Βασίλης Μπισμπίκης – Ιστορία Έρωτα και Αναρχίας

Ο πιο talk of the town ηθοποιός και σκηνοθέτης της σεζόν επιβεβαιώνει τη θεωρία του Woody Allen ότι το μυστικό της επιτυχίας είναι να είσαι διαφορετικός από τους άλλους και μας μιλάει για τα «Κόκκινα Φανάρια», το περιθώριο, τη Δέσποινα και την πραγματική σημασία του λαϊκού ήρωα.

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΜΠΙΜΠΙΣΙΔΗ

 

Xρησιμοποιεί πολλές φορές τη λέξη «ψυχή». Όχι «καρδιά»,όχι «νους», όχι «λογική», αλλά «ψυχή». Γιατί το «Άνθρωποι και Ποντίκια» ή τα «Κόκκινα Φανάρια», οι δύο sold-out παραστάσεις που παρουσιάζει στην καλλιτεχνική του γιάφκα, το Cartel, έχουν κάνει τόσομεγάλη επιτυχία; «Γιατί έχουν ψυχή», θασου απαντήσει. Ακόμη κι όταν μιλάει για τον έρωτά του με τη Δέσποινα Βανδή, πάλι θα σου πει για κάποιου είδους ψυχική σύνδεση. Ο Βασίλης Μπισμπίκης έχει τη γοητεία αυτών των ανθρώπων που άλλο φαίνονται κι άλλο είναι τελικά. Δεν είναι τυχαίο ότι πεθαίνει να σπάει στερεότυπα. Από την εφηβεία του μέχρι σήμερα, στα 45του,έζησεμιαάναρχηζωήεπιλέγοντας συνειδητά το περιθώριο από τα glam φώτα. Έφτασε σε αυτό που λέμε κοινωνικά «πάτο», αντιμετώπισε τα πάθη του, αποδέχτηκε τις προκλήσεις της ζωής του. Σήμερα είναι ένα από τα πρόσωπα της χρονιάς. Ίσως επειδή φαινομενικά τα έχει όλα: επαγγελματική ευημερία και έναν καινούργιο, μεγάλο έρωτα. Από τη μία λοιπόν η επιτυχία στο Cartel, εκεί που εκπροσωπεί το in-yer-face theater στην αθηναϊκή θεατρική πιάτσα, ένα είδος που απέκτησε φανατικό κοινό χάρη σ’ αυτόν. Από την άλλη, η σχέση του με τη Δέσποινα, που από τη στιγμή που έγινε γνωστή ένας άλλος, άγνωστος κόσμος ανάλαφρης δημοσιότητας ανοίχτηκε μπροστά του. Και τον καλωσόρισε για χάρη του έρωτά του για την τραγουδίστρια της καρδιάς πολλών Ελλήνων.

 

Πώς εξηγείς την τόσο μεγάλη επιτυχία που έχεις κάνει τα τελευταία χρόνια;

Νομίζω ότι ο κόσμος καταλαβαίνει ότι στο Cartel είμαστε μια ομάδα ανθρώπων που δουλεύει, κάνει έρευνα, ψάχνει την αλήθεια μέσα στα έργα. Δεν υπάρχει συνταγή στο θέατρο. Αν υπήρχε θα είχαμε βγάλει όλοι εκατομμύρια. Είναι ένα μυστικό πράγμα. Εμείς ξεκινήσαμε εδώ από την ανάγκη να δημιουργήσουμε κάτι που μας αφορά πραγματικά. Τα κείμενα τα χρησιμοποιούμε ως όχημα για να μιλήσουμε για πράγματα που μας αφορούν. Όλη η ομάδα δουλεύει πάνω στο κείμενο. Το μεταγράφουμε –μένουν μόνο η δομή και οι χαρακτήρες– και χτίζουμε βιωματικά πάνω σε αυτό. Όλα τα παιδιά βάζουν τις ψυχούλες τους και τις ζωές τους μέσα στην κάθε ιστορία.

Λειτουργείτε κάπως σαν κολεκτίβα.

 

Δεν υπάρχει εδώ ο «μπαμπούλας» γιατί στην πραγματικότητα κι εγώ σκηνοθέτης δεν είμαι. Ξεκίνησα να σκηνοθετώ από ανάγκη, επειδή ερχόντουσαν σκηνοθέτες και δεν περνούσαμε καλά. Οπότε είπαμε «δεν το κάνουμε μεταξύ μας για να γουστάρουμε και να περνάμε καλά;». Ένα πράγμα καταλαβαίνω μόνο, ότι αυτό που κάνουμε συγκινεί. Συγκινεί επειδή είμαστε αληθινοί. Δεν κρίνω αυτό που σκηνοθετώ. Άλλοι λένε ότι είναι σοκαριστικό, άλλοι λένε ότι είναι ακραίο. Εγώ δείχνω αυτά που έχω δει, χωρίς να τα ωραιοποιώ. Στο «Άνθρωποι και Ποντίκια» σε κάθε παράσταση έφευγαν στην αρχή δέκα άνθρωποι. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό! Θέλω να φεύγουν. Σημαίνει ότι κάτι τους συμβαίνει, ότι κάτι τους έχω κάνει μέσα τους. Προφανώς βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σε όλο αυτό χωρίς να το συνειδητοποιούν. Οι παραστάσεις μας είναι στην πραγματικότητα απλές, με γραμμική αφήγηση. Δεν είναι ούτε μεταμοντέρνες ούτε κουλτουριάρικες. Είναι παραστάσεις που θα τις καταλάβουν όλοι. Από κάποιον που δεν έχει καμία θεατρική παιδεία μέχρι κάποιον που είναι πολύ παιδευμένος. 

 

Θεωρείς δηλαδή ότι κάνεις λαϊκό θέατρο; 

 

Κάνω 100% λαϊκές παραστάσεις. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, αφού είμαι λαϊκός άνθρωπος.
Τι σημαίνει λαϊκός; Είμαστε άνθρωποι που έχουμε μεγαλώσει στις γειτονιές, στη λαϊκή τάξη, που έχουμε παιδευτεί στις ζωές μας, έχουμε μια λαϊκή παιδεία που τη βρίσκουμε στα καφενεία, στις μαζώξεις, στα ψαράδικα, στις πλατείες, που γουστάρουμε τα ελληνικά τραγούδια, εκφραζόμαστε δυνατά, άτσαλα, είμαστε αιχμηροί. Μεγάλωσα σε ένα συνοικισμό προσφύγων στο Λουτράκι. Πώς αλλιώς να ήμουν; Όλη μέρα στο δρόμο, με τις θείες να μας κυνηγάνε με τα σάντουιτς. Αυτά είναι τα βιώματά μου. Αν και είμαι και του αλωνιού και του σαλονιού. Αναγνωρίζω την αυθεντικότητα. Ό,τι κι αν είναι αυτό, να είναι αυθεντικό. Δεν μπορώ τη δηθενιά.

Πέρασε η εποχή της δηθενιάς;

Θεωρώ ότι η κοινωνία σήμερα έχει γίνει πολύ καλύτερη. Αρχίζουν οι άνθρωποι να βγάζουν τις ταμπέλες και τις πανοπλίες. Γινόμαστε πιο ανθρώπινοι. Είναι περισσότερα και τα ερεθίσματα που έχουν
τα νέα παιδιά. Είναι πιο συνειδητοποιημένα. Το βλέπω και από το παιδί μου, που είναι μόνο 9 ετών. Σαν να είναι πιο απελευθερωμένα παιδιά, πιο έξυπνα, πιο ακομπλεξάριστα. Σπάνε πολλά στερεότυπα. Μπορεί να οφείλεται και σ’ εμάς, την προηγούμενη γενιά, τους μπαμπάδες και τις μαμάδες τους. Αλλάζουν οι οικογένειες.

 

Εσύ σε τι οικογένεια μεγάλωσες;

Σε μια πολύ απλή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και ποδοσφαιριστής, η μητέρα μου νοικοκυρά, η αδελφή μου τραπεζική υπάλληλος. Μια κανονική οικογένεια που τα έφερνε – δεν τα έφερνε βόλτα με τα οικονομικά.

 

Γιατί παράτησες το σχολείο;

 

Με σταματήσαν και το σταμάτησα. Δεν το πήγαινα το σχολείο. Με έδιωξαν από τα σχολεία και του Λουτρακίου και της Κορίνθου, δεν είχε άλλα να πάω. Δεν γούσταρα, δεν μου άρεσε. Δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς και οι γονείς μου, τους ξεφτίλιζα όπου πήγαινα, είχαν απηυδήσει οι άνθρωποι. Έκανα καταλήψεις, έπαιζα ξύλο, έβριζα τους καθηγητές.

 

Σε τι αντιδρούσες; Πώς το εξηγείς τώρα;

 

Ήμουν πάντα ένας τύπος που δεν διάβαζε για το σχολείο, αλλά διάβαζα πολλά εξωσχολικά βιβλία. Από
τα 15 μου ταυτίστηκα με την αναρχία. Αυτή ήταν η αντίδρασή μου, αυτό άρχισα ναψάχνω.Οιπερισσότεροιαπότους συγγραφείςπουδιάβαζαέλεγανότιτο σχολείο με κάποιον τρόπο κατευθύνει τη σκέψη σου, σου βάζει καλούπια. Οπότε πήρα αυτό και το έκανα παντιέρα μου. Έλεγα ότι θα γυρίσω τον κόσμο, θα κάνω ταξίδια, θα γνωρίσω πολιτισμούς. Το έκανα! Από μικρός γύρισα όλη την Ευρώπη. Ήμουν ανοιχτόμυαλος, γνώριζα κόσμο από παντού. Ψαχνόμουν περισσότερο υπαρξιακά παρά με τη συμβατική παιδεία.

 

Ήσουν από αυτούς που πίστευαν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο;

Όχι ακριβώς, απλώς είχα τεράστια αντίδραση στο σύστημα. Για μένα η αναρχία θα έφτιαχνε την ιδανική κοινωνία. Αν το πνευματικό μας επίπεδο ήταν σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσε ο καθένας να είναι ελεύθερος χωρίς να επηρεάζει την ελευθερία του άλλου, θα είχαμε μια χρυσή εποχή. Αν το σκεφτείς, είναι η πιο ανθρωπιστική ιδεολογία. Περισσότερο ουμανιστής νομίζω ότι είσαι. Τώρα ναι, αγαπάω πολύ τους ανθρώπους. Τρελαίνομαι για τους ανθρώπους σε όλες τους τις εκφάνσεις, με όλα τα ελαττώματά τους. Δεν χρεώνω τίποτα στους ανθρώπους, χρεώνω την κοινωνία και τους θεσμούς. Οι άνθρωποι είμαστε καλοί στη βάση μας, αλλά όταν παίρνουμε εξουσίες εκεί αρχίζουν τα μπερδέματα, το έχει δείξει και η Ιστορία.

 

Ακόμη δηλώνεις αναρχικός;

Τώρα; Συστημικός του κερατά είμαι. Είμαι επιχειρηματίας, έχω θέατρο, πληρώνω, παίζω στην τηλεόραση. Μέσα στο σύστημα είμαι. Τηλεόραση γιατί έκανες; Για πολλά χρόνια τη φοβόμουν. Συνεργαζόμουν το 2008 με τον Κώστα Αρζόγλου σε μια παράσταση, ο οποίος έπαιζε στα «Μυστικά της Εδέμ» της Έλενας Ακρίτα και με πρότεινε για ένα ρόλο. Οικονομικά το είχα ανάγκη κι έτσι το έκανα. Δεν μου άρεσε καθόλου στην αρχή, αλλά το συνήθισα. Δεν μου άρεσε η ταχύτητα με την οποία γινόντουσαν τα πράγματα. Δεν υπήρχε χρόνος να ψαχτείς. Ήταν κόντρα σε όλο αυτό που πίστευα για την τέχνη. Με τα χρόνια κατανόησα το μηχανισμό της τηλεόρασης και άρχισα να το ευχαριστιέμαι. Ειδικά το «Κομάντα και Δράκοι» που κάναμε φέτος στο Mega με τον Θοδωρή Παπαδουλάκη το αγάπησα πολύ.

 

Πώς ένα λαϊκό παιδί, όπως μου λες, αποφασίζει ν’ ασχοληθεί με την τέχνη;

Δεν υπάρχει εξήγηση, η ζωή μου το έφερε μπροστά μου. Είχα δει τα «Κόκκινα Φανάρια» από έναν ερασιτεχνικό θίασο στο Λουτράκι και με γοήτευσε. Δεν είχακαμίαάλληδιέξοδοκαιείπααςπάωδυο φορές την εβδομάδα σε μια ερασιτεχνική ομάδα, να ασχολούμαι με κάτι. Συμμετείχα τότε στην «Ελένη» του Ευρυπίδη και επειδή κερδίσαμε σε ένα φεστιβάλ ερασιτεχνικού θεάτρου μας έδωσαν για ένα βράδυ το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Οπότε, από το πουθενά έπαιξα στην Επίδαυρο. Εκεί με είδε ο Τάσος Ρούσσος, που ήταν διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, και μου είπε ότι πρέπει να γίνω ηθοποιός. Έτσι μου καρφώθηκε η ιδέα, μέχρι τότε δούλευα κρουπιέρης στο καζίνο.

 

Άλλο πάλι αυτό! Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

Χάλια. Δεν πέρασα καθόλου ωραία. Μιζέρια. Ερχόντουσαν αγρότες από τις γύρω περιοχές, φτωχοί άνθρωποι, και χάλαγαν όλη τους την περιουσία σε ένα βράδυ, σακατεύονταν. Τι χαρά να πάρεις από αυτό; Έχω δει ανθρώπους να λιποθυμούν πάνω στο τραπέζι. Ένας τύπος τα είχε χάσει όλα, άσπρισε, έπεσε κάτω, τον έβγαλαν έξω σηκωτό. Τους έλεγα, ενώ δεν έπρεπε, «φύγε, ρε παιδί μου», αλλά ο άλλος πάνω στην τρέλα του δεν άκουγε κανέναν.

 

Τι μάθημα πήρες από αυτή την εμπειρία;

Ότι το πάθος μπορεί να γίνει η καταστροφή σου, να γίνει αρρώστια. Ό,τι γίνεται εξάρτηση είναι αρρώστια. Η ψυχή μου γαλήνεψε όταν ασχολήθηκα με το θέατρο. Μέχρι τότε άλλαζα δουλειές, δεν ευχαριστιόμουν με τίποτα, είχα μέσα μου ένα ανυπόφορο συναίσθημα, σαν να ήταν πειραγμένη η ψυχή μου.

 

Ανακάλυψες με τα χρόνια τι σε έκανε να νιώθεις έτσι;

Με βοήθησε η ψυχανάλυση που κάνω χρόνια. Προφανώς όλα έχουν να κάνουν με την παιδική ηλικία. Η αποδοχή είναι το θέμα μας, αυτό συμβαίνει στο 90% των ανθρώπων. Την αποδοχή αναζητάμε. Προφανώς, επειδή ήμουν ένα ιδιαίτερο παιδί, δεν μπορούσαν να με καταλάβουν. Σταμάτησα το σχολείο, ήμουν punk με ένα μπλε λοφίο, δαχτυλοδεικτούμενος. Όχι μόνο αποδοχή δεν είχα, με έβλεπαν και έφευγαν μακριά. Αυτό μέσα μου με έτρωγε. Και μη νομίζεις ότι λύνεται ποτέ. Πριν από εφτά χρόνια άρχισα να νιώθω καλύτερα με τον εαυτό μου.

 

Αναζητούσες βέβαια την αποδοχή, όπως μου λες, αλλά από την άλλη μπήκες σε μια δουλειά στην οποία κρίνεσαι συνεχώς.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που κάνουμε αυτές τις δουλειές γι’ αυτόν το λόγο τις κάνουμε, απλώς δεν είναι συνειδητό. Για την αποδοχή θέλουμε να γίνουμε «κάποιοι», για να μας χειροκροτάνε οι άλλοι. Μετά από λίγο καιρό, βέβαια, καταλαβαίνεις ότι το χειροκρότημα μόνο δεν φτάνει. Εκεί είναι που καταρρέεις. Έφτασες στο σημείο να καταρρεύσεις; Κατέρρευσα ψυχικά τελείως περίπου πριν από έξι χρόνια. Έπαθα κρίση πανικού, φοβερό breakdown. Παρόλο που ήδη είχα κάνει καλές δουλειές, παρόλο που έκανα και ψυχανάλυση. Ζητούσα την αποδοχή από κάποιον που, εγώ τουλάχιστον, θεωρούσα κορυφαίο στο σινάφι μου. Δεν την πήρα και εκεί έσπασε το «σπυρί». Έσκασε αυτό που είχα μαζεμένο μέσα μου χρόνια. Τότε άνοιξα το Cartel, άρχισα να σκηνοθετώ, σταμάτησα να ενδιαφέρομαι για το τι θα πει ο κόσμος.

 

Άρα ο aggressive αναρχικός με το μπλε λοφίο ήταν στην πραγματικότητα ένας υπερευαίσθητος τύπος;

Εννοείται ότι είμαι υπερευαίσθητος. Γι’ αυτό αγαπάω το περιθώριο και καταλαβαίνω αυτούς τους ανθρώπους.

 

Περιθώριο τι σημαίνει;

Προδομένα όνειρα. Άνθρωποι που για κάποιον εξωτερικό λόγο εμβολίστηκαν από τα όνειρά τους και μπήκαν σε σκοτεινούς δρόμους προσπαθώντας να μουδιάζουν την ψυχή τους με οποιονδήποτε τρόπο. Με άσκοπα γαμήσια, με το να ξεφτιλίζονται, να πέφτουν στις πρέζες, να καταρρέουν στην Ομόνοια.

 

Το έχεις ζήσει;

Το έχω δει και από κάποια πράγματα που έχω περάσει. Ήμουν στο περιθώριο. Και εκεί ανακάλυψα ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι τρομερά ευαίσθητοι και τους αγάπησα βαθιά. Με γοητεύουν οι ψυχώσεις τους, η ματιά τους, ότι ξεπερνάνε τα όρια. Για ένα διάστημα, στα 17-18 μου, έμενα σε ένα από αυτά τα λούμπεν ξενοδοχεία της Ομόνοιας, τα διαλυμένα, με τον τσοντοκινηματογράφο στο ισόγειο. Δεν είχε ούτε τουαλέτα στο δωμάτιο, ήταν όλα κοινόχρηστα. Οι τοίχοι τσιγαρόχαρτα. Δίπλα μου έμενε μια trans που έβγαινε στην πιάτσα. Κάθε βράδυ, μόλις έφευγε ο πελάτης, μου χτυπούσε συνθηματικά τον τοίχο και πήγαινα δίπλα να κάνουμε παρέα. Φροντίζαμε ο ένας τον άλλον, τρώγαμε, συζητούσαμε. Δεν μπορώ να την ξεχάσω. Με γοήτευε απίστευτα. Την έχασα, δεν ξέρω τι απέγινε. Ακόμη πάω και βυθίζομαι στα στενά της Ομόνοιας όταν δεν είμαι καλά ψυχολογικά, είναι ένα κομμάτι της ζωής μου ακόμη εκεί. Με συγκινεί. Έρχομαι πιο κοντά στον εαυτό μου. Βλέπω τους ανθρώπους στο δρόμο και λέω «έτσι ήμουν κι εγώ».

 

Πώς ξέφυγες από αυτό;

Είχα εγωισμούς μέσα μου, δεν ήθελα να καώ. Δεν ήμουν ένας μίζερος, εξαρτημένος τύπος. Το έκανα επειδή μου άρεσε.

 

Αυτό τον κόσμο απεικονίζεις στα «Κόκκινα Φανάρια»;

Στα «Κόκκινα Φανάρια» ήθελα απλώς να παρουσιάσω έναν κόσμο που υπάρχει και δεν τον βλέπουμε. Έναν κόσμο που είναι αναγκαστικά ένας σκληρός κόσμος. Αναγκάζεται να γίνει σκληρός για να επιβιώσει. Δυστυχώς οι trans άνθρωποι δεν έχουν γίνει αποδεκτοί ακόμη στην Ελλάδα, δεν μπορούν να δουλέψουν κανονικά ας πούμε σε μια εταιρεία, να ενσωματωθούν.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν συμβαίνει αυτό. Ακόμη και τώρα, με όσες trans έχω μιλήσει στην Ελλάδα αναγκάζονται να εκδίδονται. Μου λένε «πώς θα ζήσω αν δεν κάνω αυτή τη δουλειά;».

 

Και συνήθως οι άνθρωποι που θα πληρώσουν το βράδυ για να κάνουν σεξ με μια trans είναι αυτοί που το επόμενο πρωί δεν τις αποδέχονται.

Το 99% είναι αυτό που λες. Γι’ αυτό λέω ότι τα «Κόκκινα Φανάρια» είναι τα μυστικά του κόσμου. Είναι τα κοινωνικά στερεότυπα. Ακόμη κι αν το θέλουν κάποιοι άνθρωποι, δεν θα τολμήσουν να πάνε κόντρα στα στερεότυπα. Γιατί να υπάρχουν ακόμη αυτές οι ταμπέλες, οι περιορισμοί; Τους τελευταίους μήνες, μετά τη δημοσιοποίηση της σχέσης σου με τη Δέσποινα Βανδή, νομίζω ότι η ζωή σου έχει αλλάξει τελείως! Πάρα πολύ. Ήταν μεγάλη αλλαγή γιατί η Δέσποινα προέρχεται από έναν άλλο κόσμο.

 

Κατάφερες να συμβιβαστείς με την δημοσιότητα που έχει τώρα η προσωπική σου ζωή;

Τώρα είμαι σε φάση που το παρατηρώ κι αρχίζω κάπως να χαλαρώνω. Με τους ανθρώπους κυρίως χαλαρώνω γιατί είχα εκνευριστεί πάρα πολύ με τους δημοσιογράφους που με κυνηγούσαν.

 

Η Δέσποινα, που το έχει ζήσει πολλά χρόνια όλο αυτό, σε είχε προετοιμάσει; 

Μου είχε πει με τον τρόπο της ότι θα συμβεί. Με ρώτησε αν το αντέχω ή όχι, αλλά δεν ήθελα να μπω σε αυτή τη διαδικασία. Πάω όπου μου λέει η ψυχή μου, δεν με αφορά τι θα πει η κοινωνία για το αν θα είμαι ή όχι με τη Δέσποινα. Η Δέσποινα, όπως λες, είναι πιο εξοικειωμένη με αυτό το κομμάτι της δημοσιότητας, έχει μάθει να είναι η «δακτυλοδεικτούμενη» και κέρδισε αποδοχή και τεράστια αγάπη. Εγώ, από την άλλη, έχω περάσει το ίδιο από την αντίθετη πλευρά.

 

Πιστεύεις ότι όντως ενδιαφέρει τον κόσμο σε τέτοιο βαθμό η σχέση που μπορεί να έχουν δύο δημόσια πρόσωπα;

Δεν ξέρω, ρε φίλε, δεν το έχω καταλάβει. Προφανώς για να μας κυνηγάνε θα πουλάει σαν κουτσομπολιό. Ίσως να το βλέπουμε οι άνθρωποι κάπως σαν τη ζωή που δεν ζήσαμε, σαν το άπιαστο όνειρο. Λένε «η star με τον ηθοποιό». Και; Τι διαφορετικό έχουμε δηλαδή από τους άλλους ανθρώπους επειδή βγαίνουμε στην τηλεόραση; Είμαι ευτυχισμένος, είμαι ερωτευμένος, περνάω μια πολύ ωραία φάση στη ζωή μου. Και; Όλοι οι άνθρωποι μπορεί να είναι ερωτευμένοι και να περνάνε μια ωραία περίοδο με το σύντροφό τους. Σε τι διαφέρουμε εμείς; Τα ίδια συναισθήματα με όλους τους ανθρώπους έχουμε.

 

Νομίζω πως το γοητευτικό στη σχέση σαςείναι η αντίφαση. Ό,τι κανείς, φαινομενικά, δεν θα μπορούσε να σας φανταστεί μαζί.

Αυτό σίγουρα ιντριγκάρει, το καταλαβαίνω. Είναι όμως η «βιτρίνα». Τη Δέσποινα την έχει κάπως ο κόσμος στο μυαλό του, όπως και εμένα μου έχουν φορέσει την ταμπέλα του κουλτουριάρη – που δεν είμαι κουλτουριάρης, το ακούω σαν βρισιά όταν μου το λένε. Στον πυρήνα μας, εγώ βλέπω ότι η Δέσποινα είναι ένα rock άτομο και ταιριάζουν οι ψυχές μας. Είμαστε πολύ κοντά αν βγάλεις το περιτύλιγμα.

 

Τελικά, τι σε έκανε να την ερωτευτείς;

Είναι φοβερός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος πολύ ειλικρινής, με βάθος, που δεν λειτουργεί με στερεότυπα. Είναι πάρα πολύ έξυπνη, έχει τρομερό χιούμορ, είναι ανοιχτόμυαλη και κυρίως έχει μια ψυχική ζεστασιά – αυτό κυρίως: η σύνδεση που έχω με την ψυχή της.

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΚΟΣΜΑΣ ΚΟΥΜΙΑΝΟΣ

STYLING: ΔΈΣΠΟΙΝΑ ΚΟΛΙΟΥ
ΜΑΚΙΓΙΑΖ – ΜΑΛΛΙΑ: ΈΛΙΣΑΒΈΤ ΔΈΡΈ
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦIΣΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ CARTEL ΤΕΧΝΟΧΩΡΟΣ