Όταν το νέο, τότε, έργο του Edward Albee ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο, τον Οκτώβριο του 1962, ο Howard Taubman ανέφερε στην κριτική του στους New York Times: «Παρά τα ελαττώματά του, είναι κατά πολύ ανώτερο από τα συνηθισμένα σύγχρονα έργα». Βασική ένστασή του ήταν ένα ζήτημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί και spoiler για όποιον δεν γνωρίζει την υπόθεση, οπότε ας μην το θίξουμε καθόλου. Ωστόσο, η δυναμική της παράστασης ήταν καταλυτική και τα βραβεία Tony και New York Drama Critics’ Circle ανέδειξαν το έργο ως καλύτερο της χρονιάς. Η κινηματογραφική μεταφορά του, το 1966, συζητήθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς ο Richard Burton και η Elizabeth Taylor -παντρεμένοι τότε και διαβόητοι για την ταραχώδη σχέση τους- ενσάρκωναν ένα ζευγάρι παντρεμένο για περισσότερα από 20 χρόνια, που επιδίδεται σε μια μεταμεσονύχτια μονομαχία με μάρτυρες -και ίσως θύματα- ένα άλλο ζευγάρι, πολύ νεότερο.
To Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ ταιριάζει στο θέατρο Αθηνών και το νιώθεις ήδη με το που βλέπεις το σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή, ένα σαλόνι με διανοουμενίστικο αέρα στο σπίτι του Τζορτζ και της Μάρθας. Εκείνος είναι καθηγητής Ιστορίας σε πανεπιστήμιο, εκείνη κόρη του ιδρυτή και πρύτανη του πανεπιστημίου, που φιλοδοξούσε εκτός από σύζυγο να βρει και διάδοχο για τη θέση του πατέρα της. Σύντομα όμως γίνεται φανερό ότι τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδίαζαν και τα απωθημένα τους προκαλούν μια ανελέητη μάχη, στην οποία αναρωτιέσαι αν είναι δυνατόν να βγει κάποιος νικητής.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σκηνοθετεί το έργο αριστοτεχνικά, αλλά στον ρόλο του Τζορτζ αρχικά φαίνεται να επαναλαμβάνει τον εαυτό του, για να βρει τελικά στην τρίτη πράξη ένα πιο ιδιαίτερο τέμπο και να πείσει ότι σωστά αποφάσισε να είναι και πρωταγωνιστής. Αντίθετα, η Μαρία Πρωτόπαππα δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας από τη στιγμή που πατάει το πόδι της στη σκηνή και δημιουργεί μια Μάρθα σαρωτική, κυνική όσο και ευαίσθητη, εκδικητική όσο και πληγωμένη. Όποιος έχει στο μυαλό του την Πρωτόπαππα από τους ήπιους τηλεοπτικούς της ρόλους, εδώ θα δει κάτι τελείως διαφορετικό και θα καταλάβει ότι το ρεπερτόριό της μπορεί να είναι ανεξάντλητο.
Το έργο δεν είναι εύκολο και η απόφαση να ενωθούν οι δύο πρώτες πράξεις (που έχουν τίτλο Παίζω και Μαθαίνω και Η Νύχτα των Μαγισσών) και να μεσολαβήσει μόνο ένα διάλειμμα ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη (Ο Εξορκισμός) δεν βοηθάει τον θεατή – ιδίως όταν ξέρεις ότι ο συγγραφέας είχε προβλέψει δύο διαλείμματα που θα άφηναν άδεια τη σκηνή σε πραγματικό χρόνο όσο οι ήρωες θα ήταν σε άλλους χώρους του σπιτιού. Αν όταν γράφτηκε θεωρήθηκε τολμηρό για την εποχή του, σήμερα έχει την πατίνα του διαχρονικού, παρουσιάζοντας τη δυναμική των συζυγικών και κατ’ επέκταση οικογενειακών σχέσεων υπό το πρίσμα ενός ερωτήματος: Ποιος φοβάται να ζει χωρίς ψευδαισθήσεις;
Ο Νικ του Προμηθέα Αλειφερόπουλου είναι πειστικός ως νεαρός καθηγητής που μπαίνει στο στόχαστρο της Μάρθας, ενώ η Ντάνη Γιαννακοπούλου ως Χάνι ξεκινά από μια δροσερή νεανική αφέλεια -με πολύ ευπρόσδεκτες κωμικές στιγμές- για να καταλήξει στο δικό της δραματικό κρεσέντο, έχοντας κάνει τους θεατές να τη συμπαθήσουν και να τη λυπηθούν. Η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη χειρίζεται με μαεστρία τους απαιτητικούς σκοπέλους του πρωτότυπου διαλόγου και το κοινό που έκανε επιτυχία τον Πουπουλένιο και τον Φάρο στο ίδιο θέατρο είναι σίγουρο ότι θα ανταποκριθεί.
Θέατρο Αθηνών: Βουκουρεστίου 10, τηλ. 210 3312343
ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
– Με χρήση πιστωτικής/ χρεωστικήςκάρτας: www.tickemaster.gr και Τηλεφωνικό Κέντρο: 210 8938111
– Με μετρητά: Εκδοτήρια του Θεάτρου Αθηνών, Βουκουρεστίου 10, τηλ. 210 3312343 (ώρες ταμείου: 10:30πμ- 1:30μμ & 5:00μμ-9:30μμ)
– Με χρήση πιστωτικής/ χρεωστικής κάρτας (VISA ή MASTERCARD) καθώς και μετρητά: IANOS-PUBLIC-σε 50 καταστήματα του ΟΠΑΠ