Μεσημέρι, απλώνω ρούχα στο μπαλκόνι. Επικρατεί ησυχία, μια σιγή τόσο απόλυτη που με κάνει να αφουγκράζομαι τα πάντα, ακόμα και τα πράγματα που ως τώρα δεν ήμουν συνηθισμένη να ακούω. Το θρόισμα των φύλλων που σέρνονται στον δρόμο, τους παλμούς της καρδιάς μου, το αίμα που κυλάει μέσα στις φλέβες μου, τον ρυθμικό συριγμό που αφήνει η ανάσα μου κάθε φορά που ξεφυσώ πιάνοντας να γυρίσω μια κάλτσα από την καλή.
Από τη θέση αυτή βλέπω τη γυναίκα στο απέναντι μπαλκόνι να καπνίζει με την πλάτη γυρισμένη στον άντρα που πηγαινοέρχεται με μια φόρμα γυμναστικής κι ένα γκρι φούτερ, «μαλάκα, ε, μαλάκα», λέει σιγανά, σχεδόν από μέσα της. Εγώ όμως μπορώ να την ακούσω, τόσο καιρό κλεισμένη σε καραντίνα έμαθα να διαβάζω τα στόματα, να αποκρυπτογραφώ τις λέξεις, ιδίως τις σιγανές. «Μαλάκα, ε, μαλάκα», ψιθυρίζει ξανά και βγάζει τον καπνό κοιτάζοντας ευθεία απέναντι, σαν να μου λέει πως ξέρει ότι γνωρίζω τι είπε, σαν να συναινεί και, τι περίεργο, σαν να επιδιώκει αυτήν τη συνενοχή που έχουμε αναπτύξει μεταξύ μας, κι ας μην έχουμε ανταλλάξει ποτέ ούτε μια καλημέρα. Κι όμως, γνωρίζω τόσα πράγματα για εκείνη, όσα δεν θα μπορούσε να εκμυστηρευτεί ούτε στους πιο δικούς της ανθρώπους.
Χαρά. 32 ετών. Δυο γέννες. Δυο παιδιά. Ένας άντρας, ταξιτζής στο επάγγελμα. Ένα διαμέρισμα, 95 τετραγωνικά, κουζίνα, πάσο, τζάκι, λαμινέιτ, καπλαμάς και βακελίτης. Μια πεθερά χήρα, κατάκοιτη με αρχές άνοιας, ένας όροφος παρακάτω. Μια πολυκατοικία αντιπαροχή. Ένα δάνειο 550 ευρώ τον μήνα. Μια έκτρωση πριν από δυο χρόνια που έχει εκμυστηρευτεί μονάχα στην κολλητή της, τη Ζέτα. Δεν το ήθελε. Κι αυτόν δεν τον θέλει. Έκτοτε, παίρνει κρυφά αντισυλληπτικά, γι’ αυτό και πάχυνε. Αν ήταν στο χέρι της, θα έμπαινε σε ένα λεωφορείο με άγνωστο προορισμό φορώντας το καλό της φόρεμα, αυτό το ζωηρό κόκκινο που αγόρασε με έκπτωση ιντερνετικά, ένα νούμερο μικρότερο από το κανονικό, ως υπόσχεση στον εαυτό της ότι κάποτε θα ξαναγίνει όπως ήταν παλιά. Το φόρεμα αυτό της τονίζει τα ψωμάκια χαμηλά στην περιφέρεια. Δεν τη νοιάζει. Αν μπορούσε, αυτήν τη στιγμή κιόλας θα το φορούσε και θα έφευγε. Σιγά μην κάθεται εκεί, να καπνίζει στο μπαλκόνι μέχρι να πάθει καρκίνο του φάρυγγα, να ακούει τη γριά να της φωνάζει «Χαράααααααα» και να της ζητά το μακρύ της και το κοντό της, να κάνει τη δούλα του μαλάκα και να φτιάχνει μπισκότα σοκολάτας για δυο πιτσιρίκια χαζεμένα από το πολύ Νέτφλιξ. Τσάμπα -σκέφτεται- άφησε τη δουλειά της για να τα μεγαλώσει, «κορόνα στο κεφάλι μου» της είχε πει αυτός, κοίτα την τώρα πώς ξεφυσά με μια πλαστική κορόνα Μπάρμπι που της φόρεσε η μικρή της κόρη για πλάκα, να καπνίζει πάφα πούφα και να σκέφτεται πως χίλιες φορές καλύτερα ο κορονοϊός, ο Αρμαγεδδών και όλοι οι άγγελοι της Αποκάλυψης, παρά η κατάντια να είσαι έγκλειστη με κάποιον που δεν αντέχεις, όσο δεν αντέχεις και τον εαυτό σου την ώρα που ενδίδεις, σβήνεις το φως του κομοδίνου και ξαπλώνεις στο κρεβάτι δίπλα του. Όχι άλλο παιδί. Αυτό το ξεκαθάρισε στον εαυτό της, την ώρα που τη συνέτρεξε η Ζέτα στον γιατρό, άνοιξε τα πόδια της μετρώντας ανάποδα προβατάκια μέχρι που η μέθη έκανε τη δουλειά της και διακτινίστηκε μεμιάς στο βουκολικό χωριουδάκι λίγο έξω από την Κόρινθο, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκε στο κρεβάτι της άμβλωσης. Την πρώτη φορά ήταν στα δεκάξι, μικρό παιδί ακόμα. Το ’πε στη μάνα της, μα το κλάμα την έπνιγε, κάτι πήγαινε να ψελλίσει, όμως οι λέξεις δεν έβγαιναν, γίνονταν κόμπος, στέκονταν στους αεραγωγούς και της έκοβαν την ανάσα. Κι η μάνα της δεν τη ρώτησε τίποτα, μόνο έκανε τον σταυρό της κι έφτυνε τον κόρφο της λες κι η εγκυμοσύνη ήταν ένας δαιμονικός ιός, ιδιαιτέρως μολυσματικός, που θα μπορούσε να μαγαρίσει τις επιφάνειες και να εξαπλωθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του χωριού με ταχύτητα πανδημίας. Κάλεσε στο τηλέφωνο την ξαδέρφη της που έμενε στην Αθήνα να της πει τι να κάνει. «Η Χαρά μας», της είπε και δεν συνέχισε τη φράση, «Τι η Χαρά;» ρώτησε η άλλη, «Έχει πρόβλημα», απάντησε η μάνα της και η ξαδέρφη δεν ήθελε άλλο για να καταλάβει, λες και η λέξη «πρόβλημα» στις γυναίκες αυτής της ηλικίας δεν θα μπορούσε να σημαίνει ούτε πως έσπασε το πόδι της η Χαρά, ούτε πως έφερε κακό βαθμό στα Μαθηματικά, ούτε πως έπασχε από κάποια ανίατη ασθένεια που σε λίγο καιρό θα την έτρωγε ζωντανή. Το πρόβλημα για τη μητέρα της δεν ήταν άλλο παρά οι κακές γλώσσες που θα πέφτανε πάνω στο σπίτι σαν αρπακτικά πτηνά και θα λεηλατούσαν την υπόληψή της. Την έβαλε μέσα στο ΚΤΕΛ και την έστειλε πακέτο στο σπίτι της θείας της στην Κυψέλη. Αυτή τα ανέλαβε όλα. Και τον γιατρό, και τα χρήματα, και την ανάρρωση. Ύστερα, της είπε πως αν ήθελε θα μπορούσε να μείνει εκεί, να πάει στο νυχτερινό σχολείο και να συνεχίσει στην Αθήνα. Θα τη βοηθούσε όσο μπορούσε, υποσχέθηκε στη μάνα της, άλλωστε δεν είχε δικά της παιδιά, κι εκείνη δέχτηκε και την άφησε να μείνει. Όχι πως την ήθελε πίσω. Όλη η γειτονιά ήξερε πως τα βράδια η Χαρά το έσκαγε με τον γιο του Χρήστου του Αλβανού και, τώρα πια, ο κόσμος μίλαγε γιατί είχε να τη δει κάμποσο καιρό και είχε ήδη βγάλει συμπεράσματα. Χίλιες φορές καλύτερα στην Αθήνα, σκέφτηκε η μάνα της κι ύστερα τη σταύρωσε τρεις φορές κι άλλες τόσες την έφτυσε.
Έτσι, η Χαρά έβγαλε το νυχτερινό σχολείο και μετά από λίγο πέρασε και σε ένα ΤΕΙ Λογιστικής. Άρχισε δουλειά, γνώρισε τον Σταύρο, έμεινε πάλι έγκυος, παντρευτήκανε. Από την αρχή εκείνος την κεράτωνε. Πάνω στην κρίση, έκλεισε το γραφείο που δούλευε, έχασε τη δουλειά του, ανέβασε ζάχαρο, αρρώστησε κι η μάνα του, πολύ θέλει ο άνθρωπος; Πού και πού χάνει την ψυχραιμία του και της κόβει μια ανάστροφη, «μαύρα γυαλιά φοράω», τραγουδά κλεισμένη στο μπάνιο η Χαρά κρύβοντας επιμελώς τη μελανιά με κονσίλερ, λες και κάνει tutorial για μακιγιάζ στο YouTube. «Σήμερα, φίλες μου, θα σας δείξω ένα μακιγιάζ που εξαφανίζει μαύρους κύκλους και το οίδημα που άφησε η χερούκλα του Σταύρου κάτω από το μάτι». Ποια Καρντάσιαν και ποια Τζένερ, εκεί να δεις τι θραύση θα γινόταν.
Τώρα καπνίζει στο μπαλκόνι και με κοιτάζει. «Εσύ τι θα έκανες;» με ρωτά. Κοιτάζω δίπλα μου, «Ναι, σε σένα το λέω, τι θα έκανες στη θέση μου;»
Το βλέμμα της είναι καρφωμένο πάνω μου, επίμονο, σχεδόν απαξιωτικό.
«Πες μου, τι θα έκανες αν το τέρας που σε γκάστρωνε στα δεκάξι δεν ήταν άλλος από τον πατέρα σου; “Μην τολμήσεις να το πεις στη μάνα σου και σε σκότωσα”, βουλωμένο το στόμα, φρακαρισμένες κι οι λέξεις. Κι αν η μάνα σου έκανε μια ζωή τα στραβά μάτια κι ύστερα σε έδιωχνε από το σπίτι λες και δεν ήσουν το θύμα, αλλά το βδέλυγμα, ο θύτης κι ο ξενιστής μιας αλήθειας πιο φρικτής και πιο δυσοίωνης από κάθε μεταδοτικό ιό; Τι θα έκανες αν ο εγκλεισμός ήταν άλλης φύσης και δεν κρατούσε μια βδομάδα, δυο βδομάδες, έναν μήνα, αλλά μια ζωή; Αν έπρεπε να χτίσεις μόνη σου το κελί σου, να επιβιώσεις πάνω σε έναν γάμο που σε σκοτώνει μέρα με τη μέρα με έναν μαλάκα που σηκώνει χέρι πάνω σου, “δεν το ’θελα, Χαρά, να μου κοπούν τα χέρια αν το ξανακάνω”, φορτωμένη με έναν σκασμό μυστικά και επιλογές που κάποιοι σαν κι εσένα -εσένα που με κοιτάς από την ασφάλεια του δρόμου που μας χωρίζει και με κρίνεις εκ του ασφαλούς- τις βαφτίζουν αμαρτίες; Τι θα έκανες, λοιπόν, αν η καραντίνα που έπρεπε να μπεις κρατούσε για πάντα;»
Ταραγμένη, φεύγω από το μπαλκόνι όσο πιο γρήγορα μπορώ, στη βιασύνη μου σκοντάφτω πάνω στη λεκάνη με τα ρούχα, χάνω την ισορροπία μου μα αμέσως ανασκουμπώνομαι· μη με δουν τα παιδιά και τρομάξουν πως κάτι συμβαίνει.
«Μαμά», φωνάζει η μικρή μου κόρη. Τη βλέπω να περιφέρεται στο σπίτι πασαλειμμένη με ένα κόκκινο κραγιόν και με μια ψεύτικη κορόνα στο κεφάλι. «Θα φτιάξουμε μπισκότα σοκολάτας;»
«Έλα, ρε Χαρά, κουνήσου λίγο, τα παιδιά πεινάνε. Στις ειδήσεις λένε πως η πανδημία εξασθενεί, εγώ λέω να βγω με το ταξί μια βόλτα να ξεμουδιάσω λίγο. Τι θα φάμε για βράδυ;»
Ίσως ένα τελευταίο τσιγάρο στο μπαλκόνι. Ύστερα θα τραβήξω την κουρτίνα, θα ξαναμπώ μέσα στο ζεστό, ήσυχο καβούκι μου, μακριά απ’ όλους, μακριά από το βλέμμα της γειτόνισσας κι ακόμα πιο μακριά από αυτό το βλέμμα που με διαπερνά σαν οξύ, που με ξεψαχνίζει και που με κάνει να φωνάζω με όλη τη δύναμη της ύπαρξής μου «Μαλάκα, ε, μαλάκα, τι περιμένεις για να σπάσεις την καραντίνα που μόνη σου έχτισες και κλείστηκες για τόσο καιρό, τι περιμένεις για να ξεφύγεις από αυτή την κόλαση, από τα τέρατα που σε καταδιώκουν, τι περιμένεις επιτέλους για να αρχίσεις να αναπνέεις και να ζήσεις σαν άνθρωπος;»
Στρέφω τα μάτια χαμηλά. Κάνω πως δεν ξέρω. Κάνω πως δεν βλέπω. Κάνω πως δεν υπάρχει. Μάταια. Εξακολουθεί να βρίσκεται απέναντί μου και να με καρφώνει χωρίς έλεος. Το δικό μου απάνθρωπο βλέμμα.
* Το βιβλίο της Σοφίας Μπραϊμάκου Ματάμπρε: Ιστορίες που Σκοτώνουν την Πείνα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη. Το 2019 τιμήθηκε με το Βραβείο Μένη Κουμανταρέα της Εταιρείας Συγγραφέων.