Αν η κοινωνικότητα του ανθρώπου μετριόταν με το πόσες φορές βγαίνει τα βράδια για να πάει σε ένα fine (or not so fine) εστιατόριο, τότε το τελευταίο χρονικό διάστημα ο πλανήτης θα είχε κατακλυστεί από όντα ακοινώνητα, σε βαθμό επικινδυνότητας, που λιμοκτονούν κλεισμένα στο σπίτι τους, κάνοντας online διαλογισμό. Ευτυχώς, η κοινωνικότητα απέχει παρασάγγας από τις καθημερινές μας εξόδους, όπως άλλωστε η «κοσμικότητα» και οι «κοσμικοί» ουδεμία σχέση έχουν με όσα εντελώς διαστρεβλωμένα προσπαθούσε να μας επιβάλει το τέλος της περασμένης χιλιετίας και όλη η πρώτη δεκαετία του 2000, κάτω από την πολύχρωμη ομπρέλα του όρου «lifestyle», που παρά το εντυπωσιακό της μέγεθος έμπαζε πολλά νερά, κάνοντάς τα όλα μούσκεμα. Έστω κι αν για κάποιους η ημερομηνία «25η Μαΐου» φάνταζε ως το κλειδί του πολυπόθητου απεγκλωβισμού τους. Αυτές τις σκέψεις μοιραζόμασταν χθες βράδυ σε ένα dinner που σκηνοθέτησα στο μεγάλο τραπέζι της βεράντας μου, ανάμεσα στα αρώματα των κεριών, αλλά και των ολάνθιστων νυχτολούλουδων, που σαν να ενθουσιάζονταν κάθε που συμφωνούσαν με τον ειρμό της κουβέντας και άνοιγαν ακόμα πιο πολύ τα ολόλευκα πέταλά τους. Πόσο απολαμβάνω τα after quarantine dinners στο σπίτι, που λόγω της προηγούμενης -κακώς εννοούμενης- κανονικότητας (ή, αν προτιμάτε, κοινωνικότητας) μου είχε στερήσει η πολυσχιδής ατζέντα μου.
Η Ρενάτα Τσαούση, γενική διευθύντρια του Golden Hall, η Μαρία Στρατή, γενική διευθύντρια του J.K. Place Capri, ενός από τα πιο elegant και ultra aesthete ξενοδοχεία του κόσμου στο μαγικό Κάπρι, και εγώ ολοκληρώνουμε το δείπνο μας, δοκιμάζοντας μικρές κουταλιές από την αφράτη mousse au chocolat που έφτιαξα το απόγευμα. Με τη συνοδεία παγωμένου ροζέ από την Προβηγκία, μιλάμε για το (πολύ ο λόγος) restart, χαρτογραφούμε το (χιλιοειπωμένο) new normal και σχολιάζουμε την παγκόσμια αντίδραση και τις οικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού. Ισορροπούμε ανάμεσα στο πριν και στο μετά, κάνοντας όσα καλούμαστε να φέρουμε εις πέρας, ενώ παράλληλα μυούμε τα παιδιά μας στο home schooling. Συζητάμε για το πώς είναι να διοικείς στο Κάπρι, στο διαμάντι του στέμματος της πληγωμένης Ιταλίας, ένα τόσο classy ξενοδοχείο, που, σαν να βγήκε από τις σελίδες του F. Scott Fitzgerald, το ονειρεύονται πολλοί και αφορά λίγους. Συζητάμε το πώς χειρίζεσαι την επαναλειτουργία του βραβευμένου καλύτερου εμπορικού κέντρου της Ευρώπης, με τα νέα δεδομένα ασφαλείας, βάσει των κανόνων που εξέδωσε το υπουργείο Ανάπτυξης. Αναλύουμε το πώς χειρίζεσαι ένα Μέσο που σχετίζεται καταρχάς με την επικοινωνία, που αφορά το lifestyle και που καταπιάνεται με τάσεις και προτάσεις. Και κάπου εκεί, τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, καταλήγουμε πως οι απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από την ίδια τη νέα κανονικότητα, η οποία -όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια του hangover κάθε μεγάλης κρίσης- αποτελεί την προηγμένη, σαφώς καλύτερη, πιο εκλεκτική και πιο λειτουργική από κάθε προηγούμενη κατάσταση.
Και αν το ζητούμενο ήταν ο χειρισμός των δικών μας -φαινομενικά ή κυριολεκτικά- «high-profile» επαγγελμάτων, λίγη σημασία θα είχε. Μα οι ερωτήσεις είναι ακριβώς ίδιες για όλους και από τις απαντήσεις που θα δώσει ο καθένας, καθώς και από την ευκολία προσαρμογής μας, κρίνεται η επόμενη ημέρα μας. Η αντίδρασή μας στην αντιμετώπιση των κρίσεων μάς καθορίζει ως doers, or #not. Και το να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, στη μεταβατική μετα-lockdown εποχή, είναι ξεκάθαρα doable, αποδεικνύοντας την ικανότητά μας να προσαρμοστούμε στη νέα συνθήκη που επιβάλλει η πανδημία στην προσωπική και στην επαγγελματική μας ζωή.
«Και ποια θα είναι η επόμενη ημέρα για την κοσμική Αθήνα;». Αυτή η ερώτηση πέφτει πια γύρω στις τρεισήμισι μετά τα μεσάνυχτα, μα δεν με αιφνιδιάζει. Την έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό ουκ ολίγες φορές. Η απάντηση είναι μία: Αυτή που ήταν και την προηγούμενη ημέρα, αυτή που ήταν πάντα. Απλώς υπό την καθοδήγηση των νέων κανόνων ασφάλειας. Άρα, ακόμη πιο εκλεκτή. Και, όπως είχε απαντήσει η Μαρία σε μια συνέντευξή της για τον ταξιδιώτη στην COVID-19 εποχή: «Θα δουλεύει, θα μαθαίνει, θα ψυχαγωγείται, θα συναλλάσσεται και θα καταναλώνει εξ αποστάσεως». Όλα θα γίνονται πιο επιλεκτικά, πιο εκλεπτυσμένα, πιο ιδιωτικά. Μα ο πραγματικά κοσμικός άνθρωπος έτσι δεν επέλεγε να ζει πάντα, αφορίζοντας καθετί μαζικό; Όπως δεν θα έβλεπες ποτέ έναν πραγματικό κοσμοπολίτη ή bon vivant να ανέχεται η ξαπλώστρα του να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από εκείνη του διπλανού τουρίστα σε ξακουστή παραλία της Μυκόνου, έτσι δεν θα τον δεις και φέτος. Όπως δεν θα τον έβλεπες ποτέ να ανέχεται τον ιδρώτα του διπλανού, τα ντεσιμπέλ της κόλασης και τις ενθουσιώδεις συμπεριφορές του νέου χρήματος στις διακοπές του, προτιμώντας τη low profile αισθητική που οι αριστοκρατικές καταβολές του μπορούν να εκτιμήσουν και εξασφαλίζοντας την πολυπόθητη ιδιωτικότητα, έτσι δεν θα τον δεις και τώρα. Όχι, ο κορονοϊός δεν έχει διόλου να κάνει με την επιλογή αυτή ή με την αισθητική γενικότερα ενός κοσμικού ευζωιστή. Γιατί το «κοσμικό» είχε, έχει και θα έχει πάντα να κάνει με τα έργα και τις ημέρες ενός ανθρώπου, και όχι με τα φωτογραφικά φλας. Και, οπωσδήποτε, από τις σπουδαιότερες έως τις φαινομενικά ασήμαντες επιλογές του, που εστιάζουν αποκλειστικά στην ποιότητα και ουδέποτε στην ποσότητα. Αυτές είναι που κάνουν άλλωστε πάντα τη διαφορά. Το social distancing που επιβάλλει το hashtag της εποχής πλησιάζει όσο ποτέ άλλοτε τη φιλοσοφία της κοσμικής πραγματικότητας, με την ουσιαστική έννοια της λέξης και όχι με την παρανόηση και την παραζάλη των τηλεοπτικών μεσημεριανών πάνελ. Μπορεί οι κοινωνικές αποστάσεις να είναι ιδιαίτερα σαφείς και ευδιάκριτες, αλλά έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν.