Η παρένθετη μητρότητα αποτελεί έναν τομέα όπου η κοινωνία, το δίκαιο και οι τεχνολογικές εξελίξεις συναντώνται και αλληλεπιδρούν με τρόπο συχνά σύνθετο και αμφιλεγόμενο.
Η πρόσφατη απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να αποκλείσει τους άγαμους άνδρες και τα ομόφυλα ζευγάρια ανδρών από τη δυνατότητα προσφυγής σε παρένθετη μητρότητα αναζωπυρώνει τη δημόσια συζήτηση γύρω από την ισότιμη πρόσβαση στις μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και την ανάγκη εξισορρόπησης μεταξύ συνταγματικών αρχών και κοινωνικής πραγματικότητας.
Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα και τη σχετική νομοθεσία (Ν. 3089/2002 και Ν. 3305/2005), η παρένθετη μητρότητα επιτρέπεται σε περιπτώσεις τεκμηριωμένης ιατρικής αδυναμίας κυοφορίας, και μόνο κατόπιν δικαστικής άδειας. Παρότι η νομολογία έχει παρουσιάσει διαφοροποιήσεις, με ορισμένες αποφάσεις πρώτου βαθμού να αναγνωρίζουν δικαιώματα και σε άνδρες, τα ανώτερα δικαστήρια συνήθως επαναφέρουν την ερμηνεία περί αδυναμίας κυοφορίας ως χαρακτηριστικό που αφορά αποκλειστικά γυναίκες.
Η θέσπιση του Ν. 5089/2024, ο οποίος επιτρέπει τον γάμο ανεξαρτήτως φύλου και την υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια (επικυρώθηκε λίαν προσφάτως και η συνταγματικότητά του από το Συμβούλιο της Επικρατείας), επανέφερε την ανάγκη επανεξέτασης της παρένθετης μητρότητας. Η νέα ρύθμιση διευκρινίζει ότι η ιατρική αδυναμία κυοφορίας δεν αφορά το φύλο, αλλά συγκεκριμένες ιατρικές συνθήκες. Όπως υπογραμμίζει ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στόχος είναι να διατηρηθεί η παρένθετη μητρότητα εντός του πλαισίου της ιατρικής αναγκαιότητας και να αποφευχθούν παρερμηνείες που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν τη φύση του θεσμού.
Η συζήτηση, ωστόσο, υπερβαίνει τα νομικά πλαίσια, καθώς εγείρει σημαντικά κοινωνικά και ηθικά ζητήματα – όπως η ισότητα των φύλων και η προστασία της οικογενειακής ζωής. Η διακριτική μεταχείριση άγαμων ανδρών έναντι άγαμων γυναικών στο πεδίο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής θέτει ερωτήματα για τη συμβατότητα της νομοθεσίας με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας.
Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο (Ν. 5089/2024), η ελληνική έννομη τάξη αναγνωρίζει πλέον παιδιά που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό μέσω παρένθετης μητέρας από ομόφυλα ζευγάρια. Αυτή η αναγνώριση δημιουργεί μια έντονη αναντιστοιχία ανάμεσα στην εξωτερική και την εσωτερική έννομη πραγματικότητα, με σαφείς επιπτώσεις στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Σε αυτό το πλαίσιο, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον οι προβληματισμοί περί εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος και εκμετάλλευσης της αναπαραγωγικής λειτουργίας δικαιολογούν απόλυτους αποκλεισμούς. Ή, αντίθετα, αν το Κράτος οφείλει να ενισχύσει τις εγγυήσεις προστασίας για τις κυοφορούσες γυναίκες, ανεξαρτήτως του φύλου ή της οικογενειακής κατάστασης των αιτούντων.
Σε κάθε περίπτωση, η παρένθετη μητρότητα παραμένει ένα πεδίο στο οποίο συγκλίνουν κρίσιμα ζητήματα δικαίου, κοινωνίας και βιοηθικής. Η ανάγκη για σαφή και θεσμικά τεκμηριωμένη ρύθμιση είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, κάθε νομοθετική παρέμβαση οφείλει να διασφαλίζει τόσο την ηθική ακεραιότητα του θεσμού όσο και τα ατομικά δικαιώματα, αποφεύγοντας αποκλεισμούς που ενδέχεται να οδηγήσουν σε νέες μορφές ανισότητας.
Της Σουζάνας Κλημεντίδη ( Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω)