Έρχεται στη συνέντευξη με αθλητικά. Η εικόνα του απέχει πολύ από αυτήν του λαϊκού τραγουδιστή με τα στυλιζαρισμένα κοστούμια της πίστας. Σε κοιτάζει στα μάτια όταν μιλάει, αναφέρει συνεχώς τους συνεργάτες, την εταιρεία του την Panik Records, τους γονείς του, τους κολλητούς του. Βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή του. Στον άγριο, μοντέρνο κόσμο της νύχτας είναι OK να είσαι καλό παιδί, γιατί αυτό θεωρείται ο Πέτρος. Άλλωστε μπήκε στο χώρο όσο νωρίτερα μπορούσε κι έμαθε να αποφεύγει τις παρενέργειες και τις κακοτοπιές. Κουβαλάει μεγάλη εμπειρία για την ηλικία του και έχει την ικανότητα να το κάνει αυτό δημιουργία…
Ένα παιδί από την Καβάλα στη μεγάλη πόλη. Πώς ξεκίνησαν όλα; Με τι ασχολούνται οι γονείς σου;
Ο πατέρας μου ήταν ποδοσφαιριστής όταν γνωρίστηκε με τη μητέρα μου. Μετά ασχολήθηκε με την εστίαση, είχε ένα εστιατόριο στο λιμανάκι της Καβάλας. Αργότερα επέστρεψε στα γήπεδα, ως φροντιστής πια λόγω ηλικίας. Η μητέρα μου ήταν κομμώτρια, αλλά όταν γεννήθηκα εγώ και δύο χρόνια μετά η αδελφή μου τα άφησε όλα και ασχολήθηκε με το μεγάλωμά μας. Η κλασική Ελληνίδα μάνα.
Απ’ ό,τι ξέρω είστε πολύ αγαπημένα αδέλφια.
Έτσι μας έμαθαν οι γονείς μας. Να λέμε τα πάντα μεταξύ μας, να μην κρύβουμε ό,τι μας ενοχλεί. Γενικά στο σπίτι υπήρχε μια ελεγχόμενη ελευθερία.
Πώς ήταν η ζωή εκεί;
Πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Εγώ ήμουν τυχερός τώρα που το σκέφτομαι. Όταν ξεκίνησα να τραγουδάω στα 13 μου (σ.σ.: το 2001, όταν η νύχτα ήταν σε άνθηση και τα λεφτά έρρεαν από παντού) λειτουργούσαν παντού νυχτερινά κέντρα σε όλες τις πόλεις έξι μέρες την εβδομάδα. Δεν είναι όπως τώρα που η πλειονότητα των νυχτερινών μαγαζιών είναι στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Έτσι, είχα την ευκαιρία να με δουν οι άνθρωποι του χώρου γιατί οι μαέστροι και οι επιχειρηματίες γύριζαν στα μαγαζιά της επαρχίας για να ανακαλύψουν νέα άτομα. Δεν σου κρύβω πως κάπου μέσα μου το ήξερα ότι θα με βρουν. Και με βρήκαν.
Όντως, χρυσές εποχές για τη μουσική βιομηχανία και τη νύχτα.
Αυτό που θυμάμαι σίγουρα από εκείνη την εποχή, είναι πως τη σεζόν που άρχισα να τραγουδάω ξεκίνησα με δραχμές και τελείωσα με ευρώ.
Καλά, οι γονείς σου δεν σου είπαν «παιδί μου σε τι χώρο πας, κάνε και κάτι άλλο»;
Από παιδί μού άρεσε η μουσική. Βλέπω κάποια παλιά μου βίντεο σε πολύ μικρή ηλικία που έπαιζα με ψεύτικα όργανα. Δεν είχα αμαξάκια και όπλα. Οπότε εκείνοι το είχαν καταλάβει πριν από μένα ότι θα ασχοληθώ με τη μουσική – όχι ότι θα γίνω τραγουδιστής, αλλά ότι θα ασχοληθώ με αυτό τον τομέα. Όταν πήγαινα νηπιαγωγείο, άρχισα να κάνω μαθήματα για να μάθω να παίζω μπουζούκι, στα βιβλία μου μέσα έγραφα στιχάκια και όλο αυτό με πήγαινε προς τα εκεί. Ο δάσκαλός μου και μαέστρος σε νυχτερινά κέντρα, ο Δημήτρης Δημητρόπουλος, ήταν αυτός που τους ενημέρωσε ότι θ’ αρχίσω να τραγουδάω.
Και επιμένω: 13 χρονών παιδί δεν φοβήθηκαν;
Είμαι τυχερός που έχω αυτούς τους γονείς, γιατί ποτέ δεν μου έκοψαν τη φόρα γι’ αυτό που ήθελα. Πάντα μου έλεγε ο πατέρας μου «να κάνεις αυτό που αγαπάς, γιατί αν αγαπάς κάτι αντέχεις και τις δυσκολίες του και δεν τα παρατάς». Ήθελε κι εγώ και η αδελφή μου να είμαστε ευτυχισμένοι. Δεν ήταν με το δάχτυλο: «θα κάνεις αυτό που θέλω». Και, πίστεψέ με, ο πατέρας μου αυτό ήθελε να κάνω. Να ασχοληθώ με αυτό.
Και σε άφησε μέσα στη νύχτα;
Όχι βέβαια. Ήταν πάντα δίπλα μου και μου έλεγε: «Ό,τι και να συμβεί είμαι εδώ. Εσύ απλώς φρόντισε να συνεχίσεις να είσαι καλό παιδί. Μην αλλάξεις. Μην παρασυρθείς. Μην μπλέξεις με περίεργα πράγματα και καταστάσεις.» Και μέχρι τα 17 μου ήταν κάθε βράδυ εκεί που τραγουδούσα και φεύγαμε μαζί από το κέντρο.
Τι ώρες τελείωνες;
Χαράματα, 6 με 7 το πρωί. Εκείνος πήγαινε κατευθείαν στη δουλειά κι εγώ στο σχολείο. Ήταν πολύ κουραστικό.
Θυμάσαι το όνομα του πρώτου μαγαζιού που τραγούδησες;
Ναι, φυσικά. Ήταν οι Πέρλες.
Ήσουν δηλαδή ο star του σχολείου.
Καθόλου. Πήγαινα σε μουσικό γυμνάσιο και οι συμμαθητές μου μπορεί κι αυτοί να δούλευαν, όχι στη νύχτα αλλά σε κάποιο εστιατόριο ή ταβέρνα. Σίγουρα όμως ήμουν το παιδί που τραγουδούσε, αλλά μού ήταν πολύ οικείο. Και πολλά από τα παιδιά που γνωριζόμαστε από το νηπιαγωγείο ήμασταν μαζί και στο ποδόσφαιρο, γιατί έκανα και αθλητισμό, και είναι ακόμα μαζί μου.
Η σταθερότητα στις σχέσεις δείχνει πολλά για το χαρακτήρα.
Ναι, είμαστε τρία άτομα μαζί από τα 10 μας και δουλεύουμε και τώρα μαζί.
Και μετά σε φέρνει στη Θεσσαλονίκη ο Νίκος Κουρκούλης, που είναι και θείος σου όπως διάβασα.
Ναι, αλλά με μια διαφορά. Μετά από πολλά μαγαζιά της επαρχίας, πηγαίνω στο «Ρόδον» της Θεσσαλονίκης όπου και πάλι τραγουδούσαμε έξι μέρες την εβδομάδα. Ήμουν 18 χρονών. Ο Νίκος με βοήθησε πάρα πολύ, υπήρξε υποστηρικτής μου. Μου το έκανε ξεκάθαρο από την αρχή. Μου είπε: «Δεν θα σε βάλω σε κάποιο σχήμα εγώ. Θα είμαι εδώ για να σου δίνω συμβουλές. Γιατί θέλω όταν συμβεί κάτι με το όνομά σου να λένε πως το πέτυχε ο Πέτρος και όχι ο ανιψιός του Κουρκούλη ή οποιοσδήποτε άλλος.» Τρία χρόνια λοιπόν Θεσσαλονίκη, δύο χρόνια σε κάποιες άλλες πόλεις και μετά Αθήνα.
Πώς έγινε;
Τότε ο Νίκος τραγουδούσε στο Fix με την Κέλλυ Κελεκίδου και τον Κώστα Καραφώτη. Μου τηλεφωνεί και μου λέει: «Νομίζω ότι τώρα ήρθε η ώρα να κατέβεις Αθήνα.» Και έτσι έγινε. Και κάπου στα 26 μου ένας καλός μου φίλος που δουλεύαμε μαζί στη Βέροια, ο Σπύρος Ποταμόπουλος, μου πρότεινε να συνεργαστούμε, εκείνος ως παραγωγός κι εγώ ως καλλιτέχνης. Έτσι έκανα τον πρώτο μου δίσκο και έγινα πια δισκογραφημένος καλλιτέχνης και πορευόμαστε μαζί.
Τι σου έμαθαν όλα αυτά τα χρόνια;
Πως αν θέλεις πολύ κάτι, αν δουλέψεις γι’ αυτό, αν δεν θέλεις το κακό κάποιου άλλου ή δεν εποφθαλμιάς τη θέση του αλλά αναζητάς το δικό σου χώρο, ο Θεός το βλέπει και σου το ανταποδίδει. Και αυτό το έχω βιώσει. Σκληρή δουλειά, πειθαρχία και να μην αλλάξεις.
Εσύ μπορεί να μην αλλάζεις, αλλά αλλάζουν οι καταστάσεις. Ειδικά στο χώρο σου, που δεν εύκολος.
Μπορείς να μην αλλάξεις. Το να είσαι μερικές φορές πιο κλειστός, κουρασμένος, να θέλεις να κάτσεις σπίτι σου, να μη δεις άνθρωπο, το καταλαβαίνω. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε εμάς τους τραγουδιστές που είμαστε αναγνωρίσιμοι, συμβαίνει σε όλους. Αλλά το να αλλάξεις ως χαρακτήρας δεν το νομίζω. Τουλάχιστον για μένα μιλάω. Το μόνο ίσως που έχει αλλάξει, λόγω της πίεσης και του άγχους που προστίθενται, είναι ότι πια αναζητάω στιγμές που θέλω να είμαι μόνος με τον εαυτό μου στο σπίτι. Παλαιότερα, ήθελα να είμαι πάντα με κόσμο. Τώρα αποζητάω την ηρεμία μου. Το απολαμβάνω να μένω μόνος με τον εαυτό μου.
Και πώς τα πάτε;
Μια χαρά. Μέχρι τώρα είμαστε πολύ καλά.
Οι γονείς σου;
Μένουν στην Καβάλα. Αλλά έχω την αδελφή μου, που κι αυτή τραγουδάει, κι έτσι υπάρχει ένας άνθρωπος της οικογένειας στην Αθήνα.
Δύο τραγουδιστές στην οικογένεια. Υπάρχει ανταγωνισμός;
Το ακριβώς αντίθετο. Θέλουμε ο ένας το καλύτερο για τον άλλο. Αυτή την περίοδο τραγουδάει με τον Νίκο Οικονομόπουλο, είναι κι αυτή στην Panik Records κι εγώ είμαι ο συνθέτης των τραγουδιών της. Είμαστε πολύ αγαπημένη και δεμένη οικογένεια.
Θυμάσαι σε ποια περιοχή έμενες όταν ήρθες στην Αθήνα;
Την πρώτη φορά που κατέβηκα και τραγουδούσα ήμουν και φαντάρος ταυτόχρονα και συγκατοικούσα με τον κολλητό μου, τον Γιώργο Παρασκευά που σήμερα είναι και μαέστρος μου, στα Πατήσια. Με τον Γιώργο είμαστε μαζί από το νηπιαγωγείο. Τη δεύτερη φορά έμεινα στο Φάληρο.
Σου άρεσε η ζωή στο κέντρο;
Τότε ναι, ήμουν και φαντάρος, οπότε δεν είχα και πολλές εξόδους. Αλλά επειδή μεγάλωσα στην Καβάλα μού αρέσει να βλέπω τη θάλασσα. Δεν είμαι του βουνού.
Περιμένεις τη δυσκολία;
Μα έχω περάσει δύσκολες στιγμές, απλώς δεν το βάζω κάτω. Δηλαδή αν έχω κάτι δεν θα καθίσω με το πρόβλημα, θα το λύσω. Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και μου αρέσει να λύνονται τα θέματα που υπάρχουν. Αν κάθεσαι να λες «τι έπαθα και τι έπαθα», το πολλαπλασιάζεις το πρόβλημα, κι εγώ προτιμώ να μιλάω και να το λύνω. Και ό,τι είναι να συμβεί θα συμβεί. Απλώς δεν μου αρέσει να υπάρχουν καταστάσεις από κάτω ή παρερμηνείες. Κι έτσι, έχω χτίσει μια ομάδα δίπλα μου που έχουμε εμπιστοσύνη μεταξύ μας. Η καριέρα είναι μια πορεία – έχει τα πάνω, τα κάτω, την ευθεία, την εκτόξευση, όλα–, αλλά έχω καλό δίχτυ ασφαλείας.
Δεν τσακώνεσαι;
Ποτέ δεν έχω τσακωθεί. Ποτέ δεν έχω προκαλέσει καβγά – ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι μεγάλωσα σε ένα σπίτι που δεν είδα ποτέ τους γονείς μου να τσακώνονται– και όταν βλέπω ότι κάπου πάει να δημιουργηθεί ένταση φεύγω.
Εσένα τι θα μπορούσε να σε φέρει σε ακυβερνησία, να μην μπορείς να το αντιμετωπίσεις;
Είμαι της άποψης πως όλα λύνονται. Όλα περνάνε. Το μόνο που δεν μπορούσα να διαχειριστώ ήταν όταν έχασα τις γιαγιά[1]δες μου γιατί μεγάλωσα μαζί τους, ειδικά τα καλοκαίρια στο χωριό. Το θάνατο δεν μπορώ να χωνέψω. Και νομίζω ότι αυτός ο φόβος υπάρχει σε όλους μας. Ήταν μεγάλη η θλίψη.
Η θλίψη δίνει έμπνευση;
Ναι, σε πολλούς καλλιτέχνες, αλλά όχι σε μένα. Το λέω και τους φαίνεται περίεργο: Εγώ δεν μπορώ να γράψω μουσική όταν είμαι στενοχωρημένος. Ακόμη και τραγούδι χωρισμού να γράψω πρέπει να είμαι καλά. Για να γίνει σε μένα μουσική το συναίσθημα του πόνου πρέπει να είμαι χαρούμενος. Γι’ αυτό προσπαθώ να είμαι ευτυχισμένος.
Επίσης, έκανες μεγάλο buzz στην καραντίνα με τα live που κάνατε στο διαδίκτυο με τη Νατάσα Θεοδωρίδου.
Τη γνώρισα πριν από πέντε χρόνια που τραγουδούσαμε μαζί στο Fantasia. Ένας υπέροχος, δοτικός άνθρωπος με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό, που με βοήθησε ουσιαστικά. Και το λέω συνέχεια: Είναι σαν οικογένεια για μένα. Αποφασίσαμε, λοιπόν, ως ανταπόδοση σε όλο αυτό τον κόσμο που μας χειροκροτούσε και ερχόταν να μας δει, να τους κάνουμε να διασκεδάσουν μέσα στο σπίτι. Έτσι κάναμε αυτά τα live με μια κιθάρα.
Έχεις συνεργαστεί με Θεοδωρίδου και Αργυρό. Σου βγαίνει κάποια σύγκριση; Έχεις μετανιώσει που έδωσες τεράστιες επιτυχίες, όπως τα «Ξημερώματα», σε άλλους και δεν τις τραγούδησες εσύ; Ποια είναι τα πρότυπά σου; Καθόλου. Ακριβώς το αντίθετο. Εκτός από τραγουδιστής είμαι και μουσικός. Είναι απίστευτο το συναίσθημα να ακούς τραγούδια που έχεις γράψει να γίνονται επιτυχίες από ανθρώπους που θαυμάζεις. Τα δικά μου πρότυπα ήταν ο Νίκος Κουρκούλης και ο Νίκος Βέρτης.
Ξένη μουσική ακούς;
Τα πάντα ακούω, από κλασική μουσική μέχρι rock. Σε μουσικό γυμνάσιο πήγαινα. Έχω κάνει πιάνο, κιθάρα, από παντού μπορεί ο εγκέφαλός μου να πάρει ερεθίσματα και να τα προσαρμόσω σε κάτι που γράφω. Aκούω και πολύ παραδοσιακή και βυζαντινή μουσική, ενώ κάποια στιγμή στην εφηβεία άκουγα συνεχώς Doors και Queen. Είχα κολλήσει με τον Jim Morrison και τον Freddie Mercury, που τους έχω μελετήσει και ως καλλιτέχνες. Επίσης, μου αρέσει η Celine Dion. Είναι σαν πρότυπα.
Τι σε έχει εντυπωσιάσει περισσότερο από τις ζωές τους;
Θυμάμαι –όχι ότι κάνω κάποια σύγκριση, αν είναι δυνατόν!!! είναι άλλα μεγέθη– έβλεπα την ταινία «Bohemian Rhapsody» που ο Freddie Mercury καθόταν με την ορχήστρα του και έγραφαν ένα κομμάτι εκεί που συζητούσαν, του ερχόταν μια έμπνευση από ένα χτύπημα ενός οργάνου, από μια κουβέντα, και είπα «κοίτα, αυτό το κάνω κι εγώ με τους φίλους και τους μουσικούς μου όταν έρχονται σπίτι». Υπάρχει ένα κοινό συναίσθημα σε όσους ασχολούνται με τη μουσική, είτε είσαι στην Ελλάδα είτε είσαι σε μια τεράστια αγορά. Αλλά βέβαια να πω ότι η μεγάλη μου καψούρα ήταν και είναι ο Elvis. Και μου αρέσει εκείνη η εποχή.
Και η φωτογράφησή σου έγινε σ’ αυτό το στυλ. Λίγο rockabilly, λίγο ’60s, λίγο James Dean.
Ειλικρινά, αν με ρωτούσες σε ποια εποχή θα ήθελα να ζω θα σου έλεγα τότε. Με ιντριγκάρει, ψάχνω, αναζητάω οτιδήποτε για εκείνη την περίοδο.
Τι θαυμάζεις στον Elvis;
Την επανάσταση που έφερε, το ότι λίκνιζε τους γοφούς του και τον έβαλαν φυλακή γι’ αυτό αλλά κατάφερε να το κάνει τάση, και βέβαια το γεγονός πως ό,τι και να του συνέβαινε πάντα δημιουργούσε καλλιτεχνικά.
Πάντως και οι τρεις που θαυμάζεις είχαν πολλούς δαίμονες και πολύ άσχημο τέλος.
Άλλα μεγέθη, άλλες αγορές, άλλη η πίεση. Δεν υπάρχει κάποια σύγκριση. Αλλά για ένα μουσικό είναι πρότυπα.
Εσύ πώς είσαι στο τέλος της ημέρας;
Εγώ γυρνάω στο σπίτι μου και είμαι πολύ ευτυχισμένος. Και από τους ανθρώπους που έχω δίπλα μου –φίλους και συνεργάτες– και με αυτά που έχω κάνει ή αυτά που δεν έχω κάνει. Σαφώς υπάρχουν τα φυσιολογικά άγχη, αλλά όλα σε λογικό πλαίσιο.
Από προσωπική ζωή; Πώς σκέφτεσαι τον εαυτό σου σε δέκα χρόνια;
Σίγουρα θέλω να κάνω οικογένεια –έτσι μεγάλωσα, σε μια ευτυχισμένη οικογένεια–, αλλά όχι τώρα. Επειδή εργάζομαι πολύ, θέλω όταν θα κάνω παιδιά να είμαι παρών και ο χρόνος τώρα είναι ελάχιστος. Όπως για μένα και την αδελφή μου οι γονείς ήταν σπίτι, έτσι το σκέφτομαι κι εγώ. Δεν θέλω τα παιδιά να μεγαλώνουν χωρίς εμένα και απλώς εγώ να γυρίζω σπίτι. Και αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο.
Νομίζω ότι η ζωή που έχεις επιλέξει δεν θα σου δώσει ποτέ χρόνο. Και φυσικά και ο γάμος.
Και εκεί υπάρχει το θέμα του χρόνου. Όταν έχεις μια σχέση δεν παντρεύεσαι μόνο για να παντρευτείς. Πρέπει να υπάρχει χρόνος για να αφιερώσεις σε εκείνη κι εκείνη σε σένα. Γιατί το να γυρνάς από το στούντιο, τις όποιες υποχρεώσεις και να βλεπόσαστε λίγες ώρες τη μέρα περισσότερο γκρίνια θα φέρει και τσακωμούς κι εμένα δεν μου αρέσει να τσακώνομαι. Εμένα μου αρέσει η συζήτηση όπως σου είπα. Όλα θα έρθουν την κατάλληλη στιγμή.
Ξέχασα να σε ρωτήσω πως αποφάσισες να κάνεις μετεγγραφή στην Panik Records;
Κοίτα, φτάνει μια στιγμή στην πορεία ενός καλλιτέχνη που θέλει να κάνει το κάτι παραπάνω, να εξελιχθεί ακόμη περισσότερο, και εδώ μου έδωσαν απλόχερα χώρο γι’ αυτό – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπήρξε ή υπάρχει πρόβλημα με την προηγούμενη εταιρεία. Στην Panik Records βρήκα ανθρώπους που πίστεψαν σε μένα. Που είναι όχι μόνο συνεργάτες αλλά και άνθρωποι που εκτιμώ, φίλοι μου, όπως ο Γιώργος Αρσενάκος, αλλά και η Σοφία Μπεκιάρη, η οποία υπήρχε στην καθημερινότητά μου και πριν έρθω στην εταιρεία. Το όραμά μου αυτή τη στιγμή ως καλλιτέχνης θεώρησα πως μόνο μια καλή ομάδα θα μπορούσε να το υποστηρίξει, και αυτή είναι η ομάδα της Panik Records. Και έχω πέσει μέσα. Μου έδωσαν πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που είχα στο μυαλό μου. Εξέλιξαν αυτά που ζητούσα ως καλλιτέχνης.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου;
Πραγματικά είναι μια απόλυτα δημιουργική περίοδος και χαίρομαι πολύ. Μέσα στον Μάρτιο ολοκληρώνονται οι εμφανίσεις μου στο Vogue της Θεσσαλονίκης, που βρισκόμαστε εκεί με την Josephine, τον Fy και τον Γιάννη Ξανθόπουλο από τον Νοέμβριο, και προετοιμάζω την επιστροφή μου στην Αθήνα, στο Fantasia. Παράλληλα, στα μέσα Μαρτίου κυκλοφορεί το νέο μου τραγούδι «Αχ καρδούλα μου» με ένα εντυπωσιακό video clip και επίσης ετοιμάζω το νέο μου album, που θα κυκλοφορήσει στα τέλη Απριλίου.
Η συνέντευξη δόθηκε στον Πάνο Ζόγκα και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Downtown, στο τεύχος του Μαρτίου. Τη φωτογράφιση επιμελήθηκε ο Κοσμάς Κουμιανός.