Η κλιματική κρίση δεν είναι ένα πρόβλημα που περιμένει να λυθεί κα΄ποτε, αλλά μια πραγματική πρόκληση του εδώ και τώρα, που ξεκινά από τη βαθιά ριζωμένη μας πεποίθηση ότι, ως είδος, διαφέρουμε σε σύγκριση με τα άλλα είδη και ότι η φύση είναι ένας πόρος για να τον χρησιμοποιούμε εσαεί κατά βούληση για οικονομικά και άλλα ωφέλη.
Οι καταστροφές των τελευταίων ετών όμως, δείχνουν το ακριβώς αντίθετο και έχουν όχι μόνο απτό αντίκτυπο αλλά και συναισθηματικό και ψυχολογικό.
Έρευνες έχουν δείξει αύξηση των εισαγωγών για θέματα ψυχικής υγείας στα νοσοκομεία κατά την περίοδο καυσώνων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αδελαΐδα στη μακρινή Αυστραλία, όπου οι επιστήμονες συνέδεσαν τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, με τις μειωμένες καλλιέργειες και κατά συνέπεια με τις αυξημένες απόπειρες αυτοκτονιών σε αγρότες της περιοχής. Άλλες έρευνες στην Αυστραλία έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο αντίκτυπός των καυσώνων στην ψυχική υγεία των πολιτών είναι παρόμοιος με αυτόν της ανεργίας.
Μελετητές αυτή τη φορά στην Αγγλία είχαν υποδείξει πως οι καταστροφικές πλημμύρες του 2000 στα νότια της χώρας, τετραπλασίασαν τα ποσοστά ψυχικής οδύνης των κατοίκων με πολλούς από αυτούς να καταγράφονται ως επηρεασμένοι ψυχολογικά ακόμα και τέσσερα χρόνια μετά το συμβάν.
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα όπως αυτά που ζούμε τα τελευταία χρόνια, έχουν συνδεθεί με αυξημένα ποσοστά μετατραυματικού στρες, χρήση ναρκωτικών ουσιών και αυτοχειρίες ενώ λέξεις όπως ανημπόρια, εξάντληση και παραίτηση, ε΄χουν προστεθεί σε καθημερινή βάση στο λεξιλόγιό μας.
Ένας ακόμα όρος, αυτός του “προ-τραυματικού στρες για το κλίμα” αναφέρεται στην αγωνία της νέας γενιάς για το μέλλον του πλανήτη και στη ματαίωση των μακροπρόθεσμων πλάνων τους, όπως είναι αυτό της δημιουργίας οικογένειας.
Οι έρευνες που διεξάγονται παγκοσμίως, μιλούν για συναισθήματα απώλειας, θλίψης, ενοχής, άγχους, ντροπής και απόγνωσης. Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει πια και ο όρος “Climate Psychology”, ένας νέος τρόπος κατανόησης της συλλογικής μας “παράλυσης” απέναντι στην επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής που επιδιώκει να βελτιώσει την κατανόησή μας σχετικά με:
• τις άμυνες (όπως η άρνηση και ο εξορθολογισμός) που χρησιμοποιούμε για να αποφύγουμε αυτά τα δύσκολα συναισθήματα – και πώς αυτές οι άμυνες έχουν γίνει αναπόσπαστο στοιχείο στη διατήρηση των σχέσεων εκμετάλλευσης με τη φύση
• τις πολιτιστικές παραδοχές και πρακτικές (π.χ. η αίσθηση του προνομίου και το δικαίωμα, ο υλισμός και ο καταναλωτισμός, η πίστη στην πρόοδο) που αναστέλλουν την αποτελεσματική αλλαγή
• τις συγκρούσεις, τα διλήμματα και τα παράδοξα που αντιμετωπίζουν άτομα και ομάδες όταν μιλούν για την κλιματική κρίση με την οικογένεια, τους φίλους, τους γείτονες και τους συναδέλφους και
• τους ψυχολογικούς πόρους που απαιτούνται για να έρθει η όποια αλλαγή – θάρρος, ελπίδα, ριζοσπαστικές μορφές της φαντασίας μας, κλπ.
Το βέβαιο είναι πως το μέλλον μας δεν θα έχει καμία βεβαιότητα, αν δεν αναλάβουμε τη σπουδαία μας ατομική ευθύνη απέναντι στη φύση.