14 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για την πανδημία: Ροζίτα Σπινάσα

Η Ροζίτα Σπινάσα γράφει αποκλειστικά για το DownTown μια ιστορία με έμπνευση από την εποχή του κορονοϊού και τίτλο «Παράξενες μέρες».

«Strange days have found us, Strange days have tracked us down, They’re going to destroy our casual joys», η φωνή του Τζιμ Μόρισον ξεχύθηκε από τα ηχειάκια του υπολογιστή. Όταν το αφεντικό της έλειπε σε ραντεβού εκτός γραφείου, η Σοφία έβαζε να ακούγεται μουσική την ώρα που περνούσε τις ποσότητες των εμπορευμάτων στους λογιστικούς πίνακες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που από την επανάληψη αφαιρούνταν εντελώς· τα χέρια και τα μάτια της δούλευαν μηχανικά ενόσω το μυαλό της ταξίδευε σε διαφορετικούς τόπους και διαφορετικούς χρόνους, αποκομμένο από τους αριθμούς, το γραφείο, τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτή όμως τη φορά, πίσω από την καρτέλα του Excel κρυβόταν ένα ανοιχτό παράθυρο στην ιστοσελίδα της EasyJet. Η Σοφία περίμενε να επιστρέψει ο Σταματέλης από το ραντεβού του με ανυπομονησία, με άγχος και με μια τεράστια λαχτάρα.

Τους τελευταίους μήνες, η σκέψη της δεν σταματούσε να τη βασανίζει. Παρότι προσπαθούσε πολύ να μην, αυτή συνεχώς ξεγλιστρούσε στον Σταύρο. Νόμιζε πως τον είχε πια ξεχάσει, μέχρι που τον είδε εντελώς ξαφνικά –όπως εντελώς ξαφνικά συμβαίνουν πάντοτε αυτές οι κακοτοπιές–, με το καινούργιο του κορίτσι πιασμένους χέρι χέρι. Είχε πάει στο Έβερεστ της Σόλωνος να πάρει ένα σάντουιτς, όταν στάθηκαν δίπλα της για να παραγγείλουν καφέδες. Η Σοφία ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, τα μάγουλά της να φουντώνουν και την καρδιά της να βουτά στους αστραγάλους της. Και δεν της έφτανε το μαύρο της το χάλι, δεν μπορούσε και να σηκωθεί και να φύγει – όχι, έπρεπε να περιμένει να ψηθεί το σάντουιτς στημένη δίπλα τους αυτό το εφιαλτικό τρίλεπτο, νιώθοντας την ψιλοκουβέντα τους, τις πλάγιες ματιές τους, ακόμη και τον αέρα που ανέπνεαν να τη χτυπούν σαν ταπεινωτικά ραπίσματα. Όταν ο υπάλληλος της το έδωσε παραγεμισμένο με τα αλλαντικά και τη σος, η Σοφία ήθελε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Το πήρε καταντροπιασμένη· ένιωσε αντιαισθητική και άκομψη, χαμένη από χέρι. Παρά τις ελπίδες της για το αντίθετο, η απαίσια αίσθηση δεν εξαφανίστηκε μέσα στις επόμενες ώρες, μα κράτησε για μέρες· η εικόνα τους εμβόλιζε τις σκέψεις της και φαρμάκωνε την ψυχή της.

Και να που τώρα συνέβη κάτι συνταρακτικό: ο Θοδωρής, παλιός συμφοιτητής του ξαδέρφου της, την κάλεσε να τον επισκεφτεί στη Μαδρίτη. Η Σοφία είχε σχολιάσει τις προάλλες μια ανάρτησή του στο Facebook και μετά από λίγο εκείνος της έστειλε μήνυμα στο inbox. Εκείνη καταχάρηκε: τον είχε γνωρίσει πριν χρόνια στα γενέθλια του Μιχάλη, και της είχε αρέσει από τότε. Το ένα μήνυμα έφερε το άλλο, η επικοινωνία συνεχίστηκε για μέρες, μέχρι που ο Θοδωρής έστειλε την πολυπόθητη πρόσκληση: «Έλα στη Μαδρίτη να τα πούμε από κοντά. Στις 20 Μαρτίου φεύγει ο συγκάτοικός μου για λίγες μέρες και θα έχω το διαμέρισμα όλο δικό μου». Η Σοφία κατενθουσιάστηκε. «Επιτέλους, να που κάτι γίνεται σ’ αυτή τη ρημαδοζωή!» σκέφτηκε συγκινημένη. Είχε να ταξιδέψει στο εξωτερικό πέντε χρόνια. Λεφτά δεν υπήρχαν, ούτε παρέα διαθέσιμη. Με τον Σταύρο ίσα που είχαν πάει για πέντε μέρες στη Σέριφο πριν δυο χρόνια, το καλοκαίρι του 2018. Προσπαθούσε να μην το σκέφτεται γιατί την έπαιρνε από κάτω, αλλά ήταν αλήθεια ότι η ζωή της είχε γίνει πολύ μίζερη: σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι. Πού και πού καμιά βόλτα με τις φίλες της, αλλά όλα της φαίνονταν πια ίδια κι απαράλλακτα. Και να τώρα που αυτό το όμορφο αγόρι εμφανίστηκε από το πουθενά και την κάλεσε στη Μαδρίτη!

Ήταν 10 Φεβρουαρίου, θα πήγαινε σε ένα μήνα και κάτι. Σαν όνειρο της φαινόταν. Μόνο που υπήρχε κάτι που έπρεπε να καταφέρει, αν ήθελε το όνειρο να γίνει πραγματικότητα. Να πάρει δυο ημέρες άδεια: την Πέμπτη και την Παρασκευή 19 και 20 Μαρτίου, να τις κολλήσει στο Σαββατοκύριακο και να βγει ένα ωραιότατο τετραημεράκι. Είχε βρει φτηνές πτήσεις, στα 150 ευρώ. Όχι ότι της περίσσευαν τα χρήματα, αλλά θα έκοβε από αλλού. Αυτό το ταξίδι δεν θα το έχανε με τίποτα. Είχε να λείψει πολύ καιρό από τη δουλειά, από το προηγούμενο καλοκαίρι, όμως το κακό ήταν ότι ο Σταματέλης είχε τα νεύρα του. Ήταν να πάει πριν δυο βδομάδες στην Κίνα να κλείσει μια σημαντική δουλειά, αλλά ακυρώθηκε λόγω της επιδημίας που είχε ξεσπάσει εκεί. Η Σοφία είχε δει μερικά πλάνα στις ειδήσεις, σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας της είχε φανεί· ήταν που ήταν οι Κινέζοι φτυστοί μεταξύ τους, τώρα με τις μάσκες φαίνονταν ολόιδιοι. Ρε τι τραβάει ο κόσμος, σκέφτηκε για μια στιγμή, όμως η σκέψη της γύρισε γρήγορα στη Μαδρίτη. Η ιστοσελίδα την περίμενε ανοιχτή με τις ημερομηνίες και τις ώρες των πτήσεων. Είχε ήδη βγάλει την πιστωτική της κάρτα από το πορτοφόλι· το μόνο που έμενε ήταν να βρει το θάρρος να το ξεστομίσει στον Σταματέλη. Kαι, το σημαντικότερο, αυτός να της δώσει το πράσινο φως.

Μόλις άκουσε την εξώπορτα του γραφείου να ανοίγει, η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν ταμπούρλο. «Μα καλά, δεν ντρέπεσαι κοτζάμ γαϊδούρα να φοβάσαι έτσι; Δυο μέρες άδεια θα ζητήσεις, δικαίωμά σου είναι στην τελική. Όταν το καλοκαίρι έσκασε εκείνη η παραγγελία και σε έβαλε να αλλάξεις τα εισιτήρια και να φύγεις τρεις μέρες αργότερα για διακοπές καλά ήταν; Δεν τον είδα να δυσκολεύεται και πολύ να σου το ζητήσει», στο μυαλό της πήρε φωτιά η κουβέντα. Όμως το αυτομάλωμά της  δεν μπόρεσε να σταματήσει το άγχος της, που φούντωνε όλο και περισσότερο. Τον άκουσε να κάθεται βαρύς στην καρέκλα του και από το ζόρι τής ήρθε κατούρημα. «Έλεος, κορίτσι μου, σύνελθε επιτέλους», η Σοφία απηύδησε με την πάρτη της. Ειλικρινά απορούσε τι στο καλό την είχε πιάσει. Μήπως ήταν πως δεν μπορούσε να αντέξει να ακούσει το όχι; Αυτό το ταξίδι ήταν το καλύτερο πράγμα που της είχε συμβεί εδώ και πάρα πολύ καιρό. Σα να έπεσαν όλα αυτά τα αμέτρητα βράδια που καθόταν μόνη στο σπίτι και να την πλάκωσαν. Όλη αυτή η κλεισούρα, όλη αυτή η μοναξιά. Όχι, αυτό το ταξίδι θα το έκανε οπωσδήποτε, ο κόσμος να χαλούσε. «Σήκω τώρα όπως είσαι και πήγαινε να του το ζητήσεις. Όσο το καθυστερείς, τόσο περισσότερο μπλοκάρεις». Η Σοφία μέτρησε αντίστροφα από το δέκα· όταν έφτασε στο μηδέν, σηκώθηκε και περπάτησε προς το γραφείο του. Τα πόδια της έτρεμαν, η καρδιά της σφυροκοπούσε το στήθος της. «Ας βγει η φωνή μου κανονική Θεέ μου», το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να αρχίσει να τραυλίζει στο αφεντικό της.

«Κύριε Σταματέλη, να σας απασχολήσω για λίγο;»

«Τι είναι, Σοφία;» εκείνος δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει την ενόχλησή του.

«Είδα το πρόγραμμα και στις 19 και 20 Μαρτίου δεν έχουμε παραλαβές. Θα ήθελα να σας ζητήσω να λείψω αυτές τις δυο μέρες».

«Να λείψεις; Και πού να πας;»

«Ένα ταξίδι». Παραλίγο να συμπληρώσει ότι θα πάει με μια φίλη της στο εξοχικό της στον Βόλο, αλλά κατάλαβε έγκαιρα ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να του δώσει λογαριασμό.

«Ταξίδι; Μέσα στον Μάρτιο; Όλα τα είχαμε, ρε Σοφία, τα ταξίδια μας έλειπαν».

«Έχω να λείψω από τον Ιούλιο».

«Ε, ζήτα κι εσύ πάλι αυτόν τον Ιούλιο, να πας να κάνεις κανένα μπανάκι. Τώρα έχει ακόμα κρύο, δεν ξέρεις που λένε Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης;»

Της ήρθε να του πει ότι είναι χειμερινή κολυμβήτρια για να του τη σπάσει, όμως η ειρωνεία δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα.

«Τώρα με εξυπηρετεί, κύριε Σταματέλη», το ύφος της πήρε να χρωματίζεται από μια σιωπηλή παράκληση.

«Τι να σου πω, ρε Σοφία. Έχε χάρη που κόλλησαν οι Κινέζοι αυτόν τον κορονοϊό, κωλοϊό τον λέω εγώ μετά συγχωρήσεως, αρρώστησε ο Χαν Τσε Τουνγκ πώς στο διάολο τον λένε κι έχασα τη συμφωνία, 30 χιλιάρικα μέσα μπήκα εξαιτίας του. Τον κόλλησαν λέει επειδή τρώνε νυχτερίδες, αν έχεις τον Θεό σου, αηδίασα και μόνο που το άκουσα. Δεν είναι άνθρωποι αυτοί, Σοφία μου, ανήκουν σε άλλο είδος, έχε χάρη που έχουν τα σκλαβάκια και τα φτιάχνουν όλα κοψοχρονιά κι έχουν γίνει όλοι μάγκες, κάτι ανθρωπάκια μισοριξιά κι έχουν μαζέψει όλο το χρήμα, Τραμπ, Πούτιν, όλοι τους βαράνε προσοχές μπροστά τους. Τέλος πάντων, πότε είπες, 20 Μαρτίου;»

«19 και 20 Μαρτίου», του απάντησε με κομμένη την ανάσα.

«Άντε, εδώ που φτάσαμε, ας πάει και το παλιάμπελο. Πήγαινε κι εσύ το ταξιδάκι σου κι ο Θεός βοηθός να γιατρευτούν τα Κινεζάκια να πάρουμε πάλι μπρος, να μπει η άνοιξη και να αρχίσουμε τους δειγματισμούς στην επαρχία».

«Σας ευχαριστώ πολύ!» το πρόσωπο της Σοφίας φωτίστηκε ολόκληρο.

Έκανε μεταβολή κι επέστρεψε στο γραφείο της καρφί. Η κάρτα την περίμενε δίπλα από το πληκτρολόγιο. Πέρασε τα στοιχεία της στα ειδικά κουτάκια, συμπλήρωσε τον αριθμό της πιστωτικής και, αφού ήλεγξε ξανά τις ημερομηνίες, πήρε μια βαθιά ανάσα και πάτησε το ΚΡΑΤΗΣΗ. Ένα τεράστιο κύμα αγαλλίασης την πλημμύρισε. «Αυτό σημαίνει να χαίρεσαι με την καρδιά σου», σκέφτηκε και βούρκωσε. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα η δική της. Από τον διάδρομο ακούστηκε η εξώπορτα του γραφείου να κλείνει, ο Σταματέλης ξεπόρτισε ξανά. Η Σοφία έβαλε τη μουσική να παίζει και δυνάμωσε τον ήχο στη διαπασών.

«Strange days have found us, Strange days have tracked us down, They’re going to destroy our casual joys».  Ο Τζιμ Μόρισον της τραγουδούσε τα μελλούμενα, όμως η Σοφία δεν μπορούσε –ακόμα– να καταλάβει.

* Η Ροζίτα Σπινάσα είναι συγγραφέας. Το δεύτερο βιβλίο της, με τίτλο Σπόροι για Φύτεμα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.