Γιατί όλοι βραβεύουν το Artisanal;

 

Ένα πανέμορφο διατηρητέο, με κήπο-παράδεισο, στην Κηφισιά, μεταμορφώνεται σε hot spot των foodies και κάθε χρόνο σαρώνει τα βραβεία. Τι είναι αυτό που το κάνει τόσο ξεχωριστό, εκτός από το απίστευτο location;

 

Από τη Μαριλού Πανταζή

 

Το Artisanal άνοιξε πριν από τέσσερα χρόνια, τον χειμώνα πριν από τα capital controls. Η εποχή πήγε να του βάλει τρικλοποδιά, αλλά εκείνο στάθηκε στο ύψος του. Το διατηρητέο αρχοντικό, με τον πανέμορφο κήπο, έγινε το νέο επίκεντρο του γαστριμαργικού ενδιαφέροντος και σε χρόνο dt πέρασε από την κατηγορία «new hot entry» στην κατηγορία «all time classic». Το location δεν ήταν ο μόνος λόγος. Πίσω από τα μέρη κρύβονται οι άνθρωποι και το όραμά τους. Ο Φώτης Σεργουλόπουλος και ο Βαγγέλης Γερασίμου είχαν ήδη στα χέρια τους μια επιτυχία. Το 2012 είχαν ανοίξει το club Shamone, στο Γκάζι και είχαν αποδείξει ότι μαζί μπορούσαν να κάνουν θαύματα. Ο Φώτης, με την πλούσια εμπειρία του στην τηλεόραση, έχει τη γνώση και την ικανότητα να υλοποιεί ιδέες. Ο Βαγγέλης, με την πλούσια εμπειρία του στον χώρο της εστίασης, έχει τη γνώση και την ικανότητα να κάνει τα πράγματα να λειτουργούν σωστά. Το Shamone ήταν μόνο η αρχή. Το Artisanal είναι η νομοτελειακή συνέχεια.

Το story πίσω από το success story

«Οι επιχειρήσεις δεν στήνονται για πλάκα», μας λέει ο Φώτης Σεργουλόπουλος. Ούτε και τυχαία, βέβαια. Τυχαίος ήταν μόνο ο τρόπος που βρέθηκε το location του Artisanal. «Περνούσαμε απέξω, σε βόλτα, και είδαμε ένα μεγάλο πανό που έγραφε “Ενοικιάζεται”. Το ίδιο το κτίριο, δηλαδή, μας φώναξε». Το ίδιο το κτίριο είχε τη δική του λαμπερή ιστορία. Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν το σπίτι του σταβλάρχη του βασιλιά Παύλου και στους χώρους του περιφέρονταν μέλη της μεγαλοαστικής τάξης της εποχής. Το παρελθόν του καθόρισε και το μέλλον του. Ο Φώτης και ο Βαγγέλης οραματίστηκαν την αναβίωση ενός μεγαλοαστικού σπιτιού των 50s και των 60s. Με το επιβλητικό τζάκι του και τα καλόγουστα έπιπλα που θα το έντυναν -διαφορετικά μεταξύ τους- όπως σε ένα κανονικό σπίτι. Με τα φίνα, αλλά παράταιρα σερβίτσια, που θα έβρισκες σε ένα κανονικό σπιτικό τραπέζι. Παλαιοπωλεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ήταν οι πηγές τους. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε το αρχιτεκτονικό δίδυμο του Γιώργου Γαβαλά και του Γιάννη Μουρίκη, «οι οποίοι έχουν εμπειρία στα σκηνικά θεάτρου, που πολλές φορές είναι προσομοίωση σπιτιού», σημειώνει ο Φώτης. Οι επεμβάσεις τους, όμως, δεν αφορούσαν μόνο την επίπλωση και τη διακόσμηση του εσωτερικού χώρου. Ο υπέροχος κήπος αξιοποιήθηκε όπως του άξιζε και ενισχύθηκε με ένα εντυπωσιακό γυάλινο πάτιο, που ανοίγει το καλοκαίρι και γίνεται ένα με τον καταπράσινο περίγυρο. «Έγιναν επενδύσεις μεγάλου ύψους, σε μια πολύ δύσκολη εποχή», θυμάται ο Φώτης, «αλλά χώρο σαν αυτόν δεν θα βρεις πουθενά αλλού στην Αθήνα και στα περίχωρα. Υπερήφανα θα πω ότι είμαστε οι μόνοι με τέτοιον χώρο».

Και το όραμα έγινε γεύση

Το Artisanal, όμως, δεν είναι απλώς ένας χώρος που τον επισκέπτεσαι για να τον θαυμάσεις. Είναι εστιατόριο. Ο Φώτης και ο Βαγγέλης επένδυσαν πολύ στο φαγητό του και στον άνθρωπο που θα είχε την επιμέλεια του menu. Στο μυαλό τους δεν είχαν να κάνουν κάτι που να ακολουθεί τη μόδα. Ήθελαν να κάνουν κάτι που να είναι πάνω από κάθε μόδα. Ο Δημήτρης Δημητριάδης, έμπειρος και ταλαντούχος chef, εδώ και τέσσερα χρόνια μετατρέπει το όραμά τους σε υπέροχα πιάτα ελληνικής αστικής κουζίνας, προσθέτοντας τις δικές του δημιουργικές πινελιές. Το menu αλλάζει δύο φορές τον χρόνο, μια μετά το Πάσχα και μια τον Οκτώβριο. «Το καλοκαίρι εστιάζουμε πιο πολύ στα θαλασσινά και στα ψαρικά. Τον χειμώνα έχουμε πιο comfort food, τύπου κρέατα, πάπιες, ακόμα και λουκάνικα ή τραχανά, που δεν σερβίρεται το καλοκαίρι. Ο γνώμονας είναι η εποχικότητα και η ελληνικότητα των υλικών και των συνταγών. Ο Δημήτρης μάς κάνει προτάσεις με τις οποίες συμφωνούμε». Βέβαια, η κουζίνα δεν είχε από την αρχή τον ίδιο χαρακτήρα. «Τα τελευταία δυόμισι χρόνια έχουμε καταλήξει σε αυτή την κουζίνα. Αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες του κόσμου. Είμαστε συνεχώς από πάνω. Δεν αφήνουμε τίποτα στην τύχη».

Αμιγώς ελληνική ταυτότητα έχουν και τα brunches, για τα οποία φημίζονται. «Δεν θέλαμε να σερβίρουμε βάφλες και αβγά Benedict. Αυτά τα βρίσκεις κι αλλού». Στο Artisanal θα βρεις αβγά τηγανητά με χόρτα, τραχανά με σύγκλινο ή λουκάνικο, μπρουσκέτα με ντομάτα και ανθότυρο, burger με προβατίνα και καγιανά. Ελληνικά πιάτα φτιαγμένα με αγάπη, ταλέντο και φαντασία. Πιάτα με εντελώς δική τους προσωπικότητα.

«Η κουζίνα μας δεν κατατάσσεται κάπου», περηφανεύεται ο Φώτης. «Έρχονται άνθρωποι από όλη την Αθήνα, ακόμα και από τη Βάρη και τη Γλυφάδα. Έρχονται από την Κύπρο. Έρχονται και από το εξωτερικό. Δοκιμάζουν τα πιάτα και μας λένε ότι δεν έχουν ξαναφάει κάτι τέτοιο».

Και το όραμα έγινε cocktails και βραβεία

Ο Φώτης και ο Βαγγέλης έδωσαν μεγάλη προσοχή και στο bar του Artisanal. Στα δύο bars του για την ακρίβεια, αφού υπάρχει ένα στον εσωτερικό χώρο κι ένα στο γυάλινο πάτιο, που ειδικά το καλοκαίρι γίνεται ανάρπαστο. Τα cocktails του είναι τόσο καλά που από εδώ και τέσσερα χρόνια βραβεύονται. Κάθε χρονιά. Φέτος, το Artisanal πρόσθεσε στη συλλογή του και το Βραβείο Ελληνικής Κουζίνας, κάτι για το οποίο έχουν δουλέψει πολύ και ήρθε να επιστεγάσει την επιτυχία τους. Μια επιτυχία που δεν μεταφράζεται μόνο σε θετικές κριτικές και βραβεία. Ο κόσμος είναι στην ουσία αυτός που κάνει το Artisanal επιτυχημένο. Οι άνθρωποι που έρχονται απολαμβάνουν το τρίπτυχο ψαγμένο φαγητό-καλά cocktails-μαγικό location και μοιράζονται τα νέα με τους φίλους τους. «Την πρώτη φορά μπορεί να έρχονται και δύσπιστα, γιατί ξέρουν ότι το έχω εγώ και υποθέτουν ότι ένας άνθρωπος της τηλεόρασης δεν ξέρει από εστιατόρια. Αλλά μετά φεύγουν με άλλη άποψη», μας λέει ο Φώτης. Και ξανάρχονται. Άνθρωποι κυρίως μεταξύ 30 και 50. Γυναικοπαρέες, σε ένα λουσάτο girls’ night out. Φιλικά ζευγάρια που συζητούν πάνω από καλομαγειρεμένα πιάτα. Μεγάλες παρέες. Για φαγητό ή για ποτό ή και για τα δύο. Για να γιορτάσουν τα γενέθλιά τους ή για να οργανώσουν τα events τους. Το Artisanal είναι ιδανικό για κάθε περίσταση, για κάθε ώρα και για κάθε εποχή. Τελικά, αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας του; Ρωτάω τον Φώτη τι στόχους έχει για το μέλλον. «Έχω στόχο για το Artisanal να μου δώσει σύνταξη. Θέλω να κρατήσει για πάντα. Θαυμάζω τα εστιατόρια τα οποία έχουν ιστορία χρόνων. Με τρομάζει όταν κάποια έχουν μια στιγμιαία λάμψη και μετά εξαφανίζονται και κλείνουν. Το εστιατόριο δεν είναι χρηματιστήριο, να κάνεις μια δουλειά και μετά να πας παρακάτω. Στο εστιατόριο δεν πρέπει να είσαι αλαζόνας. Δεν πρέπει να θεωρείς δεδομένη την επιτυχία. Ο κόσμος έχει πάρα πολλές επιλογές και πρέπει να το αγαπάς, να το δουλεύεις, να το αφουγκράζεσαι και να το περιποιείσαι».

Artisanal: Ζηρίνη 2, Κηφισιά, τηλ. 210-8086111