Ιστορίες ανθρωπιάς στην Ελλάδα του κορονοϊού

Τι γίνεται όταν κάποιος ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου και δεν έχει κανέναν να τον βοηθήσει; Μια δημοσιογράφος από την Αθήνα καταγράφει την προσωπική της μαρτυρία.

(Photo by Milos Bicanski/Getty Images)

Η κυρία Ε. είναι 82 ετών. Μένει στον 4ο όροφο στην απέναντι πολυκατοικία. Το μπαλκόνι της είναι πάντα καθαρό και οι λουλουδάτες γλάστρες της γεμίζουν με χρώματα τη θέα μας. Ζει μόνη της τα τελευταία 12 χρόνια. Πριν από ένα σοβαρό ατύχημα που είχε το περασμένο καλοκαίρι, κατέβαινε κάθε πρωί στην πυλωτή της πολυκατοικίας της για να αφήσει φαγητό στα αδέσποτα, μικρά τιγράκια της γειτονιάς. Τους ψιθύριζε γλυκόλογα και τα γέμιζε με χάδια. Τα βράδια την ακούγαμε να παίζει πιάνο. Ήμουν σίγουρη ότι έπαιζε για τα γατιά «της» και ήμουν άλλο τόσο σίγουρη ότι κι αυτά το ήξεραν και την άκουγαν ευλαβικά.

Την πρώτη φορά που την είδα να περνάει έξω από τον κήπο μας, μου θύμισε σταρ του κινηματογράφου. Αγέρωχη και μυστηριώδης, με ένα μακρύ μαύρο φόρεμα, γυαλιά ηλίου και μαντήλι στα μαλλιά. Γνωριστήκαμε λίγες μέρες αργότερα και από τότε ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα στην αυλόπορτά μας για να δώσει μεζέδες στη Ν., την κακομαθημένη, υπερλαίμαργη και τσαούσα σκύλα μας, που πολύ την είχε συμπαθήσει – ίσως γιατί τα πήγαινε καλά μετά τα αγαπημένα της γατιά.

Μετά το ατύχημα, η κυρία Ε. απομονώθηκε σπίτι της. Η Ν. έχασε τους μεζέδες και το πιάνο σώπασε. Την έπαιρνα τηλέφωνο πού και πού, για της μεταφέρω τα νέα της γατοαποικίας, «η Ντουγρού στειρώθηκε, ο Φούσκας μετακόμισε στην απέναντι πυλωτή», και για να την διαβεβαιώσω ότι όλα, μα όλα τα μέλη –ακόμα και οι μπαμπέσηδες ταραξίες– ταΐζονταν και φροντίζονταν συστηματικά.

Τέσσερις-πέντε μέρες αφότου ξεκίνησε η καραντίνα, της τηλεφώνησα για να την ενημερώσω για κάποιες νέες αφίξεις γατιών. Την άκουσα κουρασμένη και διστακτική. Ρώτησα αν ήταν όλα καλά, αν χρειαζόταν κάτι… Κόμπιασε, λίγα δευτερόλεπτα μετά μου εξομολογήθηκε ότι η ανιψιά της, που της έκανε τα ψώνια και γενικώς τη φρόντιζε μετά το ατύχημα, δεν είχε μπορέσει να την επισκεφθεί 10 μέρες τώρα λόγω της κατάστασης, και το μόνο που της είχε μείνει στα ντουλάπια ήταν λίγες φρυγανιές, μέλι και ελιές. Ένιωσα απαίσια. Της είπα ότι θα της πήγαινα ό,τι χρειαζόταν. Και, αν ήθελε, θα της ανέβαζα και τον Φούσκα για χάδια και μπαράζ γατίσιας αγαπογκρίνιας.

Το ίδιο βράδυ, μιλώντας με μια φίλη καταλήξαμε ότι η κυρία Ε. σίγουρα δεν ήταν η μόνη που ήταν μόνη και χρειαζόταν βοήθεια για να τα βγάλει πέρα τις αδιανόητες τούτες ημέρες. Αποφασίσαμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Επικοινωνήσαμε με φίλους και γνωστούς. Αν ήξεραν κάποιον άνθρωπο στην περιοχή μας ή και λίγο πιο μακριά, που ίσως να χρειαζόταν βοήθεια για ψώνια και όχι μόνο, θα θέλαμε να μας ενημερώσουν. Μέσα σε 3 μέρες είχαμε 11 ονόματα και 11 τηλεφωνικά νούμερα.

Ξεκινήσαμε να καλούμε. Κάποιοι, όπως η κυρία Φ., ήταν καχύποπτοι. «Πώς είπες σε λένε; Χμ… Ο Παπαδάκης είπε για κάτι απατεώνες  που λένε ότι κάνουν απολύμανση και μπαίνουν σπίτι και κλέβουν… Λοιπόν, θα μου αφήσεις μια φωτοτυπία από την ταυτότητα σου κάτω από την πόρτα;;;»

Κάποιοι δεν σταματούσαν τα ευχαριστώ και τις ευχές. Κάποιοι έβαλαν τα κλάματα. Και κάποιοι έκλαψαν ξανά όταν τους πήγα τα ψώνια.

Ο κύριος Π. μου τραγούδησε από το θυροτηλέφωνο Πουλόπουλο, το «Άγαλμα».

Η κυρία Φ. μου είπε ότι είμαι μια κούκλα στη φωτογραφία της ταυτότητας και, αν δεν έχω αγόρι, θα μου γνωρίσει «όταν πρώτα ο Θεός όλο αυτό τελειώσει» τον εγγονό μιας φίλης της από το ΚΑΠΗ.

Η κυρία Τ. άρχισε τις ευλογίες. Της είπα πως, αν πάει  εκκλησία, εμένα να με ξεχάσει. Μου απάντησε πως είναι πιστή κι όχι ηλίθια.

Ο κύριος Λ. μου τηλεφώνησε την επόμενη μέρα για να μου πει ότι δεν ξέρω να διαλέγω αχλάδια και ο μανάβης με έπιασε κορόιδο. Θα πάμε κάποια μέρα μαζί στη λαϊκή να μου μάθει τα κόλπα.

Και η κυρία Ε. ξεκίνησε να παίζει και πάλι πιάνο τα βράδια.

 

Υ.Γ. Ένας σοφός κύριος μου είπε κάποτε: «Να φέρεσαι στους ανθρώπους –γνωστούς κι αγνώστους, καλούς και κακούς– όπως θα ήθελες να φερθούν κι αυτοί σε κάποιον που αγαπάς». Δεν τα καταφέρνω πάντα. Αλλά δεν θα σταματήσω ποτέ να προσπαθώ.