Me acordaré de ti para siempre (μια μικρη καλοκαιρινη περιπέτεια…)

Το καλοκαιρινό διήγημα του συγγραφέα Κώστα Κρομμύδα όπως δημοσιεύτηκε στο DownTown που κυκλοφορεί.

Bγήκα από τη γέφυρα του πλοίου έχοντας πολύ άσχημη διάθεση. Η συζήτησή μου με τον καπετάνιο κατέληξε σε μια ισχυρή διένεξη, ικανή να μου χαλάσει τη μέρα. Κλείνοντας πίσω μου την πόρτα, στάθηκα να πάρω μια βαθιά ανάσα και να κατευνάσω το θυμό μου. «Θα είναι πολύ ζεστή μέρα», σκέφτηκα και, ισιώνοντας τη φούστα της λευκής στολής μου, άρχισα να κατευθύνομαι προς το σαλόνι.

Ξεκίνησα τον καθιερωμένο μου έλεγχο στο εσωτερικό του πλοίου κι ύστερα βγήκα να ρίξω μια ματιά στα καταστρώματα και να ελέγξω τις λέμβους. Μια ριπή δυνατού θαλασσινού αέρα, ανακατεμένη με δροσερές σταγόνες, χτύπησε το πρόσωπό μου την ώρα που έσπρωχνα την πόρτα προς τα έξω, κρατώντας την ταυτόχρονα γερά ώστε να περάσει μια μητέρα με το κατάξανθο, πανέμορφο κοριτσάκι της. Τα μάτια του, στο
χρώμα του ανοιχτού πελάγους, με κοίταξαν και χαμογέλασαν. Ξαφνικά, δυνατές κραυγές τάραξαν την αρμονία της στιγμής.

Ανέβηκα τρέχοντας τη σκάλα για να βρεθώ στο ανώτατο κατάστρωμα και να παγώσω μπροστά στο θέαμα που αντίκρισα. Παραμερίζοντας το πλήθος, είδα μια γυναίκα ξαπλωμένη μπρούμυτα, να κρέμεται σχεδόν η μισή έξω από το προστατευτικό κιγκλίδωμα του καταστρώματος και να φωνάζει απελπισμένη. Μεμιάς πέταξα το σακάκι και το καπέλο μου και βρέθηκα κοντά της στην ίδια μ’ εκείνη θέση. Κοιτάζοντας προς τα κάτω, εντόπισα το αγγελόμορφο κοριτσάκι που συνάντησα πριν από λίγη ώρα. Ήταν πεσμένο στη σωσίβια λέμβο που βρισκόταν στον προστατευτικό χώρο ανάμεσα από τα δύο καταστρώματα.

Η μητέρα του, σε κατάσταση σοκ, είχε επιδοθεί σε κάτι που έμοιαζε με ισπανικό μοιρολόι. Γύρισα το βλέμμα μου προς τους άντρες που την κρατούσαν κάνοντάς τους σαφές πως δεν έπρεπε να κουνηθούν από τη θέση τους μέχρι να επιστρέψω. Έτρεξα μέχρι το κουτί που γνώριζα ότι διαθέτει τα απαραίτητα εφόδια. Τρία σκοινιά. Αυτά χρειαζόμουν.

Όταν γύρισα κοντά τους, ένας μελαχρινός άντρας ήταν ξαπλωμένος δίπλα της και της μιλούσε στη γλώσσα της. Πήρα το ένα σκοινί και το πέρασα γύρω από τη μέση της, δένοντάς τη στο κάγκελο για να είμαι σίγουρη πως θα είναι ασφαλής. Το ίδιο έκανα και με μένα. Όλη αυτή την ώρα ένιωθα το βλέμμα του μελαχρινού άντρα να με παρακολουθεί, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μείνω συγκεντρωμένη. Σαν να περίμενε ένα σύνθημά μου, η κλεφτή ματιά που του έριξα τον έκανε να πεταχτεί μπροστά και, κοιτώντας με βαθιά μέσα στα μάτια, είπε σε άπταιστα ελληνικά: «Θα έρθω μαζί σας!»

Έδεσα προσεκτικά το σκοινί γύρω από αυτόν και τον κάβο και ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε ένας ένας. Κατέβηκα πρώτη και σε πολύ λίγο βρισκόμουν δίπλα στο κοριτσάκι. Ξεκίνησε να της μιλά σχεδόν ψιθυριστά προφέροντας το όνομά της: «Aurelia». Μετά από μια σύντομη συνομιλία μεταξύ τους, εκείνος μου είπε
πως πρέπει να βιαστούμε γιατί η Aurelia πονούσε πολύ στο κεφάλι και ζαλιζόταν, ενώ ένιωθε να μουδιάζουν τα πόδια της.

Μόλις το αυτοσχέδιο φορείο που φτιάξαμε με τις σανίδες που βρήκαμε στη λέμβο έφτασε στα χέρια των αντρών, πήραμε ταυτόχρονα μια βαθιά ανάσα σαν εκείνη που παίρνεις καθώς φτάνεις στην επιφάνεια της θάλασσας. Ωστόσο, αισθανόμουν το βλέμμα του να με καίει. Για ένα λεπτό σήκωσα το κεφάλι μου και ήταν αρκετό για να συναντήσουν τα μάτια μου τα δικά του. Χάθηκα στη χρυσοκίτρινη λάμψη τους… Ένιωσα να βουλιάζω μέσα τους. Σαν την κινούμενη άμμο, με ρουφούσαν κι εγώ απέμεινα ανήμπορη να παλέψω να σωθώ. Δεν ήθελα να σωθώ!

Γι’ αυτό το μοναδικό λεπτό ξέχασα τον πειθαρχημένο εαυτό μου, ξέχασα τους κανόνες και τα κουτάκια του μυαλού μου. Από τον ασύρματο με ειδοποίησαν πως σε λιγότερο από πέντε λεπτά θα δέναμε στο λιμάνι της Σύρου και πως ένα ασθενοφόρο περίμενε τη μικρή με τη μητέρα της για να τις μεταφέρει στο νοσοκομείο.
Έσκυψα να δώσω ένα φιλί στο μέτωπο της Aurelia και τότε εκείνη μου ψιθύρισε λίγες λέξεις αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο να ζωγραφιστεί στα κατακόκκινα χείλη της: «Me acordaré te di para siempre.» Γύρισα και κοίταξα τον άντρα, κι εκείνος, χωρίς να τον ρωτήσω, μου μετέφρασε τα λόγια της: «Θα σε θυμάμαι για πάντα…»
Δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπό μου.

Χάιδεψα τα μεταξένια μαλλιά της. «Κι εγώ», της ψιθύρισα. Αγκάλιασα τη μητέρα της και στάθηκα μπροστά από τον άντρα προσπαθώντας να ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία μου. Κάρφωσα το βλέμμα μου στο δικό του και ένιωσα να με κυριεύει ένα πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα. Αυτό της επιθυμίας. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς ήθελα από αυτό τον άνδρα αλλά εμπεριείχε πόθο… «Σ’ ευχαριστώ για όλα μέσα από την καρδιά μου», του είπα. Η μπλούζα του είχε ιδρώσει και το γυμνασμένο στήθος του διαγραφόταν πάνω στο μουσκεμένο ύφασμα. Άπλωσε το χέρι του και με μια απαλή κίνηση έφερε μια τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου.

Η φωνή του καπετάνιου στον ασύρματο αυτή τη φορά δεν μου άφηνε περιθώρια να τον αγνοήσω. Έφυγα τρέχοντας, νιώθοντας το λυπημένο βλέμμα του να με ακολουθεί. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα και, περπατώντας στο κατάστρωμα, αναζητούσα αυτόν τον άνδρα που με είχε αναστατώσει. Τον είδα στο πίσω μέρος του καραβιού και, σαν να με αισθάνθηκε να πλησιάζω, γύρισε και με κοίταξε. Κάνοντας ένα ανεπαίσθητο νεύμα να με ακολουθήσει, γύρισα από την άλλη και κατεβαίνοντας τις σκάλες κατευθύνθηκα προς ένα σημείο
κοντά στο μηχανοστάσιο, που λογικά δεν θα ήταν κανείς εκεί. Νιώθοντας κοντά την ύπαρξή του, κοντοστεκόμουν μόνο όταν έπρεπε να κρατήσω μια πόρτα ανοιχτή για να περάσει. Τα σώματά μας στιγμιαία ήρθαν πολύ κοντά. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στη ραχοκοκαλιά μου καθώς έριξα μια τελευταία
ματιά στο διάδρομο.

Μόλις η βαριά πόρτα έκλεισε, ένιωσα τα χείλη του πάνω στα δικά μου. Ο δυνατός ήχος της μηχανής του
πλοίου έπνιξε κάθε ίχνος της ένοχης συνάντησής μας… Ακουμπισμένη στα κάγκελα του πλοίου, τον έβλεπα να απομακρύνεται στο λιμάνι. Το σώμα μου ακόμα έτρεμε… Γύρισε και κοίταξε προς τη μεριά μου. Μόλις με εντόπισε, χαμογέλασε όσο εγώ νόμιζα πως τον άκουγα να λέει: «Me acordaré de ti para siempre.»

INFO
Όλα τα βιβλία του Κώστα Κρομμύδα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Τα σημεία διανομής του free DownTown:  https://downtown.gr/poy-tha-vreite-to-neo-downtown-freepress/