Kαλοκαίρι 1992 – Θέατρο Λυκαβηττού
Όλα ήταν κανονισμένα. Αν και τελευταία στιγμή είχαμε καταφέρει να βρούμε εισιτήρια όταν αυθόρμητα πήραμε την απόφαση με μια φίλη μου να σκαρφαλώσουμε το ίδιο κιόλας βράδυ στο βράχο του Λυκαβηττού για τη συναυλία του David Byrne. Μου άρεσαν οι Talking Heads, δεν χωρούσε αμφιβολία, ωστόσο κάτι απροσδιόριστο με χαλούσε με τη σόλο εμφάνιση του καλλιτέχνη. Θα ήταν άραγε το ίδιο; Θα μπορούσε μόνος να γεμίσει με μουσικά μπαλόνια τον ουρανό μας εκείνο το καυτό βράδυ;
Η αγαπημένη μου ξαδέλφη, που είχε καταφθάσει λίγες μόλις μέρες πριν από τη Νέα Υόρκη, ενθουσιάστηκε. Δεν
έκρυψε βέβαια την έκπληξή της, που κατορθώσαμε να βρούμε εισιτήρια αυθημερόν. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως τα μεγέθη εδώ είναι διαφορετικά, ένα μικρό Γαλατικό χωριό ήμασταν που πότε πότε μας δινόταν η ευκαιρία να βουτήξουμε με το κεφάλι στη χύτρα με το μαγικό ζωμό.
Νωρίς το βράδυ ανεβήκαμε αργά με το αυτοκίνητο το φιδογυριστό δρόμο. Περιμετρικά, μικρές και μεγάλες παρέες μας συνόδευαν πεζή. Υπήρχε μια διάχυτη χαρά κάτω από το θερμό ήλιο, που δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Στο πλάτωμα έξω από το θέατρο, μπλουτζίν τσαμπιά, φουλάρια με λαχούρια κι εγώ με τις καουμπόικες μπότες μου χειμώνα-καλοκαίρι, ανυπομονούσαμε για την είσοδό μας. Η ξαδέλφη δεν σταματούσε να χαμογελά – μια κατάσταση ομολογώ μεταδοτική. Η φίλη μου κρατούσε τα πολυπόθητα εισιτήρια σφιχτά
στο χέρι της, καθώς ο κόσμος άρχισε να συρρέει όλο και πιο δυναμικά. Βολευτήκαμε στις κεντρικές μας θέσεις και όσο κι αν προσπαθώ, δεν θυμάμαι αν πίναμε κάτι. Θυμάμαι όμως πως το θέατρο καθώς βράδιαζε γέμισε και τα βραχάκια τριγύρω καλύφθηκαν από σκιές που πάλλονταν ζωντανές. Οι κερκίδες βούιζαν σα μελίσσι. Υπήρχε μια ενεργή αδημονία, ένα συνονθύλευμα νιότης, ελληνικού καλοκαιριού και άγνοιας κινδύνου. Όλα αυτά τα υλικά που μεταφέρονται αργότερα στη ζωή για αργή καύση τους δύσκολους χειμώνες.
Τα φώτα στη σκηνή έσβησαν. Σκοτάδι. Ένας προβολέας στόχευσε ευθύβολα στο κέντρο της σκηνής όπου ένας
μελαχρινός άντρας ντυμένος στα λευκά και κρατώντας την κιθάρα του μας είχε γυρισμένη την πλάτη. Μπροστά
στο έκπληκτο κοινό και χωρίς κάποια ιδιαίτερη εισαγωγή, ξεκίνησε να παίζει αργά τα πρώτα ακόρντα, λικνίζοντας ηδονικά τους γοφούς του. Έμοιαζε σαν να μην τον αφορά όλο αυτό που συνέβαινε εκεί. Σαν να βρισκόταν κλεισμένος στο δικό του κόσμο. Με έπιασε μια νευρικότητα. Τι ήταν αυτό που παρακολουθούσαμε; Κάποιο καπρίτσιο του καλλιτέχνη; Έχει γούστο να πάει έτσι όλη η βραδιά.
Η σκηνή απότομα βυθίστηκε και πάλι στο σκοτάδι. Μια σιωπή απλώθηκε παντού, όλοι κρατούσαμε την ανάσα μας. Πριν προλάβουμε να επεξεργαστούμε την πρώτη εικόνα, οι προβολείς άναψαν μονομιάς αποκαλύπτοντας μια σκηνή γεμάτη από πνευστά που αστραποβολούσαν παίζοντας σε πλήρη σύνθεση. Σύσσωμο το θέατρο πετάχτηκε από τις θέσεις του αλαλάζοντας. Ο David επιτέλους καταδέχτηκε να μας αντικρίσει. Χόρευε έξαλλα και τραγουδούσε Blind… Blind… Blind, Blind, Blind, Blind! Αυτό ήταν! Ερωτεύτηκα! Εκείνο το βράδυ έγινα Psycho Killer, φα φα φα φα… run run run away, oh oh ohhhh! Έκαψα συθέμελα το σπίτι… burning down the house!
Δεν σταμάτησα λεπτό να χορεύω. Στο δρόμο του γυρισμού, θυμάμαι, προσπαθούσα να μεταβολίσω το συναίσθημα, να το σπάσω σε κομμάτια για να χωρέσει μέσα μου. Τριάντα χρόνια τώρα, όποτε συναντώ την ξαδέλφη μου στη Νέα Υόρκη, παίρνουμε και οι δύο εκείνο το χαζό, ονειροπόλο βλέμμα όταν αναφερόμαστε σε αυτή την καυτή βραδιά του 1992. Μα πώς είναι δυνατόν να την ξεχάσω; Ήταν η βραδιά που χάρισα για πάντα την καρδιά μου στον David Byrne!
Καλοκαίρι 2023 – Εξάρχεια
Μεσάνυχτα. Κατηφορίζουμε την Καλλιδρομίου, μια ετερόκλητη –λόγω ηλικίας– παρέα που μας συνδέει μια
νεοαποκτηθείσα συγγένεια φιλίας, αγάπης και κοινού ενδιαφέροντος για το γράψιμο. Ο βράχος του Λυκαβηττού μοιάζει με σκηνικό καθώς στέκει ψηλά αμέτοχος, φωτισμένος με ένα κίτρινο, θολό φως.
Είναι μια καυτή νύχτα του Ιουλίου και σίγουρα δεν βοηθά ιδιαίτερα το πεπαλαιωμένο τσίπουρο που έχουμε
με απαράμιλλο κέφι καταναλώσει ανάμεσα σε γέλια και σοβαρές συζητήσεις. «Άκουσα πως το θέατρο του Λυκαβηττού θα ανοίξει και πάλι τον Σεπτέμβριο. Ανυπομονώ!» μοιράζομαι με ενθουσιασμό στην παρέα, καθώς ανασύρω αυτοστιγμεί όλο το υλικό των αναμνήσεων που το συνοδεύουν. Ωστόσο οι νεαρότεροι –στο κατώφλι των 30– κοιτάζονται… «Αλήθεια, υπάρχει θέατρο στον Λυκαβηττό;» ρωτούν με έκδηλη απορία.
INFO
Το βιβλίο της Σαρίτα Χαΐμ «Happy Hour» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.