«Πριν από λίγες ώρες έφυγε η Μαρίκα. Δεν ήξερε κανείς τίποτα, έφυγε νικημένη από τον καρκίνο…» ήταν τα ψιθυριστά λόγια της Σοφίας Κούστα, που ίσα που ακουγόταν στο τηλέφωνο που μου έκανε χθες, νωρίς το απόγευμα, και αφορούσαν την κολλητή της φίλη, τη φίλη μας, Μαρίκα Αρκέντη.
Την τόσο νέα και τόσο ζωντανή φίλη μας Μαρίκα, για την οποία είναι αδιανόητο να φανταστείς μια διαφορετική εικόνα. Ίσως γι’ αυτό να μην ήθελε να μαθευτεί σε καμία περίπτωση πως πάλευε για ενάμιση χρόνο να νικήσει την αρρώστια που τελικά της πήρε τη ζωή.
Αν κάποιος ζητούσε να αναφέρουμε τρία ονόματα που μεσουρανούσαν στην κοσμική ζωή της ολόχρυσης δεκαετίας του ’90, το όνομα της Μαρίκας Αρκέντη θα βρισκόταν στην πιο περίοπτη θέση. Αν κάποιος ήθελε το καλύτερο τραπέζι στο 9+9 ή στις Μούσες, τότε που για να μπεις και μόνο έπρεπε να διαθέτεις πολλά και πραγματικά αυστηρά διαπιστευτήρια, δεν είχε παρά να πάει στο τραπέζι της Μαρίκας. Κάθε βράδυ έξω. Με τον άντρα της Ανδρέα ή με τις αγαπημένες της φίλες. Κάθε βράδυ έξω και έξω καρδιά. Με πελώριο χαμόγελο κι ας ήξερε πως κάποιοι σχολιάζουν την εντυπωσιακή της εμφάνιση. «Δεν βαριέσαι, γούστο μου καπέλο μου!» έλεγε και το εννοούσε. Μονίμως μαυρισμένη από τον δυνατό ήλιο της Μυκόνου, που τόσο αγαπούσε, της άρεσε να φοράει πάντα τις πιο εντυπωσιακές δημιουργίες κορυφαίων Ιταλών σχεδιαστών –στους οποίους είχε ιδιαίτερη αδυναμία– και να αφήνει γυμνά –μα ποτέ προκλητικά– τα καλλίγραμμα πόδια της. Άλλωστε ήταν από τις πρώτες, για μην πω η μόνη, που στην αρχή της δεκαετίας του ’90, δεν το ’χε σε τίποτα να πάρει το αεροπλάνο για να πάει στο Μιλάνο και να παρακολουθήσει την επίδειξη ενός σχεδιαστή που αγαπούσε, να αγοράσει επί τόπου τις καλύτερες δημιουργίες του και να επιστρέψει την ίδια μέρα στην Αθήνα. Ζούσε για τη χαρά της ζωής. Για να χαρίζει χαρά και για να γελάει.
Η Μαρίκα χάνει πολύ μικρή τους γονείς της και την υιοθετούν ο θείος και η θεία της. Σε πολύ μικρή ηλικία, αποκτά μία τεράστια περιουσία, τόσο από τους πραγματικούς γονείς της όσο και από τους θετούς.
Μεγάλη της αδυναμία και καμάρι είναι πάντα τα δύο αγόρια της, ο Άγγελος και ο Αλέξης, οι οποίοι, αφού αποφοίτησαν από τη Σχολή Μωραϊτη, έφυγαν για σπουδές στο Λονδίνο. Η Μαρίκα κάθε ημέρα της ζωής της την αφιερώνει στο σπίτι της και στα δύο αγόρια της και κάθε βράδυ στην κοσμική ζωή, την οποία υπηρετεί ευλαβικά, ακολουθώντας κατά γράμμα τα do και τα don’t της. Πίνει βότκα και καπνίζει Marlboro, με μανία.
Έχει μακριά μαλλιά με ξανθές ανταύγειες και μια φωνή τόσο βραχνή και δυνατή, που ερχόταν σε μία απίθανη αντίθεση με τη λεπτεπίλεπτη εμφάνιση της. Τελευταία, αυτή η τόσο χαρακτηριστική φωνή γινόταν όλο και πιο βραχνή. Ο καρκίνος χτυπάει πρώτα τον λαιμό της, κατεβαίνει στους πνεύμονες, έως ότου γίνεται καθολικός.
Η Μαρίκα από την αρχή αρνείται να υποστεί σε χημειοθεραπεία και σε όλα όσα αυτή θα φέρει στην εμφάνισή της. «Άντε, να τελειώσει το lockdown να πάω να κάνω ένα botox» είναι η έγνοια της, τρεις μόλις μέρες πριν το τέλος. Όχι επειδή δεν έχει επίγνωση, αλλά επειδή αυτή ήταν η Μαρίκα. Μη στεναχωρήσει κανέναν, να διώξει κάθε κακιά σκέψη. Τέλος Μαρτίου οι γιατροί της δίνουν τρεις μήνες ζωής, μα δεν πρόλαβε ούτε αυτούς να ζήσει.
Η Μαρίκα Αρκέντη έφυγε στα 54 της χρόνια, όπως ακριβώς ήθελε. Όμορφη και νέα. Χωρίς να γνωρίζει κανείς μας τον σταυρό που κουβαλούσε, χωρίς να επιβαρύνει κανέναν μας με τον πόνο που προηγείται και που ακολουθεί του τέλους.
Τις τελευταίες ημέρες της ζωής της, τις Άγιες Ημέρες του Πάσχα, η Μαρίκα τις περνάει στο σπίτι της στη Φιλοθέη, πάντα συντροφιά με τον Ανδρέα και με τους δύο γιους της, να παίζουν μπιρίμπα. Χωρίς λεφτά. «Σιγά μην τους αφήσω να με μαδήσουν», μας έλεγε και γέλαγε με το βροντερό της και πάντα βραχνό της γέλιο…