Γιατί μας αρέσει να βλέπουμε ιστορίες εγκλημάτων;

Mήπως βλέπουμε υπερβολικά πολλά true crime stories; Τι είναι αυτό που μας γοητεύει τόσο παράφορα στις σειρές και τις ταινίες γύρω από τη δράση των «πραγματικών κακών» της ζωής;

 

H ιστορία του Τζέφρι Ντάμερ είναι «πολύ κακή για να είναι αληθινή». Δυστυχώς είναι ακριβώς τόσο κακή όσο περιγράφεται στη σειρά «Dahmer – Monster: The Jeffrey Dahmer Story» και απόλυτα αληθινή. Κι όμως, παρότι οι περισσότεροι μέσες-άκρες γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, κάτι έχουν διαβάσει, κάτι έχουν ακούσει, ξέρουν εκ των προτέρων ότι βλέποντας τη σειρά θα βιώσουν ένα επίπεδο φρίκης πολύ υψηλό, στέκονται μαγεμένοι μπροστά στην τηλεόρασή τους και «στριμάρουν» τη ζοφερή αυτή ιστορία σαν να μην υπάρχει αύριο. Γενικά μιλώντας, οι τηλεοράσεις μας έχουν γεμίσει τον τελευταίο καιρό με μικρά και μεγάλα εγκλήματα, βασισμένα σε αληθινές ιστορίες. Μας μαγεύει εξίσου ο Ντάμερ και η Άννα Σορόκιν που «καμαρώσαμε» στο «Inventing Anna» να εξαπατά κατ’ εξακολούθηση δεκάδες αφελείς.

Ο Evan Peters πρωταγωνιστεί στο «Dahmer – Monster: The Jeffrey Dahmer Story»

Παρακολουθούμε με το ίδιο ενδιαφέρον το «Narcos», το «Narcos: Mexico» και την ιστορία του «El Chappo», ιστορίες με ναρκωτικά, δολοφονίες, διαφθορά και ποταμούς αίματος, όπως παρακολουθούμε το «Bad Vegan», το οποίο μπορεί να μην έχει καμία δολοφονία, αλλά έχει χειραγώγηση, απάτη, ένα χειριστικό απατεώνα και τελικά μια δολοφονία χαρακτήρα.

Ο Wagner Moura υποδύεται τον Pablo Escobar στο «Narcos».

Μας μάγεψε η ταινία «House of Gucci», η οποία, όσο κι αν πασπαλίστηκε με χρυσόσκονη και χλιδή, καταλήγει τελικά σε μια καλοσχεδιασμένη δολοφονία, «ρουφάμε» μέχρι τελευταίου πλάνου το «Assassination of Gianni Versace» αλλά και το σαφώς πιο light «The Tinder Swindler» ή το «The Real Blink Ring», ιστορίες δηλαδή χωρίς αίμα, χωρίς δολοφονίες, χωρίς ψυχοπαθείς, σχιζοφρενείς ή εμμονικούς δράστες, αλλά γύρω από μάλλον «αθώες» παραβατικές συμπεριφορές του απλού ποινικού δικαίου.

Cecilie Fjellhoy, Ayleen Koeleman και Pernilla Sjöholm, οι γυναίκες που μίλησαν στο «Tinder Swindler».

Γιατί μας γοητεύουν, μας ιντριγκάρουν, σχεδόν μας μαγεύουν οι σειρές και οι ταινίες που αναφέρονται σε πραγματικά, μικρά ή μεγάλα εγκλήματα; Καταρχάς, ακριβώς επειδή είναι πραγματικά: αγαπάμε τη μυθοπλασία, τη φαντασία, την υπερβολή, τα «τέρατα» από τα κόμικς ή τη φαντασία κάποιου δημιουργού, αλλά το αληθινό έχει άλλη αξία. Και όση ιστορία κι αν έχει γράψει ο Τζέισον από το «Παρασκευή και 13» ή τα μεταλλικά νύχια του Φρέντι Κρούγκερ από τον «Εφιάλτη στο δρόμο με τις λεύκες» ή τα καρφιά στο πρόσωπο του «Hellraiser», στο τέλος της ημέρας, όταν επικρατήσει η λογική, όσο κι αν μας έκαναν να φοβηθούμε, θα τους αρχειοθετήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ως φανταστικά πλάσματα, ως κατασκευασμένους κακούς που δεν μπορούν να μας απειλήσουν.

H Sarma Melngailis στο «Bad Vegan: Fame. Fraud. Fugitives».

Αλλά τα πραγματικά τέρατα, οι κακοί με ονοματεπώνυμο και ΑΜΚΑ, οι αληθινοί, «κανονικοί» άνθρωποι που εγκλημάτισαν, που έκλεψαν, εξαπάτησαν, σκότωσαν, διαμέλισαν και έφαγαν ανθρώπους, δεν είναι τέρατα που ζουν στη σφαίρα της φαντασίας, αλλά μπορεί να ζούσαν ή να ζουν στον κάτω όροφο. Τελικά, είναι φυσιολογική η εμμονή που δείχνουμε στο αληθινό έγκλημα και στη μεταφορά του στη μικρή ή μεγάλη οθόνη ή μήπως πρέπει να ανησυχούμε που μας αρέσει τόσο πολύ; Οι ειδικοί είναι μάλλον καθησυχαστικοί: «Δεν υπάρχει τίποτα περίεργο στο να μας αρέσουν οι ιστορίες αυτές. Δείχνει ότι είμαστε φυσιολογικοί και υγιείς», έχει πει ο Δρ Μάικλ Μαντέλ, πρώην επικεφαλής ψυχολόγος του αστυνομικού τμήματος του Σαν Ντιέγκο. Αλλά έβαλε κι έναν αστερίσκο: Αν το μόνο πράγμα με το οποίο ασχολούμαστε, τα μόνα βιβλία που διαβάζουμε και οι ταινίες και σειρές που βλέπουμε αφορούν εγκλήματα, αν έχουμε σπίτι αποκόμματα από εφημερίδες γύρω από τέτοιες ιστορίες, τότε καλό είναι να το κοιτάξουμε.

Ένας άλλος Δόκτωρ, ο ιατροδικαστής ψυχολόγος Πολ Ματιούτσι, προσπαθεί να ερμηνεύσει τους λόγους που μας γοητεύει το «κακό» τόσο πολύ θεωρώντας ότι τα αληθινά εγκλήματα μας βοηθούν να ρίξουμε μια ματιά στο νου των δραστών, ειδικά αυτών που έχουν διαπράξει φόνο. «Αυτή η μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό πάντα υπάρχει. Και τι είναι αυτό που ωθεί τελικά έναν άνθρωπο να αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή;» αναρωτιέται. Η Δρ Ελίζαμπεθ Ρούτχα, κλινική ψυχολόγος στο Σικάγο, εξηγεί ότι το ενδιαφέρον μας, ο τρόπος που μας γοητεύει η μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, ξεκινάει από τα πολύ νεανικά μας χρόνια, ακόμα και τα παιδικά, όταν διαμορφώνεται ο χαρακτήρας μας και αποκτάμε τον αξιακό μας κώδικα, με τον οποίον θα πορευτούμε στη ζωή μας.

Η συγγραφέας του «Lost Girls», Κέιτλιν Ρότερ, θεωρεί ότι μέσα από τις σειρές και τις ταινίες αυτές θέλουμε να καταλάβουμε τι οδήγησε τους συγκεκριμένους ανθρώπους σε αυτή την ακραία πράξη: «Θέλουμε να έχουμε κάποια εικόνα για την ψυχολογία ενός δολοφόνου εν μέρει για να μπορέσουμε να μάθουμε πώς να προστατεύουμε τις οικογένειές μας και τους εαυτούς μας, αλλά και επειδή απλώς μας γοητεύει η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και τα πολλά μονοπάτια που μπορεί να ακολουθήσει ο ανθρώπινος νους.» Βέβαια, μεγάλο ρόλο στο τι επιλέγουμε να παρακολουθούμε στις τηλεοράσεις μας παίζει αυτό που κυριαρχεί στην καθημερινότητά μας.

Κάτι που συμβαίνει εδώ και χρόνια, αλλά ειδικά τον τελευταίο καιρό –με καραντίνα, εγκλεισμό, απομόνωση και μια τηλεόραση μόνιμα αναμμένη στο σαλόνι να παίζει ειδήσεις– έχει ενταθεί. Επιπλέον, αυτή η δύσκολη κατάσταση που βιώνει όλος ο πλανήτης τα τελευταία χρόνια – με οικονομική κρίση, πανδημία, με τον πρόσφατο πόλεμο στην Ουκρανία και κοινωνική αναταραχή σχεδόν παντού– έχει σημειωθεί αύξηση της εγκληματικότητας, της ενδοοικογενειακής βίας, των συζυγοκτονιών, των αυτοκτονιών και των δολοφονιών.

Όσο είμαστε σπίτι, βλέπουμε πραγματικά εγκλήματα στα δελτία ειδήσεων αλλά και true crime stories στις συνδρομητικές πλατφόρμες – βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από εικόνες, ειδήσεις και φρικιαστικές ιστορίες, από τις οποίες ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε είναι να βγάλουμε την τηλεόραση από την πρίζα. Ο Δρ Μαντέλ παρατηρεί εύστοχα ότι «η γοητεία που μας ασκεί το έγκλημα ισοδυναμεί με το φόβο που μας προκαλεί το έγκλημα». Κάτι ακόμα που εξηγεί τον εθισμό μας με τα true crime stories είναι η ίδια η ανθρώπινη φύση μας: «Οι κατά συρροήν δολοφόνοι τραβούν την προσοχή των ανθρώπων όπως τα τροχαία ατυχήματα, τα ναυάγια ή οι φυσικές καταστροφές», γράφει ο Σκοτ Μπον, καθηγητής εγκληματολογίας και συγγραφέας του «Why we love serial killers». Κοινώς, δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω τους. Όπως σταματάμε στο δρόμο όταν δούμε ένα τρακάρισμα έτσι μας κινεί το ενδιαφέρον και η δράση ενός serial killer.

Ο συγγραφέας αληθινών εγκλημάτων Χάρολντ Σέχτερ έχει μια ενδιαφέρουσα θεωρία: «Οι δράστες αυτών των εγκλημάτων μπορεί να διαδραματίσουν σημαντικό κοινωνικό ρόλο. Το έγκλημα είναι κομμάτι της κοινωνίας από τα αρχαία χρόνια, είναι συστατικό της ζωής. Οι εγκληματίες μπορούν να εκπληρώσουν το κοινωνικό χρέος τους μόνο αν ο κόσμος γνωρίζει ακριβώς τι αδικίες έχουν διαπράξει και πώς έχουν τιμωρηθεί.» Μπορεί οι σειρές και οι ταινίες αυτές να έχουν και διδακτικό χαρακτήρα; Σύμφωνα με τη Μέγκαν Μπούρσμα, ίσως μας βοηθούν να παίρνουμε τα μέτρα μας και να αποφεύγουμε κακοτοπιές και επικίνδυνες καταστάσεις. Οι ψυχολόγοι σημειώνουν ότι οι γυναίκες φαίνεται να αγαπούν περισσότερο από τους άντρες αυτές τις ιστορίες, ίσως επειδή νιώθουν ότι έτσι αυξάνουν τις πιιθανότητές τους να επιβιώσουν εάν βρεθούν σε μια επικίνδυνη κατάσταση. Μία μελέτη του 2010 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες επιλέγουν περισσότερο από τους άντρες βιβλία αληθινών εγκλημάτων που περιέχουν συμβουλές για το πώς να αμύνεσαι όταν δέχεσαι επίθεση και προτιμούν αυτά που αναφέρονται σε γυναίκες θύματα.

Η Αμάντα Βίκαρι, επικεφαλής της μελέτης αυτής, αναφέρει ότι «μαθαίνοντας για τις δολοφονίες –ποιος μπορεί να είναι δολοφόνος, πώς συμβαίνουν αυτά τα εγκλήματα, ποια είναι τα θύματα κλπ.– οι άνθρωποι μαθαίνουν επίσης τρόπους για να αποφύγουν να γίνουν οι ίδιοι θύματα». Η παρακολούθηση, η ακρόαση ή η ανάγνωση πραγματικών εγκλημάτων «θα μπορούσε να είναι σαν μια πρόβα τζενεράλε», λέει η ψυχίατρος Δρ Σάρον Πάκερ. Η ψυχολόγος Δρ Μαρίσα Χάρισον σημειώνει ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για το αληθινό έγκλημα «επειδή έχουμε εξελιχθεί έτσι ώστε να δίνουμε προσοχή σε πράγματα που θα μπορούσαν να μας βλάψουν για να έχουμε τη δυνατότητα να τα αποφεύγουμε πιο αποτελεσματικά». Και συμπληρώνει: «Όσοι κατάφεραν να διαβλέψουν και να αποφύγουν φρικτά γεγονότα άφησαν περισσότερους απογόνους, λογικά επειδή μπόρεσαν να ξεφύγουν από επιβλαβή ερεθίσματα.»

Επίσης, όταν βλέπουμε αυτές τις σειρές και τις ταινίες νιώθουμε παράλληλα μια ανακούφιση που δεν είμαστε εμείς το θύμα, όπως σχολίασε η Τάμρον Χολ, οικοδέσποινα του «Deadline: Crime»: «Δεν είναι σαδιστικό ούτε δείχνει αδιαφορία. Αν το κακό έπρεπε να συμβεί σε κάποιον, τουλάχιστον συνέβη σε κάποιον άλλον.» Από την άλλη πλευρά, η παρακολούθηση ενός αληθινού εγκλήματος μας δίνει την ευκαιρία να λειτουργήσουμε με ενσυναίσθηση, σύμφωνα με τον δόκτορα Μαντέλ. Νιώθουμε συμπόνοια για το θύμα, αλλά καμιά φορά και για το θύτη: «Όταν θυμώνουμε πολύ με κάποιον, συχνά πάνω στα νεύρα μας λέμε “θα σε σκοτώσω!” αλλά ευτυχώς είναι λόγια της στιγμής. Όταν όμως κάποιος σκοτώνει εν βρασμώ ή σε μια έντονη συναισθηματικά κατάσταση στην οθόνη λες “δόξα τω Θεώ που δεν ήμουν εγώ”.» Τα true crime stories επίσης ανεβάζουν την αδρεναλίνη μας στα ύψη. Η Δρ Μπον λέει: «Αν θέλετε να αντιληφθείτε την εθιστική δύναμη της αδρεναλίνης, σκεφτείτε το παιδί που αναζητώντας συγκίνηση μπαίνει στο τρενάκι του λουναπάρκ ξανά και ξανά. Η επίδραση του αληθινού εγκλήματος στα ανθρώπινα συναισθήματα είναι παρόμοια με αυτή που προσφέρει το τρενάκι του λούνα παρκ.»

Την ίδια στιγμή, οι αληθινές αυτές ιστορίες μας ωθούν να προσπαθούμε να λύσουμε το μυστήριο. Ενεργοποιούν το νου μας, μας κάνουν ντετέκτιβ του καναπέ και σχεδόν ευτυχισμένους αν μπορέσουμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο δολοφόνος πριν από τη λύση του εγκλήματος. Η Δρ Κάθριν Ράμσλαντ, καθηγήτρια εγκληματολογικής ψυχολογίας, λέει ότι «τα περισσότερα αληθινά εγκλήματα στην τηλεόραση και στα βιβλία λειτουργούν σαν παζλ που μας αρέσει να λύνουμε». Τελικά, μήπως κατά βάθος τα βλέπουμε επειδή μας αρέσει να φοβόμαστε; Ναι, αλλά ελεγχόμενα: Η απειλή υπάρχει, ο φόβος επίσης, αλλά είμαστε στο σπίτι μας και ξέρουμε ότι δεν κινδυνεύουμε. «Οι ιστορίες των πραγματικών δολοφόνων είναι συχνά για τους ενήλικες ό,τι οι ταινίες με τέρατα για τα παιδιά», λέει η Δρ Μπον. «Οι ιστορίες για κατά συρροή δολοφόνους είναι παραμύθια για μεγάλους.» Τέλος, υπάρχει ένας ακόμα λόγος που οι ιστορίες αυτές μας σαγηνεύουν: επειδή είναι καλοφτιαγμένες. Από τα παλιά χρόνια, οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά για να ακούσουν μια ιστορία και αν τους άρεσε ήθελαν κι άλλη. Αν μπορείς να πεις μια ιστορία για πραγματικούς ανθρώπους που εμπλέκονται σε αληθινά πράγματα, αυτό κεντρίζει το ενδιαφέρον περισσότερο από κάτι που έφτιαξε κάποιος σεναριογράφος του Hollywood. Στα περισσότερα true crime stories μάλιστα, η υπόθεση έχει κλείσει – κι αυτό προκαλεί στο θεατή μια αίσθηση ανακούφισης: O «κακός» έχει συλληφθεί ή έχει πεθάνει, μπορεί να έχουν συμβεί και τα δύο.

Από τον Κώστα Βαϊμάκη