Ο Ταζ πηγαίνει να δει τον Πατέρα του Στρίντμπεργκ, αλλά βλέπει κάτι εντελώς «πειραγμένο»

Το υπόκωφο αποκτά βροντερή φωνή, όπως και η σύγχρονη, μικροαστική ελληνική πραγματικότητα. Από τον Τάσο Κατρή Θεοδωρόπουλο

Προς τιμήν του, ο Βασίλης Μπισμπίκης, που ξεπουπουλιάζει έντεχνα τον Πατέρα του Αύγουστου Στρίντμπεργκ στο θέατρο Αποθήκη, δεν αναφέρει το όνομα του συγγραφέα στην αφίσα της παράστασης, αλλά μόνο μέσα στο πρόγραμμα για να δικαιολογήσει τη διασκευή-δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία. Ο Μπισμπίκης είναι ένας ταλαντούχος, απρόβλεπτος άνθρωπος και αυτή εδώ η δουλειά του ήθελε τόλμη και θάρρος. Γιατί μετέφερε τη δράση σε ένα μικροαστικό αθηναϊκό σπίτι τού χάους και της κρίσης, όπου όλοι σφάζονται και τα μπινελίκια πιάνουν ταβάνι, χωρίς να αλλάξει τη δομή του έργου. Ο Πατέρας πρωτοπαρουσιάστηκε το 1887 και, ένα έργο που διαλύει την οικογενειακή υποτιθέμενη γαλήνη τόσα χρόνια πριν, σίγουρα χρειάζεται ένα φρεσκάρισμα λόγω συνθηκών. Διάβασα για την πάλη των φύλων που διαπραγματεύεται το έργο και για τον κρυφό μισογυνισμό του Στρίντμπεργκ, δεν εισέπραξα τίποτα από αυτά. Μόνο ένα διαλυμένο, λερωμένο στα σωθικά του σπίτι, όπου ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει μειώνοντας ή και καταστρέφοντας τον άλλον. Τοποθετημένο παραμονή Πρωτοχρονιάς σε ένα άθλιο σαλόνι γεμάτο πακετάκια σνακ και πεταμένα τρόφιμα και σε μια κουζίνα γνωρίζουμε την αγία οικογένεια. Τον πατέρα που ξημεροβραδιάζεται στην τηλεόραση, τρώγοντας φουντούνια, την υστερική μάνα που είναι έτοιμη να πυρπολήσει τα πάντα, την κόρη που είναι παθιασμένη να μάθει να παίζει κλαρίνο, τη γιαγιά, που τα έχει χαμένα και την ξεσκατίζει η μάνα, και τον κολλητό του πατέρα και αδερφό της συζύγου του. Όλοι αυτοί κινούνται όπως τα ποντίκια στο ροδάκι που βρίσκεται στο κλουβί. Τα νεύρα είναι εντελώς εκτροχιασμένα και η λογική ακολουθεί την ίδια πορεία. Ο ρυθμός, η ψυχολογική βία, η φρασεολογία και η λογική της παράστασης θυμίζουν λίγο την υστερία του Γιάννη Οικονομίδη (Σπιρτόκουτο, Στέλλα Κοιμήσου) όσον αφορά την παράνοια που μπορεί να παίξει μπάλα μέσα σε τέσσερις τοίχους – και εκεί είναι που χάνει κάποιους πόντους η παράσταση, γιατί όλο αυτό κάπου, κάπως το έχουμε ξαναδεί (ο ίδιος ο Οικονομίδης επαναλαμβάνεται χρόνια τώρα σε αυτό το μοτίβο). Παρ’ όλα αυτά, με ένα σωστά μετρημένο timing, o Μπισμπίκης σε κρατάει χωρίς να σε κουράζει, μετατρέποντας το ακραίο σε συνηθισμένη κατάσταση και κρατώντας με σχετικό μέτρο τις εκρήξεις. Με μια συγκλονιστική Μαρίνα Ασλάνογλου, που κάνει τα πάντα για να τη μισήσεις αλλά δεν μπορείς, όταν το αντίπαλον δέος είναι η νωθρότητα, το ονειροπόλημα και η απραξία του θεατρικού της συζύγου Τάσου Ιορδανίδη, που είναι πραγματικά για λύπηση (ως ρόλος, όχι ως ηθοποιός), σαν ο πιο αδύναμος κρίκος, που το έργο ειρωνικά φέρει την ιδιότητά του ως τίτλο. Με έναν περίεργο τρόπο, μυρίζεις τη μούχλα της ψυχικής θανατίλας που κυριαρχεί σε εκείνο το σπίτι. Και το κοντέρ σπάει όταν η Μαρίνα αφήνει υπόνοιες ότι το παιδί τους μπορεί να μην είναι του Τάσου, για να τον εκδικηθεί. Δεν υπάρχει πλέον κανένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους ήρωες εκτός από αυτόν της εξόντωσης μέχρι τέλους. Και αυτό ως θεατή σε αγγίζει σαν λεπίδα. Η έλλειψη ελπίδας που είναι προδιαγεγραμμένη από την αρχή. Μπορεί το φινάλε να κλείνει έναν κύκλο όμως οι ήρωες είναι τόσο διαβρωμένοι και ανάπηροι που θα επαναλάβουν αυτόν τον κύκλο ξανά και ξανά. Και αυτό σε πνίγει.

Πρωταγωνιστούν οι Μαρίνα Ασλάνογλου, Τάσος Ιορδανίδης, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Γιάννα Σταυράκη, Νικολέττα Χαρατζόγλου