Έχει συμμετάσχει σε τέσσερις Ολυμπιακούς Αγώνες κατακτώντας ισάριθμα μετάλλια. Τα καλύτερα μετάλλιά του όμως έχει παραδεχθεί ότι είναι τα παιδιά του, η Ελένη, ο Βίκτωρας, η Μαρία και ο Νικόλας. Τριάντα χρόνια από τη στιγμή που όλος ο κόσμος έμαθε το όνομά του, ζει μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής προσφέροντας στο άθλημά του και στηρίζοντας τη νέα γενιά αθλητών. Παράλληλα, ετοιμάζει το βιβλίο που θα μιλάει για τη ζωή του, μια ζωή γεμάτη ανατροπές, κόντρες, ανταγωνισμό, δυσκολίες, χαρές, μάχες και επιτυχίες, στην οποία δεν θα άλλαζε τίποτα γιατί «όλα έχουν την ομορφιά τους και είναι βγαλμένα από τη ζωή».
Τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια; Κατάγομαι από ένα πέτρινο παραθαλάσσιο χωριό στη Βόρειο Ήπειρο όπου οι άνθρωποι έκαναν την πέτρα χώμα και φύτευαν ελιές. Θυμάμαι όλες αυτές τις εικόνες, αλλά και τα φώτα απέναντι, στην Κέρκυρα. Όλοι αναρωτιόμασταν πώς μπορεί να είναι τα πράγματα εκεί και για καλή μας τύχη βλέπαμε ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2 γιατί ήμασταν πολύ κοντά στην Ελλάδα. Οι πρώτες τηλεοράσεις ήρθαν το 1975-76 και κοιτούσα από πίσω για να δω από πού βγαίνουν και πώς εμφανίζονται οι άνθρωποι.
Γιατί άρση βαρών; Τι σε έκανε να αγαπήσεις αυτό το άθλημα; Ως παιδάκι είχα ξεκινήσει από την πάλη και ήμουν πολύ καλός, όμως δεν μου άρεσε. Τυχαία με βρήκε ένας προπονητής. Όταν ξεκίνησα το άθλημα της άρσης βαρών είδαν ένα ταλέντο σε μένα, το οποίο διαπίστωσα κι εγώ στα 13-14 χρόνια μου και πήρα την απόφαση αυτό το ταλέντο, αυτή τη δύναμη που είχα να τα εκμεταλλευτώ και να δουλέψω σκληρά. Στα 17 μου ήμουν ήδη πρωταθλητής Αλβανίας και στα 18 μου 4ος στην Ευρώπη και 12ος στον κόσμο. Κάπως έτσι γνώρισα τον Γιάννη Σγουρό, πρόεδρο της Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών και γενικό γραμματέα της Ευρωπαϊκής τότε –από τους πρώτους ανθρώπους με τους οποίους ήρθα σε επαφή, και ζήτησα τη βοήθειά του ώστε να μετακομίσω στην Ελλάδα. Είχαμε συγγενείς, όμως δεν τους είχαμε δει ποτέ. Ήταν δύσκολο να έρθεις μαζί τους σε επαφή. Η γιαγιά μου είχε έναν αδερφό που μας είχε στείλει κάποια γράμματα και τηλεοράσεις, αλλά δεν παραλάβαμε ποτέ τίποτα.
Πότε έγινε η γνωριμία με τον Χρήστο Ιακώβου; Όταν ήρθα από την Αλβανία, το 1991. Η πρώτη μας γνωριμία ήταν σε έναν αγώνα Γ΄ κατηγορίας, γιατί ως καινούργιος αθλητής έπρεπε να περάσω ξανά απ’ όλες τις κατηγορίες για να φτάσω ξανά στην πρώτη. Όταν με είδε με ήθελε στη Εθνική ομάδα, όμως υπήρχαν δυσκολίες. Δεν γινόταν να προπονούμαι στο Ολυμπιακό Στάδιο χωρίς χαρτιά και κάποια συγκεκριμένα δεδομένα. Μετά από ένα χρόνο βρέθηκε λύση κι άρχισε η συνεργασία με τον Χρήστο Ιακώβου.
Το 1991 ξεκινάς από την αρχή στην Ελλάδα και μέσα σε ένα χρόνο έρχεται το πρώτο Χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο. Ήρθα 7 Φεβρουαρίου 1991 στην Ελλάδα, που λέω πως είναι τα δεύτερα γενέθλιά μου. Αυτά τα δύο χρόνια ήταν και δουλειά και στεναχώριες, όμως παράλληλα ωρίμαζα. Ο πρώτος μου αγώνας ήταν απευθείας στο Ευρωπαϊκό ανδρών όπου πήρα την 3η θέση. Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης, υπήρχε ένας κάμεραμαν με ένα δημοσιογράφο, ο οποίος με ρώτησε, όπως τους ρωτούσε όλους: «Τι θα κάνετε στους Ολυμπιακούς Αγώνες;» Εγώ, άνετος και χαλαρός, απάντησα: «Ήρθα για να πάρω το Χρυσό μετάλλιο.» Με κοιτούσαν περίεργα κουνώντας το κεφάλι ο ένας στον άλλον, δεν ήξεραν καν ποιος είμαι. Τότε κάποια άτομα στην Ομοσπονδία προσπαθούσαν να το κρατήσουν όσο πιο μαζεμένο γινόταν για να μην πιεστώ ή αγχωθώ ή χαλαστώ. Όλοι προσπαθούσαμε να κάνουμε το καλύτερο.
Θυμάσαι μέχρι σήμερα κάποια στιγμή που σε έφερε σε δύσκολη θέση; Απλώς απογοητευόσουν με την αντιμετώπιση που μπορεί να βίωνες. Μία αντιμετώπιση που δεν άξιζε σ’ εμάς τους Βορειοηπειρώτες ως ένα κομμάτι της Ελλάδας. Οι δυσκολίες ήταν πολλές – προσπαθούσαμε να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες και η γραφειοκρατία μεγάλη. Έμπαινες από γραφείο σε γραφείο και, ενώ τα πράγματα πήγαιναν προς την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας, υπήρχαν τότε αθλητές στην Εθνική ομάδα πριν από εμάς οι οποίοι πήγαιναν και μας έκαναν καταγγελίες και ξανάρχιζε η διαδικασία από την αρχή. Κάποια στιγμή, λίγο πριν πάρω την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992, είχα απογοητευθεί τόσο πολύ που θυμάμαι ότι είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου ακόμα και προς τους ανθρώπους που με είχαν στηρίξει. Με διπλωματικό διαβατήριο πήγα στο Ευρωπαϊκό της Βουδαπέστης, είχα βγει 3ος στην Ευρώπη, πολύ κοντά με τον πρώτο και το δεύτερο, και πήρα την πρόκριση για Βαρκελώνη. Την ημέρα που ήταν να πετάξω για Βαρκελώνη, ήμουν στο αεροδρόμιο με το εισιτήριο αλλά δεν είχα διαβατήριο. Ήρθε τελευταία στιγμή στο αεροδρόμιο. Το πήρα λίγα λεπτά πριν πετάξω. Με στήριξαν κάποιοι άνθρωποι που έβλεπαν την προσπάθεια που έκανα, όπως ο Γιάννης ο Σγουρός και ο Κυριάκος Βιρβιδάκης. Θα μπορούσα να χάσω τότε μία Ολυμπιάδα κα πολλά άλλα, γιατί θα απογοητευόμουν πάρα πολύ αν δεν αγωνιζόμουν.
Υπήρχε κάποιος ανταγωνιστής που φοβόσουν τότε; Όλους. Τότε όλοι ήταν ένας κι ένας, αθλητές με background, από σχολές άρσης βαρών. Το να αγωνιστείς απέναντι σε τέτοια θηρία και να τα κοιτάς στα μάτια ήταν πολύ μεγάλο. Όταν πήρα το Χρυσό στη Βαρκελώνη, έλεγαν όλοι: «Ποιος είναι αυτός;» «Ο Έλληνας, ο Έλληνας!»
Από εκεί που δεν σε ήξερε κανείς, έρχεται το Χρυσό στη Βαρκελώνη και πια τον Πύρρο Δήμα τον ξέρει όλος ο κόσμος. Πώς το εισέπραξες όλο αυτό; Από τότε νιώθω σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ο κόσμος με αγαπάει, έχω το σεβασμό του και τότε και τώρα για την αθλητική και την προσωπική μου πορεία ως άνθρωπος. Όλα παίζουν ρόλο. Δεν φτάνει να είσαι καλός αθλητής, πρέπει πάνω απ’ όλα να είσαι άνθρωπος. Νούμερο ένα σε κάνει η πορεία και η στάση σου, όχι μόνο ένα μετάλλιο.
Άλλαξε κάτι ουσιαστικά μετά από αυτό το μετάλλιο; Εγώ τότε ξεκινούσα τη ζωή μου από την αρχή, δεν ήταν τίποτα στρωμένο. Έπρεπε να τακτοποιήσω όλη μου την οικογένεια, τους γονείς, τα αδέρφια μου. Το Χρυσό μετάλλιο τα άλλαξε όλα: Ούτε καν μπορούσα να φανταστώ ότι από τη μία μέρα στην άλλη θα είχα τόσο μεγάλη στήριξη. Θυμάμαι τότε η Ολυμπιακή Επιτροπή μού είχε δώσει κάποια χρήματα και αγόρασα ένα σπίτι για τους γονείς μου στη Νέα Σμύρνη. Έμπαινα στην τράπεζα και μου έλεγε ο διευθυντής πως κάποια κυρία είχε ανοίξει λογαριασμό στο όνομά μου μέσω του δικηγόρου της. Κάποια στιγμή βρέθηκα και με μετοχές στο Χρηματιστήριο, πάλι από κάποιον κύριο που μου τις αγόρασε χωρίς να μάθω ποιος ήταν. Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος και ήθελε να βοηθήσει ένα παιδί που ήρθε από τη Βόρειο Ήπειρο, έκανε όλη αυτή την προσπάθεια και είχε αυτή την πορεία.
Στην κορυφή του βάθρου, τη στιγμή της ανάκρουσης του Εθνικού Ύμνου, τι σκέφτεσαι; Από παιδάκι παρακολουθούσα την ΕΡΤ μέχρι πολύ αργά και περιμέναμε πότε θα κλείσει για να ακούσουμε τον Εθνικό Ύμνο. Φαντάσου να παίζει ο Εθνικός Ύμνος για σένα! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη περηφάνια. Εύχομαι σε όλους τους αθλητές να το ζήσουν αυτό, δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα.
Τι δεν ξεχνάς από τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης; Δεν ξεχνάω όταν πριν από τον αγώνα μπήκα στο εστιατόριο και δεν μπορούσα να φάω τίποτα. Μόνο ένα πράσινο μήλο κι ένα λεμόνι για να μην πίνω νερό. Δάγκωνα το λεμόνι για να ρουφάω το ζουμί αντί να πίνω νερό. Έλεγα «όταν τελειώσει ο αγώνας θα τα φάω όλα». Μετά τον αγώνα στο εστιατόριο από τη λαιμαργία μου πήρα τέσσερις δίσκους και πάλι δεν έφαγα τίποτα, είχε κλείσει το στομάχι μου. Έφαγα μόνο φρούτα και παγωτά. Το βράδυ, όταν πήγαν όλοι για ύπνο, από την υπερένταση δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Είχα πάει στις γέφυρες στο Ολυμπιακό χωριό, όπου πλέον έχουν γίνει εστιατόρια, είχα κάτσει σε μια καρέκλα από τις 12 μέχρι τις 5 το πρωί, δίπλα σε ένα ψυγείο με παγωτά και έφαγα 37 σοκολατένιους πυραύλους. Θυμάμαι δύο αστυνομικούς που κοιτιόντουσαν βλέποντας όλα αυτά τα χαρτιά κάτω. Τους έδειξα το Χρυσό μετάλλιο και άρχισαν να φωνάζουν ενθουσιασμένοι. Βγάλαμε φωτογραφίες και είχαν χαρεί πολύ κι εκείνοι.
Από τη Βαρκελώνη έμεινε μεταξύ άλλων και η φράση «για την Ελλάδα» που ακούστηκε να λες την ώρα που έφερνες το βάρος στους ώμους. Πώς βίωσες εκείνη τη στιγμή; Εκείνη τη στιγμή έφερα την μπάρα στους ώμους, το επολέ, και λέω το «για την Ελλάδα» χάνοντας την αναπνοή μου, που θα μπορούσα να πάθω και ζημιά γιατί η πίεση ήταν πολύ μεγάλη. Έκανα το τζερκ που κάνω με τα πόδια ανοιχτά στο πλάι και έχασα την προσπάθεια. Είχα μαζέψει μέσα μου τόσο πείσμα και πικρία μετά τα όσα είχα περάσει που μου βγήκε να πω αυτή τη φράση. Σαν να ήθελα να πω: «Είμαι Έλληνας. Τι με ρωτάς και με ξαναρωτάς;»
Ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο μοιράστηκες τη χαρά μετά την κατάκτηση του μεταλλίου; Είχα πάρει την Αναστασία στην εφημερίδα, τη Μακεδονία. Είχαμε καθημερινή επαφή, σταθερή, και μόλις γύρισα στην Αθήνα ήρθε κι εκείνη. Μετά πήγα εγώ Θεσσαλονίκη. Έπαιρνα μετά την προπόνηση το τελευταίο αεροπλάνο και πήγαινα Θεσσαλονίκη. Αυτό γινόταν συχνά: ανέβαινα, κατέβαινε, ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Δεν υπήρχε άλλη λύση εκείνα τα χρόνια.
Έκανες μια όμορφη οικογένεια με τέσσερα παιδιά και σκαρφάλωσες στην κορυφή του κόσμου. Έχεις κάνει θυσίες; Δεν νομίζω! Κάποια πράγματα είναι επιλογές ζωής. Αυτό το λέω και στα παιδιά μου – και γενικότερα στα νέα παιδιά. Όταν σου αρέσει κάτι, δεν είναι θυσία. Είναι αυτό που αγαπάς. Θυσία είναι να μην κάνεις αυτό που αγαπάς επειδή πρέπει να κάνεις κάτι άλλο με το ζόρι. Κάποια πράγματα δεν γίνονται τυχαία. Αν δεν ήταν η Αναστασία δίπλα μου και δίπλα στα παιδιά, οικογένεια και πρωταθλητισμός δεν θα μπορούσε να γίνει. Υπήρχε ο άνθρωπος αυτός που στήριζε, μαζί με όλη την οικογένειά της. Όταν έφευγα εγώ για προετοιμασίες ήταν όλη η οικογένεια δίπλα της για να σταθούν στα παιδιά μας. Ήμουν ήρεμος και μπορούσα να είμαι συγκεντρωμένος στο στόχο μου.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην dream team; Τότε δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε κανένας μας. Εκείνη την εποχή ήρθε ο Βαλέριος, εγώ και όλοι οι άλλοι αθλητές. Όμως όλοι είχαν θέματα με τα χαρτιά. Από το 1992 μέχρι το 1995 ξεκίνησε με εμένα, τον Βαλέριο, τον Παύλο τον Σαλτσίδη, μετά ήρθαν ο Τζελίλης, ο Κόκκας και ο Μήτρου. Μετά ενσωματώθηκε ο Σαμπάνης και λίγο μετά ήρθε ο Κάχι. Το 1996 δημιουργήθηκε η Dream Team, και όχι μόνο, γιατί από το 1995 η ομάδα αυτή ήταν πρωταθλήτρια στο Παγκόσμιο της Κίνας. Εκεί ξεκίνησε το όνειρο αυτό, που ταξίδεψε μέχρι το 2004. Οι επιτυχίες που έκανε η ομάδα σε αυτό το άθλημα θεωρώ ότι ήταν για όλους τους Έλληνες κάτι πολύ μεγάλο.
Τι σου έλεγαν τα παιδιά σου κάθε φορά που ήταν να φύγεις; Το 2000 είχα έρθει από Κύπρο Σάββατο βράδυ και Κυριακή πρωί έφευγα για Σίντνεϊ. Ήμασταν με την Αναστασία πάνω από το πλυντήριο και βλέπαμε τι θα έπαιρνα μαζί μου. Η πρώτη μου κόρη, η Ελένη, που τότε ήταν 5 χρονών, έτρεχε πάνω κάτω χαρούμενη που είχε γυρίσει ο μπαμπάς. Της είπα: «Κοριτσάκι μου, ο μπαμπάς αύριο φεύγει. Πάει να σου φέρει το τρίτο μετάλλιο.» Και μου απάντησε: «Δηλαδή εσύ πιστεύεις ότι είμαστε οικογένεια τώρα;» Από τότε είπα μέσα μου «τέρμα». Σκέφτηκα «πήγαινε και στο Σίντνεϊ και μετά στην Αθήνα ό,τι και να γίνει θα είσαι εδώ γύρω. Το 2004 επίσης θυμόμαστε έναν ξεχωριστό αγώνα μπροστά στο ελληνικό κοινό και το σοβαρό τραυματισμό. Είχα θέμα με το γόνατό μου από το 1994. Κάποια στιγμή, μετά από εγχειρήσεις, απέκτησα θέμα με το χόνδρο. Ξεκίνησα ενέσεις για τον πόνο, όμως μετά από καιρό σταμάτησαν να έχουν αποτέλεσμα και έκανα ένα χειρουργείο ενάμιση μήνα πριν από τους Ολυμπιακούς του 2004. Αυτό σήμαινε πως 15 μέρες δεν έπρεπε να κάνω τίποτα και σταδιακά να ξεκινήσω με ορισμένες κινήσεις. Θυμάμαι έπιανα την αριστερή μου γάμπα και ήταν σαν βαμβάκι, δεν είχε μύες καθόλου. Γι’ αυτό τότε, αν το παρατηρήσετε, το αριστερό πόδι ήταν κολλημένο στη θέση του και άνοιγε μόνο το δεξί. Αυτό όμως άλλαξε και τη μηχανική. Όλο το βάρος πήγαινε στη γωνία, στον καρπό, κι έτσι τον χτύπησα την τελευταία ημέρα. Την ημέρα του αγώνα είχα κάνει ξυλοκαΐνη, όμως πονούσα. Έκανα κι άλλη και περιμένοντας να με πιάσει έμεινα πίσω στο χρόνο. Αποφάσισα να ξεκινήσω με τα 170 κιλά, που ήταν το max που είχα κάνει δύο μήνες πριν από την εγχείρηση δεν είχα άλλη επιλογή, έλεγα μέσα μου πως είμαι σε έναν αγώνα που δεν γίνεται κάθε μέρα. Ολυμπιακοί Αγώνες στη χώρα σου δεν γίνονται κάθε μέρα.
Έχεις κάποιο γούρι; Κάποια διαδικασία πριν από κάθε αγώνα; Στην Αθήνα δεν λειτούργησε κανένα γούρι. Είχε χαθεί το μέτρο. Θυμάμαι ένα βράδυ πριν τον αγώνα ήμασταν στο δωμάτιο και παίζαμε χαρτιά και ήρθε ένας άλλος φίλος, που μου είπε ν’ ανοίξω το ραδιόφωνο. Και ακούω πως ψάχνουν τον Πύρρο Δήμα επειδή δεν είναι στο Ολυμπιακό χωριό και δεν έχει εμφανιστεί για ντόπινγκ. Πήρα τηλέφωνο συγχυσμένος και δεν με έβγαζαν στον αέρα. Τους είπα πως ήμουν στο Ολυμπιακό χωριό, στο δωμάτιό μου, και δεν με έψαχνε κανείς. Η WADA ερχόταν κάθε μέρα, είχα δώσει και αίμα και ούρα δύο φορές μέσα στο Ολυμπιακό χωριό και άλλες 50 πριν πάω. Έκλεισα το τηλέφωνο και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Αυτή είναι η ζωή. Κάποιοι σέβονται και κάποιοι σου βάζουν τρικλοποδιές.