14 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για την πανδημία: Γιάννης Γορανίτης

Ο Γιάννης Γορανίτης γράφει αποκλειστικά για το DownTown μια ιστορία με έμπνευση από την εποχή του κορονοϊού και τίτλο «Μια καρδιά στον αέρα».

Μέρα

Η Αλεξάνδρα ξύπνησε από το επίµονο ringtone. Τεντώθηκε για να πιάσει το κινητό από το κοµοδίνο. Στην οθόνη αναβόσβηνε η λέξη Μαµά. Αµφιταλαντεύτηκε αν πρέπει να απαντήσει. Τις τελευταίες ηµέρες µιλάνε πιο συχνά από ποτέ. Η µητέρα της ανησυχεί. Ανησυχεί υπερβολικά. Η Αλεξάνδρα έσυρε το πράσινο ακουστικό και είπε µια βραχνή καληµέρα. Η κυρία Ελένη τη ρώτησε πώς είναι. Η Αλεξάνδρα τη διαβεβαίωσε ότι είναι µια χαρά. «Αλεξάνδρα, τα πράγµατα σοβαρεύουν. Σοβαρεύουν πολύ», είπε και έκανε µια µικρή παύση, όχι όµως αρκετή για να µιλήσει η κόρη της. «Πρέπει να γυρίσεις στην Ελλάδα».

Η Αλεξάνδρα ανασήκωσε τα µαξιλάρια και στήριξε την πλάτη της. Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε έξω. Η πανεπιστηµιούπολη ήταν ακόµη ήσυχη λόγω της ώρας, αλλά αρκετοί πηγαινοέρχονταν ήδη στο προαύλιο της εστίας. Η Αλεξάνδρα δεν είχε ιδέα ότι τρεις συµφοιτητές της, όλοι δευτεροετείς στο τµήµα Συγκριτικής Λογοτεχνίας, ήταν ήδη φορείς του ιού. Το ίδιο και ο λέκτορας που συνάντησε στη βιβλιοθήκη. Και µία µαγείρισσα στο σελφ σέρβις εστιατόριο του κάµπους. Η Αλεξάνδρα δεν είχε ιδέα -όπως και κανείς απ’ όλους αυτούς- ότι µέχρι το απόγευµα θα είχαν µεταδώσει τον ιό σε δεκαεπτά ακόµη φοιτητές και εργαζόµενους του πανεπιστηµίου. «Είµαι ασφαλής εδώ», είπε η Αλεξάνδρα. Η µητέρα της πήρε µια βαθιά ανάσα. «Πουθενά δεν είσαι ασφαλής», είπε.

«Μαµά, υπερβάλλεις», είπε η Αλεξάνδρα κι αφού πάτησε το πλήκτρο της ανοιχτής ακρόασης, σηκώθηκε από το κρεβάτι. Άρχισε να προβάρει ρούχα στον καθρέφτη όσο η µητέρα της µιλούσε για όσα βίωνε τις τελευταίες ηµέρες στο νοσοκοµείο. «∆ιασωληνώνεται ο ένας µετά τον άλλο. Η ίδια διάγνωση: Αµφοτερόπλευρη πνευµονία». Η Αλεξάνδρα την έκοψε: «Επειδή είσαι συνέχεια εκεί µέσα, νοµίζεις ότι όλος ο κόσµος είναι άρρωστος». Η Ελένη ξερόβηξε. «Αλεξάνδρα, σοβαρέψου. Με αυτό τον ιό κανείς δεν µπορεί να παίζει. Ειδικά εσύ». Η Αλεξάνδρα έκανε να αντιµιλήσει αλλά το κράτησε µέσα της. Ειδικά εγώ, σκέφτηκε και έσκυψε το κεφάλι λες και την έβλεπε. Ο ερυθηµατώδης λύκος που εµφανίστηκε λίγο πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις δεν είχε σταµατήσει να την ταλαιπωρεί. Έπαιρνε τα φάρµακά της και συνέχιζε κανονικά τη ζωή της, αλλά στην άκρη του µυαλού της παραµόνευε διαρκώς η επίγνωση ότι η υγεία της είναι ευάλωτη.

«Αυτή τη φορά πρέπει να µε ακούσεις», είπε η Ελένη και, αφού µεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα, ανακοίνωσε στην κόρη της ότι της είχε ήδη βγάλει αεροπορικό εισιτήριο. «Πετάς αύριο για Αθήνα», είπε. Η Αλεξάνδρα ετοιµάστηκε κάτι να πει, αλλά η µητέρα της συνέχισε: «Μην αποχαιρετήσεις τους φίλους σου. Τουλάχιστον όχι από κοντά». Η Αλεξάνδρα αναστέναξε και κοίταξε από το παράθυρο. Η ζωή συνεχιζόταν κανονικά. Οι ακτίνες του ήλιου συνέχιζαν το αέναο παιχνίδι τους µε τα σύννεφα.

*

Ο ∆ηµήτρης πάτησε τον διακόπτη του ρεύµατος µε τον αγκώνα και κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της πολυκατοικίας. Είχε από µέρες πάψει να χρησιµοποιεί ασανσέρ. Λαχάνιαζε. Το τσιγάρο φταίει, έλεγε από µέσα του δίνοντας µια αφηρηµένη υπόσχεση ότι θα το ελαττώσει. Στο µετρό φρόντιζε να µην αγγίζει οτιδήποτε. Μετά από αρκετές δοκιµές είχε καταλήξει στην κατάλληλη στάση του σώµατος ώστε να µένει όρθιος χωρίς να χρειάζεται να κρατιέται από τις χειρολαβές ή να στηρίζεται στους στύλους. Σε ένα απότοµο φρενάρισµα του συρµού, όµως, έχασε την ισορροπία του. Άπλωσε το χέρι και στηρίχτηκε στο τζάµι. ∆εν είχε ιδέα ότι µια και µόνο εκπνοή ενός συνεπιβάτη του είχε στείλει αρκετές χιλιάδες σωµατίδια του ιού στην πόρτα του βαγονιού.

Έχε χάρη, σκέφτηκε ο ∆ηµήτρης και χαµογέλασε. ∆εν χαµογελάει συχνά τις τελευταίες ηµέρες. Το µυαλό του σκαρώνει δυσοίωνα σενάρια. Φοβάται. «∆εν φοβάµαι για µένα», είπε στον Φάνη, τον προϊστάµενό του στο call center, αφού του ζήτησε να εργαστεί κι εκείνος απ’ το σπίτι. ∆εν του είπε ότι έχει άσθµα. «Φοβάµαι για τη µάνα µου», συνέχισε ο ∆ηµήτρης κοιτώντας τα παπούτσια του. Από τότε που πέθανε ο πατέρας του, η καρδιά της κυρίας Στέλλας χτυπούσε ολοένα και πιο άρρυθµα. Έµοιαζε να έχει στερέψει από κουράγιο για ζωή. «Όλοι φοβούνται», είπε ο Φάνης µε την τσιριχτή φωνή του. «Όπως πάει, θα το διαλύσουµε το µαγαζί». «Μα τηλεπωλήσεις κάνουµε. Γιατί να µην απαντάµε τις κλήσεις από το σπίτι µας;» αντιµίλησε ο ∆ηµήτρης. «Η εταιρεία πρέπει να µείνει όρθια», είπε ο Φάνης και η φωνή του έγινε λίγο πιο λεπτή. ∆εν µένει απλώς όρθια, σκέφτηκε ο ∆ηµήτρης, αλλά ανθεί. Από τότε που ξεκίνησε η κρίση, τα τηλέφωνα δεν σταµατούν δευτερόλεπτο. Από εκεί που πουλούσαν χύτρες ταχύτητας και βραστήρες, το είχαν γυρίσει σε οξύµετρα και µάσκες πολλαπλών χρήσεων – «εντελώς άχρηστες», είχε αποφανθεί ο υπεύθυνος πωλήσεων όταν ο ∆ηµήτρης ζήτησε µία για τη µάνα του. Ο Φάνης ένευσε στον ∆ηµήτρη προς το αντισηπτικό στην είσοδο. «Καθαρά χεράκια και δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα», του είπε και έτριψε τα δικά του στον αέρα. «Μην τρελαθούµε κιόλας». Ο ∆ηµήτρης δεν επέµεινε. Είχε ανάγκη αυτήν τη δουλειά. Έπλυνε για πολλοστή φορά τα χέρια του και επέστρεψε στη θέση του.

Με το που έφυγε από τη δουλειά, ανακοίνωσε τηλεφωνικά στη µητέρα του ότι για το δικό της καλό θα σταµατήσει να την επισκέπτεται. Η κυρία Στέλλα αντέδρασε. «Ούτε για φαγητό δεν θα έρχεσαι;», ρώτησε ξεψυχισµένα. Ο ∆ηµήτρης την καθησύχασε. «Γρήγορα θα τελειώσει όλο αυτό και θα ξαναέρχοµαι κανονικά». Τερµατίζοντας την κλήση, είδε µια ειδοποίηση να αναβοσβήνει. «Έρχοµαι αύριο Αθήνα», έγραφε η Αλεξάνδρα. Η καρδιά του επιτάχυνε. Ανυποµονούσε να τη δει, αλλά ενδόµυχα ανησυχούσε. Τόσα ακούγονταν για όσους έρχονταν από το εξωτερικό. «Χαίροµαι», απάντησε. Πάτησε Αποστολή αλλά όπως ξαναδιάβασε το µήνυµα, του φάνηκε κάπως ξερό. «Χαίροµαι που θα το περάσουµε αυτό µαζί», συµπλήρωσε. Αντί απάντησης, η Αλεξάνδρα του έστειλε το emoticon της καρδιάς. Ήθελε να της στείλει κι εκείνος µία, αλλά του φάνηκε κάπως σαχλό. «Σου τη χρωστάω», ψιθύρισε και αποκοιµήθηκε κατάκοπος.

 

Μέρα

Η Αλεξάνδρα ξύπνησε αξηµέρωτα για να φύγει για το αεροδρόµιο. Είχε να ξυπνήσει τόσο νωρίς από τον Αύγουστο, όταν έπρεπε να προλάβουν το καράβι για την Αντίπαρο. Πότε θα ξαναπάµε διακοπές; αναρωτήθηκε. Πότε θα τελειώσει όλο αυτό; ∆εν είχε απαντήσεις, αλλά δεν µπορούσε να σταµατήσει να αναρωτιέται. Στο Heathrow, ο κόσµος ήταν λιγότερος από κάθε άλλη φορά, αλλά δεν έπαυε να είναι αρκετός. Η µητέρα της ήταν σαφής: Κρατάς αποστάσεις, φοράς µάσκα, δεν αγγίζεις το πρόσωπό σου, δεν τρως ούτε πίνεις τίποτα. Μάσκα ντράπηκε να φορέσει, αλλά φρόντισε να εφαρµόσει τις υπόλοιπες οδηγίες. Ήπιε µόνο έναν καφέ. ∆εν είχε ιδέα ότι εκατοντάδες µόρια του ιού περίµεναν πάνω στο πλαστικό καπάκι προκειµένου να µεταπηδήσουν στον ξενιστή τους, στον ζωντανό οργανισµό που θα έδινε νόηµα στη βραχύβια ύπαρξή τους.

Το αεροπλάνο ήταν µισογεµάτο. Η θέση της Αλεξάνδρας ήταν στο παράθυρο. Η µεσαία κενή και στην ακριανή της τριάδας καθόταν µια µικροκαµωµένη γυναίκα. Λίγο µετά την απογείωση, η γυναίκα έβηξε. Κοίταξε την Αλεξάνδρα µε αυτό το ντροπαλό, σχεδόν απολογητικό βλέµµα που έχουν αυτές τις µέρες όσοι βήχουν. Όχι δα, έµοιαζε να λέει. Ένα απλό βηχαλάκι είναι. ∆εν µε βλέπεις; υπονόησε το βλέµµα της. Είµαι υγιέστατη. Η Αλεξάνδρα πείστηκε. Κατέβασε το τραπεζάκι της ενδιάµεσης θέσης, λες και θα λειτουργούσε ως πρόσθετη ασπίδα προστασίας. Η γυναίκα τής χαµογέλασε. Φανή, της συστήθηκε. Έπιασαν κουβέντα. Εκείνη επέστρεφε γιατί λόγω µέτρων έκλεισε το µαγαζί που εργαζόταν, ένα εστιατόριο στο Μπράιτον. Η Αλεξάνδρα παρατηρούσε τα χαρακτηριστικά της όσο φλυαρούσαν για τις σχέσεις από απόσταση. «∆εν µπορώ καν να φανταστώ πόσο θ’ αλλάξουν οι ανθρώπινες σχέσεις µετά από αυτό», είπε η Φανή. Και η σχέση µε τον εαυτό µας ήθελε να συµπληρώσει η Αλεξάνδρα, αλλά η µασκοφόρος αεροσυνοδός τις διέκοψε για να σερβίρει το φαγητό. Η Φανή ακούµπησε τον δίσκο της Αλεξάνδρας στο τραπεζάκι του κενού καθίσµατος. Ούτε που είχε ιδέα ότι αρκετά µικροσωµατίδια µεταπήδησαν από το νύχι του παράµεσού της και στρογγυλοκάθισαν στο πλαστικό σκέπασµα του γεύµατος.

*

Φεύγοντας από τη δουλειά, ο ∆ηµήτρης συνάντησε στο ασανσέρ τον Παύλο, έναν συνοµήλικό του µε χαµένο βλέµµα. Τον χαιρέτησε µε ένα νεύµα και έσκυψε στο κινητό του, αλλά ο Παύλος ήταν παράταιρα ευδιάθετος. Ιδέα δεν είχε ότι ο ιός επωαζόταν στο ανώτερο αναπνευστικό του από τη στιγµή που αγκάλιασε την κοπέλα του χθες βράδυ. Ούτε εκείνη είχε ιδέα ότι ήταν φορέας από το περασµένο Σάββατο, όταν βρέθηκε σε ένα τραπέζι µε φίλους. Ο ∆ηµήτρης γύρισε αµέσως µετά τη δουλειά στο σπίτι. ∆ιάβασε τα µηνύµατα που του είχε στείλει η Αλεξάνδρα πριν επιβιβαστεί. Αποκοιµήθηκε στον καναπέ µε την τηλεόραση να αναπαράγει δυσοίωνα στατιστικά και καµπύλες που δεν έλεγαν να καµφθούν. Ιδέα δεν είχε ότι σύντοµα θα γινόταν κι ο ίδιος µια τόση δα, ανεπαίσθητη βούλα στη γραµµή που συνέχιζε να ανεβαίνει.

 

Μέρα

Η Αλεξάνδρα ξύπνησε στο παιδικό της δωµάτιο. Η αίσθηση ήταν ανακουφιστική και ταυτόχρονα αφόρητη. Βρισκόταν εκεί και την ίδια στιγµή έλειπε. ∆εν µπορούσε καν να συναντήσει τη µητέρα της µέσα στο σπίτι τους. «Για να µη σε κολλήσω και να µη µε κολλήσεις», ανακοίνωσε η Ελένη στην κόρη της και οριοθέτησε τους χώρους του σπιτιού που µπορεί να επισκέπτεται η καθεµιά.

Ο ∆ηµήτρης έπινε ήδη τον καφέ του όταν στην οθόνη του εµφανίστηκε η ένδειξη Εισερχόµενη βιντεοκλήση πάνω από το χαµόγελο της Αλεξάνδρας. Ήταν µια φωτογραφία από τις περσινές τους διακοπές στην Αντίπαρο. Ποιος ξέρει πότε θα ξαναπάµε διακοπές, σκέφτηκε και πάτησε το πλήκτρο της απάντησης. Τη ρώτησε πότε θα βρεθούν. Η Αλεξάνδρα είπε ότι η µητέρα της επιµένει να µη συναντήσει κανέναν για λίγες ηµέρες. Ο ∆ηµήτρης δυσανασχέτησε. «Περιµένω τόσους µήνες», της είπε. Η Αλεξάνδρα γέλασε. «Θα βρούµε µια λύση», είπε. Ο ∆ηµήτρης αποκοιµήθηκε στον καναπέ.

 

Μέρα

Με το που ξύπνησε, η Αλεξάνδρα τηλεφώνησε στη µητέρα της. Ήταν κάπως αστείο και την ίδια στιγµή θλιβερό το γεγονός ότι άκουγε το τηλέφωνο να κουδουνίζει στο σαλόνι, λίγα µέτρα µακρύτερα απ’ το δωµάτιό της. Η Ελένη της είπε περιληπτικά τα νέα του νοσοκοµείου –δεν είχε δα και άλλα νέα–, αλλά η Αλεξάνδρα δεν την πρόσεχε. Ήθελε απλώς να διεκδικήσει την ελευθερία της. Αµφέβαλλε για τη σκοπιµότητα της καραντίνας. «Υποµονή, βρε κορίτσι µου», έλεγε η Ελένη. «Όλοι κάνουµε υποµονή αυτές τις µέρες». «Υποµονή», απαντούσε κι η Αλεξάνδρα στα µηνύµατα του ∆ηµήτρη.

Το απόγευµα, o ∆ηµήτρης τσακώθηκε ξανά µε τη µάνα του, που επέµενε να πάει στην εκκλησία. Οι Χαιρετισµοί, έλεγε. «Υποµονή, βρε µάνα». Υποµονή. Ένιωθε κατάκοπος. Ο ύπνος τον πήρε και πάλι στον καναπέ. Μετά από καιρό είδε όνειρο. Καλούσαν, λέει, έξαλλοι πελάτες που κόλλησαν τον ιό γιατί οι µάσκες που τους πούλησαν δεν ήταν αποτελεσµατικές. «Τι να σας πω;», ψέλλισε ο ∆ηµήτρης. «Ένας απλός τηλεφωνητής είµαι».

 

Μέρα

Η Αλεξάνδρα ξύπνησε κακοδιάθετη. Καφές και πρώτο τηλεφώνηµα στον ∆ηµήτρη. «∆εν ξέρω τι φταίει, αλλά δεν είµαι στα καλά µου», είπε στον ∆ηµήτρη. «Το ταξίδι, η αναστάτωση, το άγχος της µάνας, µου… ∆εν ξέρω», του είπε. «Ακόµη και ο καφές µού φαίνεται άγευστος». Ιδέα δεν είχε ότι η απώλεια γεύσης ήταν από τα πρώτα συµπτώµατα της νόσου.

«Κανείς δεν είναι στα καλά του αυτές τις µέρες», είπε ο ∆ηµήτρης. Κανείς, επανέλαβε από µέσα του. ∆εν µπορούσε να σκεφτεί κάτι διαφορετικό. Ένιωθε τύψεις τις λιγοστές στιγµές που σκεφτόταν κάτι άλλο. Με τύψεις έκλεισε τα µάτια του και προσπάθησε ανεπιτυχώς να ξανακοιµηθεί – ήταν ο ιδανικός τρόπος για να αξιοποιήσει το ρεπό του από το τηλεφωνικό κέντρο.

 

Μέρα

Η Αλεξάνδρα ξύπνησε µε πόνους στο σώµα. Μια επίµονη ενόχληση στον λαιµό τής προκαλούσε ακόµη µεγαλύτερη ανησυχία. «Λες να κόλλησα κι εγώ;» έγραψε στον ∆ηµήτρη. «Μην τρελαίνεσαι», απάντησε εκείνος. «Κι εµένα µε πονάει λίγο ο λαιµός µου». Μάλλον το τσιγάρο, καθησύχασε τον εαυτό του, το παράκανα τις τελευταίες ηµέρες. Και συνέχιζε να τον καθησυχάζει µέχρι που κοιµήθηκε, ενώ ο ιός συνέχιζε απτόητος τη µάχη του µε τα υγιή κύτταρά του.

 

Μέρα

Η Αλεξάνδρα ξύπνησε µέσα στη νύχτα από τον έντονο βήχα της. Έβαλε θερµόµετρο. Ο υδράργυρος σηµάδεψε τη γραµµή που σήµαινε το 38. Στη µάνα της δεν είπε το παραµικρό, αλλά έστειλε µήνυµα στον ∆ηµήτρη. «Φοβάµαι», του έγραψε.

Με το που διάβασε το µήνυµα, ο ∆ηµήτρης ακούµπησε το µέτωπό του. Ζεστό. ∆εν είχε όµως θερµόµετρο. Τηλεφώνησε στον προϊστάµενο και του είπε ότι δεν νιώθει καλά. «Μάλλον έχω πυρετό». Ο Φάνης γέλασε τρανταχτά. «Για κάποιους σαν κι εσένα, από σήµερα έχουµε θερµοµέτρηση στην είσοδο. Θα ξεχωρίζουµε τους άρρωστους, θα ξεχωρίζουµε και τους ψεύτες». Ο ∆ηµήτρης ντύθηκε άκεφα και πήγε για δουλειά. Το µετρό µισοάδειο – εικόνα ανακουφιστική και συνάµα τροµακτική. Ο µασκοφόρος σεκιουριτάς στην είσοδο τον πλησίασε µε ένα φορητό θερµόµετρο. «Απύρετος», είπε και του χαµογέλασε. Ιδέα δεν είχε ότι εκείνο το µικροσταγονίδιο που ξέφυγε από τα χείλη του ∆ηµήτρη και προσγειώθηκε στο µάτι του θα µετέφερε αρκετό ιικό φορτίο για να νοσήσει και ο ίδιος.

Ο ∆ηµήτρης ακούµπησε το µέτωπό του µε την παλάµη. Το ένιωθε ζεστό. Επανέλαβε την κίνηση αρκετές φορές µέχρι το βράδυ. Κάθε φορά του φαινόταν και πιο ζεστό – στο µυαλό σου είναι όλα, έλεγε, µέχρι που έγειρε στον καναπέ.

 

Μέρα 11η

Η Αλεξάνδρα ξύπνησε µε την αίσθηση ότι δεν της φτάνει πια ο αέρας. Συνειδητοποίησε ότι δεν µπορούσε πια να κρύβεται από τη µητέρα της. Τηλεφώνησε και άκουσε πρώτα το κουδούνισµα και µετά τα βήµατα της Ελένης. Της είπε ότι δυσκολεύεται ν’ ανασάνει. Η Ελένη πέταξε το ακουστικό και έτρεξε στο δωµάτιο. Κάλυψε το στόµα και τη µύτη της µε το µανίκι. Με την ανάστροφη της παλάµης της ακούµπησε στο µέτωπο της Αλεξάνδρας. «Στο νοσοκοµείο για τεστ», είπε µόνο.

Ο ∆ηµήτρης δεν έβαζε πια θερµόµετρο. Ένιωθε το στήθος του να βράζει. ∆εν µπορούσε να σταµατήσει να βήχει. Πήρε τηλέφωνο στον ειδικό αριθµό και είπε τι του συµβαίνει. Τα συµπτώµατα. Το ιστορικό του µε το άσθµα. «Τι να σας πω; Τηλεφωνήτρια είµαι». Ο ∆ηµήτρης ανακάλεσε το όνειρο. «Συνάδελφος κι εγώ, τα ξέρω», είπε σχεδόν απολογητικά. Το αχνό γέλιο χάθηκε µέσα σε έναν παροξυσµικό ξερόβηχα. «Αν ο πυρετός δεν πέσει µέχρι το βράδυ, ξανακαλέστε», σύστησε η τηλεφωνήτρια. Ο πυρετός όµως ανέβαινε. Το πλάκωµα στο στήθος εντεινόταν. Ο ∆ηµήτρης κάλεσε ξανά. «∆ύσπνοια», είπε µε δυσκολία και έδωσε τη διεύθυνσή του.

Μέχρι να του χτυπήσει τραυµατιοφορέας, ήταν βέβαιος ότι θα πνιγεί. «Νιώθω να λαχανιάζω λες και ανεβαίνω γρήγορα τη σκάλα», είπε στον νοσηλευτή. Αυτή η αίσθηση επί χίλια. Ο ∆ηµήτρης είχε ανέβει χίλιες σκάλες και ζαλιζόταν. ∆εν µπορούσε να κρατήσει τα µάτια του ανοιχτά. Κοιµήθηκε στο φορείο. Ή λιποθύµησε.

 

Μέρα 13η

Η Αλεξάνδρα ξύπνησε ώρες αργότερα, χωρίς να έχει ιδέα πόσο είχε κοιµηθεί. Μετά από µέρες είχε επανέλθει η αίσθηση της όσφρησης. Απολυµαντικό και ιδρώτας. Και η αίσθηση της γεύσης. Μέταλλο στο στόµα. Ο αναπνευστήρας τής έδινε τις ανάσες που της έλειπαν. «Σου ’χω µια έκπληξη», της είπε µια νοσοκόµα που έµοιαζε ντυµένη αστροναύτης. Τράβηξε το κουρτινάκι που τη χώριζε από το διπλανό κρεβάτι, και παραµέρισε. Η Αλεξάνδρα έγειρε στο πλευρό µε δυσκολία.

Και τον είδε. Ο ∆ηµήτρης. Ήταν εκεί, ξαπλωµένος στο διπλανό κρεβάτι. Τα µάτια του κλειστά. Το χνότο του θάµπωνε τον διάφανο αναπνευστήρα. Όλοι µοιάζουµε ευάλωτοι όταν κοιµόµαστε, αλλά εκείνος έδειχνε εντελώς απροστάτευτος, αδυνατισµένος και πελιδνός µέσα στα λευκά σκεπάσµατα. «Είναι καλά;», ρώτησε η Αλεξάνδρα. Η νοσοκόµα έγνεψε καταφατικά. «Μα πώς;», ρώτησε η Αλεξάνδρα. «Πώς βρέθηκε εδώ;». «Η µάνα σου το κανόνισε», είπε η νοσοκόµα και σκούντησε τον ∆ηµήτρη µε τον γαντοφορεµένο της αντίχειρα. «Τα καταφέρνεις, µικρέ. Ο πυρετός πέφτει», του είπε. «Σου ΄χω κι εσένα µια έκπληξη», και του έγειρε απαλά το κεφάλι προς τ’ αριστερά. Ο ∆ηµήτρης ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα για να σιγουρευτεί ότι δεν κοιµάται. Έψαχνε κάτι να πει.

Τον πρόλαβε η Αλεξάνδρα. «Χαίροµαι», του είπε πνίγοντας έναν λυγµό. Η φωνή της ακουγόταν ροµποτική µέσα από τον αναπνευστήρα, αλλά στ’ αυτιά του ∆ηµήτρη ακουγόταν αφάνταστα µελωδική. «Χαίροµαι που θα το περάσουµε αυτό µαζί», πρόσθεσε. Ο ∆ηµήτρης ανοιγόκλεισε ξανά τα βλέφαρα. Αυτή τη φορά για να µη βουρκώσει. Πήγε να πει κάτι, αλλά λες και το µετάνιωσε σήκωσε τους δείκτες των χεριών του και ζωγράφισε µια καρδιά στον αέρα. «Σου τη χρωστούσα», ψιθύρισε.

* Tο πρώτο βιβλίο του Γιάννη Γορανίτη, η συλλογή διηγηµάτων 24, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη .