Πέρσι ζωντάνεψε στη σκηνή την Παριζιάνα. Τώρα, ετοιμάζεται για Το Κλουβί με τις Τρελές, απτόητος από τις δυσκολίες της εποχής. Ο Κύπριος Μαυρίκιος Μαυρικίου είναι μόλις 29 ετών και κάνει τα musical όνειρά του πραγματικότητα στη θεατρική Αθήνα.
Το σπίτι του βρίσκεται στην Καλλιτεχνούπολη, σχεδόν 30 χλμ. μακριά από την Αθήνα. Κυριαρχεί το χρυσό, ένα πιάνο με ουρά, πολλά βραβεία και φωτογραφίες στους τοίχους. Διάλεξε αυτό το σπίτι για να είναι κοντά στον Μίμη Πλέσσα, τον μέντορά του όπως τον αποκαλεί. Έχει τρία σκυλιά που έχει πάρει από καταφύγια, είναι πολύ ευγενικός και πολύ ετοιμόλογος. Του λέω πως το σπίτι του είναι μακριά για έναν παραγωγό θεάτρου, αφού οι περισσότεροι μένουν στο κέντρο. «Έχω ένα σπίτι στα Ιλίσια, κοντά στο Hilton, αλλά το χρησιμοποιώ σπάνια», μου εξηγεί. «Εδώ είναι το ησυχαστήριό μου. Απέχει 25 λεπτά με το αυτοκίνητο και φτάνοντας ξεφεύγω απ’ όλη αυτή την τρέλα της πόλης. Είναι σαν να βρίσκομαι στην εξοχή».
Πώς θα χαρακτήριζες επαγγελματικά τον εαυτό σου: τραγουδιστή, συνθέτη, θεατρικό παραγωγό;
Είμαι ένας άνθρωπος που έχει κάνει πάρα πολλά πράγματα σε πολύ λίγο χρόνο. Όταν με ρωτάνε πόσων χρονών είμαι και λέω 29, κανείς δεν το πιστεύει με το βιογραφικό που έχω. Μου λένε ότι δεν βγαίνουν τα νούμερα. «Πότε πρόλαβες και έκανες σπουδές μουσικολογίας, υποκριτικής, έκανες ενορχηστρώσεις, έδωσες συναυλίες και ανέβασες τόσες παραγωγές; Συν πάρα πολλά master class στο εξωτερικό». Ε, τα πρόλαβα γιατί έχω πολύ ανήσυχο μυαλό, που δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα μόνο αντικείμενο.
Και πώς έφτασες να γίνεις θεατρικός παραγωγός;
Παρακολουθώντας την αγορά, άρχισα να βλέπω παραγωγές στο θέατρο που με δυσαρεστούσαν. Μου φαίνονταν φτηνές, πρόχειρες και λίγες σε σύγκριση με ό,τι έβλεπα στο εξωτερικό. Έτσι οραματίστηκα να κάνω μια εταιρεία παραγωγής με τα δικά μου στάνταρ. Ξεκίνησα δειλά ανεβάζοντας παιδικά έργα με την Κέλλυ Σταμουλάκη και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα στο θέατρο Αλίκη και στα θέατρα του Μαροσούλη. Συνεργάστηκα με τη Μελίνα Κανά, την Κωνσταντίνα, την Ελένη Καστάνη, τον Τάσο Χαλκιά και πολλούς άλλους σπουδαίους συντελεστές. Πέρσι, πλέον, είπα πως ήρθε η ώρα να κολυμπήσω στα βαθιά. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση: είχα την τιμή να γνωρίσω και να γίνω φίλος με τον Μίμη Πλέσσα, κάτι που ήταν μεγάλη τομή στη ζωή μου. Τον νιώθω μέντορα, δάσκαλό μου, οικογένεια, και με ενέπνευσε κατά κάποιον τρόπο να τολμήσω την πρώτη μου μεγάλη παραγωγή σε κεντρική θεατρική σκηνή. Υπενοικιάζω, λοιπόν, το θέατρο Broadway και ανεβάζω την Παριζιάνα, που είναι γεμάτη από τα τραγούδια του Μίμη, σε σενάριο Γιάννη Δαλιανίδη, με έναν πολύ ζηλευτό θίασο και συντελεστές με χρόνια πείρας, με 35 άτομα στη σκηνή και ζωντανή ορχήστρα, την οποία διηύθυνα εγώ σε κάθε παράσταση.
Αυτό δεν είχε ρίσκο οικονομικό;
Είχε, αλλά δεν φοβήθηκα. Αν δεν πήγαινε καλά, ίσως να μην μπορούσα να συνεχίσω. Για μένα το «βγαίνω οικονομικά» δεν σημαίνει ότι γίνομαι πλούσιος. Μπορεί να σημαίνει ότι μπαίνω και λίγο μέσα, αλλά αξίζει τον κόπο αυτή η επένδυση. Και η Παριζιάνα άξιζε.
Έπεσες και στη χρονιά του κορονοϊού, που έκλεισαν τα θέατρα.
Καμιά μεγάλη δουλειά δεν έβγαλε πέρσι τα έξοδά της. Παραγωγοί έμπειροι 30 χρόνια, με εκατομμύρια στην άκρη, έχασαν πάρα πολλά λεφτά. Θεωρώ μεγάλη επιτυχία το ότι δεν καταστράφηκα μέχρι σημείου να μην μπορώ να ξανασηκωθώ στα πόδια μου. Είμαι πάντα πολύ ρεαλιστής. Έτσι, ξαναπήρα το Broadway και, μετά την Παριζιάνα, αποφάσισα να ανεβάσω ένα άλλο διάσημο έργο, αλλά σε εντελώς διαφορετική καλλιτεχνική κατεύθυνση, Το Κλουβί με τις Τρελές, με δική μου μουσική.
Δεν θα είναι το κλασικό musical που ξέρουμε;
Πήρα τα δικαιώματα για την πρόζα, αλλά όχι για τη μουσική. Οπότε, δεν θα ακούσουμε το I Am What I Am. Θα ακουστεί όμως η δική μου μουσική, από αυτό τον εξαιρετικό θίασο που έχω στήσει για να μεταφέρω στη σκηνή την πολύ διάσημη ιστορία του έργου.
Ποιος είναι αυτός ο θίασος;
Ο Λάκης Γαβαλάς, ο Τάκης Μπινιάρης, η Μαρία Ιωαννίδου, ο Πέτρος Ξεκούκης, η Μελίνα Μακρή, ο Γιάννης Χατζηγεωργίου, η Βίκυ Κουλιανού, ο Κώστας Φραγκολιάς. Θεωρώ πως είναι μια ομάδα που είναι όλοι αγαπητοί στο κοινό.
Δεν θεωρείς ότι αυτός ο θίασος έχει «τηλεοπτικό» κυρίως ενδιαφέρον και λιγότερο θεατρικό; Δεν περιμένεις να το ακούσεις αυτό;
Εγώ με τις ταμπέλες δεν έχω πολύ καλή σχέση. Πάω με την προσέγγιση που κάνω. Δεν είναι ένα έργο, πώς να στο πω, για την Επίδαυρο ή για το Εθνικό Θέατρο, είναι πιο χαρούμενο, πιο διασκεδαστικό, πιο βαριετέ.
Δεν παύει να είναι ένα κλασικό musical. Έχει πολλές απαιτήσεις.
Είναι μια δική μας προσέγγιση. Ο μεταφραστής και σκηνοθέτης της παράστασης, Βασίλης Πλατάκης, πήρε στοιχεία από τις δύο ταινίες και από το musical και έβαλε μέσα και πολλές αναφορές στην Ελλάδα. Εγώ έχω γράψει ήδη 32 κομμάτια, θα υπάρχει ζωντανή ορχήστρα και για τα σκηνικά πήραμε τα δικαιώματα για τα αυθεντικά της παράστασης από το εξωτερικό.
Πόσα άτομα θα συμμετάσχουν συνολικά;
Θα είναι στα δεδομένα της εποχής, 20 άτομα, συν η ορχήστρα.
Μεγάλο νούμερο είναι και τα 20 άτομα επί σκηνής.
Είναι πολλά, αλλά δεν ήθελα να ρίξω τα στάνταρ. Οι θεατές που ήρθαν πέρσι θέλω να έρθουν και φέτος και να δουν κάτι εξίσου εντυπωσιακό – μη σου πω και ένα τσακ περισσότερο.
Ξέρω ότι ο αδερφός σου διαχειρίζεται τα κόστη και τις αμοιβές.
Ναι. Είναι στο γραφείο παραγωγής υπεύθυνος για όλα τα οικονομικά και λογιστικά, αυτά που σιχαίνομαι εγώ ως καλλιτέχνης δηλαδή, και έτσι κατά κάποιον τρόπο ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Εγώ κάνω μεν τις πρώτες συζητήσεις με τους ηθοποιούς, αλλά τα διαδικαστικά τα αναλαμβάνει ο Φειδίας. Έχει αυτόν τον επιχειρηματικό τρόπο σκέψης που θαυμάζω.
Πότε εγκαταστάθηκες στην Ελλάδα;
Έφυγα από την Κύπρο το 2009 για να σπουδάσω μουσική και παρέμεινα. Θεωρώ πως η αγορά στην Ελλάδα γι’ αυτό που κάνω εγώ μπορεί να είναι εξίσου δύσκολη με την Κύπρο, αλλά είναι πιο ανοιχτή. Έχεις περισσότερα θέατρα, περισσότερες μουσικές σκηνές, περισσότερες δυνατότητες να κινηθείς. Και εγώ θέλω να κινούμαι.
Τι άνθρωπος είσαι, πού βγαίνεις, έχεις προσωπική ζωή;
Δεν έχω χρόνο για προσωπική ζωή. Έχω βάλει πρώτη προτεραιότητα τη δουλειά και νιώθω ευθύνη. Έχω 60 ανθρώπους που δουλεύουν στην εταιρεία μου, είτε ως καλλιτέχνες, είτε ως μουσικοί, είτε ως τεχνικοί, είτε στο γραφείο παραγωγής, και οφείλω να είμαι παρών για να ελαχιστοποιήσω το ρίσκο. Δεν βγαίνω έξω. Μόνο όταν με καλέσει κάποιος φίλος θα βγω ή θα πάω σε κάποια πρεμιέρα.
Πάντως, όταν βγαίνεις τα ρούχα σου λάμπουν.
Θα σου πω τι συμβαίνει. Είμαι ένας άνθρωπος που όταν ήμουν 17 χρονών είχα φτάσει τα 140 κιλά και δεν έβρισκα ρούχα να φορέσω. Έχω μέσα μου κάποια απωθημένα και δεν με ενοχλεί πια να το λέω. Είχα κάποιες σκέψεις για την εικόνα που ήθελα να προβάλω προς τα έξω και δεν μπορούσα να τις υποστηρίξω. Τώρα πια είμαι πιο απελευθερωμένος. Ως παιδί δέχτηκα πολύ bullying. Ξέρεις, τα παιδιά δεν είναι αθώα. Πάντα επικρίνουν κάποιον που διαφέρει και αυτό το ένιωσα στο πετσί μου. Έτσι, απελευθερώθηκα χάνοντας τα κιλά, από τα 140 πήγα στα 80, και έδιωξα πολλούς φόβους και προκαταλήψεις από πάνω μου. Δεν με νοιάζει τι θα σχολιάσει ο άλλος όταν εγώ πάω σε πρεμιέρα με μια γούνα. Κανείς δεν μπορεί να σε ενοχλήσει, εκτός αν του το επιτρέψεις εσύ. Σαφώς υπάρχουν φθόνος και ζήλια, και αυτό θέλει ανθρώπους δίπλα σου να σε αγαπάνε και να σε στηρίζουν. Το έχω μάθει. Και εμένα με στήριξαν.
Στα παιδικά σου χρόνια ποιοι σε στήριξαν;
Οι γονείς μου, που τους οφείλω τα πάντα. Μου στάθηκαν με το να είναι παρόντες – και πολλές φορές παραπάνω από όσο χρειαζόταν.
Τι δουλειά κάνουν;
Η μαμά μου είναι μικροβιολόγος και ο πατέρας μου δημόσιος υπάλληλος.
Όταν τους είπες ότι θα γίνεις παραγωγός, τι σου είπαν;
Μου είπαν να προσέχω, αλλά πάντα με φροντίδα. Ποτέ δεν μου είπαν «Μην κάνεις αυτό» ή «Μην κάνεις το άλλο». Θα σου εκμυστηρευτώ κάτι, το να είσαι παραγωγός δεν είναι τόσο λαμπερό όσο φαίνεται. Κρύβει πολύ πόνο, φόβο, άγχος, απογοήτευση, λύπη, ένταση, θυμό, αγωνία. Η χαρά σου θα είναι όταν δεις τη δουλειά σου τελειωμένη, αλλά θέλει να έχεις και πολλές αντοχές. Πέρσι, στην Παριζιάνα, ήταν στιγμές που κλείστηκα στο καμαρίνι μου και ήθελα να βάλω τα κλάματα. Πολλές φορές βρέθηκα σε αδιέξοδο και ζήτησα βοήθεια και συναισθηματική υποστήριξη από τους γονείς μου. Και τώρα ανησυχούν πολύ. Μου λένε: «Γιατί το κάνεις πάλι; Έχεις το ταλέντο σου, την καριέρα σου, τις συναυλίες σου, μην μπλέκεις». Αν και φέτος θα κάνω και τα live μου παράλληλα με το θέατρο. Δεν μου έκανε καλό που αφοσιώθηκα σε ένα μόνο πράγμα.
Ακούγεσαι σαν κάτι να σε ενόχλησε.
Πληγώθηκα στο τέλος, είτε από συμπεριφορές είτε από ανθρώπους στους οποίους είχα δώσει τον καλύτερό μου εαυτό και περίμενα μια αναγνώριση. Κατάφερα φέτος να το ξανακάνω επειδή το αγαπώ πάρα πολύ και αυτό με κινητοποιεί. Δεν είχα την καλύτερη σεζόν, αλλά δεν το χρεώνομαι εγώ. Ήταν η χειρότερη καλλιτεχνική σεζόν όλων των εποχών. Πρώτα ονόματα έπαιζαν σε άδειες καρέκλες. Και εγώ με την απειρία που είχα έπεσα θύμα εκμετάλλευσης, αλλά είναι πολύ φυσιολογικό. Μου αναγνωρίζω ελαφρυντικά. Δεν με μαστιγώνω. Κέρδισα την εμπειρία και φέτος έχω αλλάξει πολύ. Έχω κάνει και κουβέντες με πολλούς θεατρικούς παραγωγούς που με έπαιρναν τηλέφωνο και μου έλεγαν ότι χαλάω την πιάτσα.
Όλοι απορούσαν πώς δίνεις τόσο μεγάλους μισθούς και πού βρήκες τα λεφτά.
Δεν έχει καμία σημασία πού τα βρήκα, δεν ενδιαφέρει κανέναν. Το θέμα ήταν γιατί να δώσω τόσα λεφτά; Μιλάω σχεδόν με όλους τους πρωταγωνιστές που είχα πέρσι και οι περισσότεροι δεν έχουν κλείσει κάπου.
Τον Λάκη Γαβαλά πώς τον σκέφτηκες για πρωταγωνιστή φέτος;
Την ιδέα μου την είπε ο Δημήτρης Παπάζογλου και είναι η καλύτερη επιλογή που θα μπορούσα να έχω γι’ αυτό τον ρόλο. Θυμάμαι, όταν άνοιξε η πόρτα του γραφείου παραγωγής μας στο Γκάζι και μπήκε μέσα ο Λάκης στο πρώτο ραντεβού, είδα όλο τον κόσμο που δούλευε να γυρίζει το πρόσωπό του και ήταν σαν να μπήκε ένα φως στο γραφείο. Πάθαμε όλοι σοκ. Και λέω του αδερφού μου: «Αυτός είναι ο Ζαζά». Με τα κολιέ, τα τακούνια, τα λαμπερά κοσμήματα. Κάνει συνεχώς μαθήματα υποκριτικής και τραγουδιού, έχει αλλάξει όλη του τη ζωή για τις πρόβες, στις 4 τα ξημερώματα μου στέλνει μηνύματα και μου γράφει: «Κοίτα αυτό το παπούτσι», «Κοίτα αυτό το κόσμημα». Aνυπομονώ να πάμε μαζί διακοπές στην Πάρο.
Ο Θάνος Καληώρας γιατί αποχώρησε τελικά;
Γιατί είχαν μαζευτεί πολλά μικρά. Θεωρώ ότι περισσότερο επηρεάστηκε από όσα του έλεγαν οι γύρω του και απορώ πώς ένας τόσο έμπειρος ηθοποιός παρασύρθηκε έτσι. Δεν έχω θυμώσει καθόλου μαζί του, απλώς στενοχωριέμαι γιατί άφησε έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του που θα του έδινε την ευκαιρία να κάνει ένα δυνατό comeback. Πίστεψα ότι θα μπορούσαμε να ισορροπήσουμε τα πράγματα, αλλά τελικά δεν τα καταφέραμε. Πάντως, ζήτησε συγγνώμη και από μένα και από όλο τον θίασο. Οπότε, όλα καλά.