπάλα. Μέχρι που άλλαξε ο λογαριασμός. Μέχρι που άλλαξαν οι πρωταγωνιστές, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από το φρέσκο χρήμα και τους νεόπλουτους, που ούτε είχαν κανένα κέφι να ζήσουν με το «κλουβί με τις τρελές» του Pierro’s, ούτε αναπολούσαν την ιστορική Βεγγέρα του Τζόνι Ριντ ή το παραδεισένιο crowd που για δεκαετίες ολόκληρες πάρταρε ανέμελο στο νησί.
Βρισκόμαστε στα 00s. Οι μοναδικές μικροσκοπικές boutique, που όλο τον χειμώνα τις αναπολούσαμε, στις οποίες μπορούσες να βρεις θησαυρούς επιλεγμένους έναν-έναν από τη Νότια Γαλλία έως το Μπαλί, αλλά και οι υπαίθριες παράγκες στις παραλίες με τα πιο ψαγμένα καφτάνια, σανδάλια και παρεό, αντικαταστάθηκαν από γνωστές αλυσίδες της Ερμού με κινέζικες πραμάτειες, ενώ τα χαϊμαλιά που φορούσαμε με τρέλα σε καρπούς και αστραγάλους παραγκωνίστηκαν από πλαστικά souvenir του σωρού. Το μοναδικό παζλ που αριστοτεχνικά έφτιαχνε η ελίτ των διανοούμενων και των gay, των mega celebrities, των γυμνιστών και των πολιτικών αρχηγών, των συγγραφέων και των drag queens, των εστέτ, των Greek tycoons και των γαλαζοαίματων, του κοσμοπολιτισμού και του διονυσιασμού, κατατροπώθηκε από μεγαλέμπορους που προσπαθούσαν να κατακτήσουν το έως τότε άπιαστο για εκείνους: μια θέση στο όνειρο, μια βίλα μαμούθ, μια σύζυγο trophy – και γραμμένο σε λεζάντα το όνομά τους στα κοσμικά της εποχής. Το δήθεν πήρε τη θέση του αυθορμητισμού και τα βαριεστημένα βλέμματα δεν είχαν πια κανένα κέφι ή ερωτισμό. Το τέλος εποχής είναι κοντά, μα κανείς δεν φαίνεται να το διακρίνει. Ή μάλλον, η Μύκονος φαίνεται να κάνει τα στραβά μάτια, μια και το νησί ακόμα πουλάει. Και πουλάει ακριβά. Ξεπουλάει. Ο νεοπλουτισμός φέρνει τα μπουζούκια, τα μπουζούκια διώχνουν το κομψό crowd, που αρχίζει να τρομάζει στη θέα των τηλεπαρουσιαστριών που ψάχνουν με αγωνία τον φακό του Λάκη Γιακουμή για να τις απαθανατίσει, ενώ οι μετρημένοι στα δάχτυλα κοσμικοί της εποχής βλέπουν να επελαύνουν οι χορηγοί. Τα μικρά ιστορικά clubs της Μυκόνου κλείνουν το ένα μετά το άλλο και τη θέση τους παίρνουν μεγάλα clubs της Αθήνας. Η μαγεία του νησιού ξεθωριάζει, έστω κι αν φαινομενικά φαίνεται πως η καρδιά του jet set εξακολουθεί να χτυπά εκεί. Οι Kardashians, η Ana Beatriz Barros, η Kendall Jenner, η Alessandra Ambrosio, η Adriana Lima, η Izabel Goulart και η Lindsay Lohan βιώνουν το δικό τους «Live your myth in Mykonos» και είναι αρκετά flashy ονόματα για να ανησυχήσει το νησί πως χάνει την αίγλη του. Μα η αίγλη έχει χαθεί και αυτό φαίνεται. Έχει χαθεί αυτό το μαγικό «χάι», έχει χαθεί η συγκλονιστική ομορφιά των μοναδικών στον κόσμο παραλιών, έχουν χαθεί το rock και το cool, έχει χαθεί η παλιά φρουρά, οι Έλληνες με τη χίπικη διάθεση και τα συγκλονιστικά καφτάνια. Και αν έχουν απομείνει μερικά, χάνονται πίσω από το trash, από τις ορδές των Αράβων και των Ρώσων που θέλουν να ικανοποιούν αμέσως κάθε καπρίτσιο τους, όπως χάνεται ο μποέμ χαρακτήρας του κυκλαδίτικου νησιού, που θυμίζει πια μαζικό θέρετρο ασυγκράτητου ευδαιμονισμού που αφήνει στο διάβα του το ακριβό μεν, βαρύ δε άρωμα του Ντουμπάι. Οι Μυκονιάτες, που ανέκαθεν προσαρμόζονταν στα «θέλω» της ελίτ η οποία χαράσσει τις τάσεις, πλέον καλούνται να αποφασίσουν ποιους θα επιλέξουν να κρατήσουν στο νησί τους. Οι Έλληνες ξεπουλάνε ή χάνουν τα σπίτια-μαμούθ, κάποιοι στρέφουν το βλέμμα τους στη διπλανή Πάρο ή επιστρέφουν στην πάντα αριστοκρατική αγκαλιά των Σπετσών. Στη Μύκονο πρέπει να πληρώσεις πάρα πολλά για να νιώσεις πως πέρασες καλά – και το δυστύχημα είναι πως εντέλει δεν πέρασες καλά. Κάθε γωνιά και σούσι, κάθε γωνιά και κορμί προς ενοικίαση με την ώρα. Οι φυλές όσων βρήκαν τη γη της επαγγελίας σε αυτό το δίχως καμία αισθητική party, αρχίζουν και βαριούνται το άρωμα του ναργιλέ, ενώ οι σαμπάνιες που ανοίγουν υπό το «χάι» των βεγγαλικών αναμετρώνται με τα πλήθη των Κινέζων έξω από το κατάστημα του Louis Vuitton.
Το τριήμερο που βρέθηκα στη Μύκονο διαπίστωσα ίσως για πρώτη φορά όλα όσα τόσα χρόνια ανέφεραν διηγήσεις με μυθικές διαστάσεις από θρυλικές υπογραφές. Όχι, δεν είδα την Ελένη Βλάχου και την παρέα της να πίνουν το ποτό τους στο Pierro’s, ούτε τη Σοράγια να βγαίνει από το συγκλονιστικό μαγαζί του Ilias Lalaounis φορώντας άλλο ένα υπέροχο μεταξωτό τουρμπάνι και μεγάλα μαύρα γυαλιά. Όμως, έτσι όπως την αντίκρισα ολόλευκη και καθαρή, αρχοντική και μποέμ στην αριστοκρατική μοναξιά της, μπόρεσα να φανταστώ να επιστρέφει ξανά όλη η παλιά φουρνιά της. Περπάτησα τα άδεια σοκάκια στο Ματογιάννι και συνάντησα ξανά φίλους και γνωστούς, απολαύσαμε -έτσι αυθόρμητα- άλλο ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα στο 180 Sunset Bar και μετά πήγαμε στο Cine Manto για να δούμε τις Μικρές Κυρίες κάτω από τον έναστρο ουρανό. Βγαίνοντας, ακούσαμε ωραίες μουσικές περνώντας από το Lotus και έτσι απλά κάτσαμε για φαγητό, για να συνεχίσουμε στα Άστρα, όπου λόγω των μέτρων ασφαλείας επιτρέπεται η είσοδος μόνο αν έχεις κλείσει τραπέζι. Εκεί συνάντησα πανέμορφο κόσμο, χαλαρό, υπέροχα ντυμένο, να γελάει και να απολαμβάνει ξανά, έπειτα από πολύ καιρό, το από πάντα ομορφότερο bar του κόσμου, με τα χιλιάδες αστέρια στον ουρανό, που σχεδίασε ο Minas όταν πήγαινα ακόμα σχολείο. Απόλαυσα ξανά ηλιοβασιλέματα και ανατολές, έκανα βουτιές από τα βράχια του Καλαφάτη, έφαγα ζεστή τυρόπιτα από τον φούρνο, δεν έζησα την αγωνία να προλάβω με άγχος τα reservations που είχα κάνει εβδομάδες πριν, μπας και βρω σωστό τραπέζι για να φάω σούσι. Και, λίγο πριν πάρω το πλοίο της επιστροφής -ναι, ταξίδεψα ξανά με πλοίο- έκλεισα τα μάτια, πήρα μια βαθιά ανάσα να μου μείνει το μοναδικό αυτό άρωμα της Μυκόνου και έφυγα με την ανακούφιση πως αυτή η κρίση που περνάει τώρα το νησί, λόγω ματαιωμένων πτήσεων και κλειστών ξενοδοχείων, μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη αφορμή για να επιστρέψει στις παλιές του μποέμικες διαθέσεις. Και να κερδίσει ξανά τον ομορφότερο κόσμο του πλανήτη. Ο καμβάς είναι ολόλευκος ξανά, όπως το ασβεστωμένο Ματογιάννι.