Ο Νίκος Κακλαμανάκης σε μια σπάνια συνέντευξη: “Με έκαναν Χρυσό Ολυμπιονίκη όσοι με πολέμησαν”

Ξετυλίγοντας το «κουβάρι» της ζωής του, ο Xρυσός Ολυμπιονίκης μας αποκαλύπτει τα άγνωστα περιστατικά πριν έρθουν οι πρώτες επιτυχίες και το ρόλο του πατέρα του σε αυτές. Θυμάται τη θριαμβευτική υποδοχή των ηρώων στο Καλλιμάρμαρο το 1996 και την Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004 στην Αθήνα. Βιώματα που κλόνισαν την ψυχική του υγεία, τον έφεραν αντιμέτωπο με την κατάθλιψη, την οποία κατάφερε να νικήσει, και το διαρκή αγώνα για έναν κόσμο καλύτερο. Τη ζωή του στην Κρήτη και την οικογένειά του, στην οποία πλέον βρίσκει καταφύγιο, εκτός από τη θάλασσα.

 

Κάθε αναφορά στο όνομά του μας γυρίζει πίσω, σε μια χρυσή εποχή για τη χώρα μας και τον ελληνικό αθλητισμό. Ένας από τους κορυφαίους Έλληνες αθλητές, αλλά και πολλά περισσότερα. Ο ίδιος μιλάει σπάνια, αλλά όταν αποφασίσει να το κάνει είναι επειδή έχει πράγματα να πει. Δεν του χαρίστηκε τίποτα και τα κέρδισε όλα με τη σανίδα, το μυαλό και τη θέλησή του. Πάλεψε, μόχθησε και χρησιμοποίησε το αλάτι της θάλασσας προκειμένου να επουλώσει τις πληγές του. Περιπλανήθηκε για χρόνια σε θάλασσες και αν υπάρχει μια αρχή που διέπει τη ζωή του αυτή δεν είναι άλλη από την αλήθεια, χωρίς συμβιβασμούς. Αυτός είναι ο Νίκος Κακλαμανάκης!

Γυρνάμε πίσω στο 2004, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ταυτισμένος με την Ελλάδα των χρυσών επιτυχιών. Θα ήθελες να μοιραστείς τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου από τότε;

Πάνω απ’ όλα υπάρχει μια γλυκιά νοσταλγία για την Ελλάδα που οραματιστήκαμε και ταυτόχρονα μελαγχολία γι’ αυτή που αφήσαμε πίσω. Βρέθηκα με την ομάδα διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων στη Λοζάνη να πρεσβεύω το αίτημα, ήμουν μέρος αυτής της όμορφης διαδικασίας. Είχα ενεργό ρόλο ως ήδη Χρυσός Ολυμπιονίκης στην Ατλάντα, που κορυφώθηκε με την είσοδό μου στο Ολυμπιακό Στάδιο ως τελευταίος λαμπαδηδρόμος στην Τελετή Έναρξης.

Πώς μοιάζει εκείνη η στιγμή μέσα στο κατάμεστο Ολυμπιακό Στάδιο;

Ήταν για μένα τεράστια τιμή όταν το βωμό τον άναβαν άνθρωποι που ήταν σύμβολα στην πατρίδα τους. Ένιωθα ότι μαζί με εμένα ήταν όλοι οι Ολυμπιονίκες, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο μετάλλιο που έχω λάβει, επειδή προήλθε από την εκτίμηση και την αγάπη του κόσμου. Δεν το ήξερα μέχρι το τελευταίο πρωί. Μου είπαν «τρέξε, ανάβεις το βωμό» και απάντησα «έχω μία τελευταία προπόνηση, σε δύο ημέρες αγωνίζομαι, δεν μπορώ να έρθω για πρόβες». «Δεν έχεις καταλάβει καλά, είσαι ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος, θα σε δουν 2,5 δισ. ζωντανά σε όλο τον πλανήτη, καλό είναι να είσαι προετοιμασμένος!» μου είπαν. Πήγα το απόγευμα, έκανα τις πρόβες και το ίδιο βράδυ ανέβη[1]κα μία σκάλα που αιωρούνταν, σαν να ήταν 4 ή 5 όροφοι μαζί. Όσο πιο ψηλά πήγαινες τόσο πιο πολύ είχε επιστροφή προς τα εμένα, κάλλιστα θα μπορούσες να πέσεις. Αυτό δημιουργούσε ανασφάλεια. Οπότε όταν έκανα το ΟΚ στο τέλος μου λένε «γιατί έκανες ΟΚ, επειδή άναψε ο βωμός;» και είπα «όχι, επειδή δεν έπεσα». Αυτό είναι και το αστείο της υπόθεσης. Από τη σανίδα δεν είναι τόσο εύκολο να πέσω όσο από τη συγκεκριμένη σκάλα.

 

 

Είναι διαφορετικό να αγωνίζεσαι και να κερδίζεις Ολυμπιακό μετάλλιο στη χώρα σου;

Ασφαλώς, με την αγκαλιά των δικών μου και την Ελλάδα όλη να είναι δίπλα μου, ήταν διαφορετικά. Ειδικά αν έχεις ανάψει και το βωμό πριν. Αυτό το γλυκό βάρος μου είχε κάνει πρώιμη συναισθηματική κορύφωση και έπρεπε να ακυρώσω τα συναισθήματά μου για να συγκεντρωθώ μετά στον αγώνα για τις επόμενες 8 ημέρες. Πριν τους Ολυμπιακούς σκεφτόμουν «δώσε μου Θεέ μου κάτι μεγάλο γιατί έχω σκοπό να το επιστρέψω» και δεν αφορούσε απλά ένα μετάλλιο. Το 1996 σκεφτόμουν δεν έχω κάνει κακό σε κανέναν, ενώ έχω αδικηθεί τόσες φορές, δεν μπορεί παρά το καλό να νικήσει κάποια στιγμή. Το 2004 σκέφτηκα ότι μπορώ να κάνω καλό σε τόσους ανθρώπους. Ο σκοπός της ζωής δεν είναι τι θέλουμε εμείς, αλλά τι χρειάζεται η ζωή από εμάς. Και όπως το κάρμα απέδειξε όταν έχεις έναν σκοπό, πολύ ανώτερο από τον εαυτό σου, δεν πηγαίνεις εσύ προς την στιγμή – τιμή αλλά έρχεται εκείνη προς τα εσένα. Είχα πάθει βρογχοπνευμονία Γενάρη, είχα τραυματισμό τέλη Μάρτη και στην αρχή της Ολυμπιάδας η επιτροπή αγώνων έχασε μία σημαδούρα ελάχιστα πριν το τέλος της ιστιοδρομίας, ενώ είχα τεράστιο προβάδισμα… Έτσι ήταν για εμένα ένα μετάλλιο το ίδιο σημαντικό και δύσκολο όσο το χρυσό της Ατλάντα.

Πώς ξεκίνησε όλο αυτό το ταξίδι για τον μικρό Νικόλα;

Μπήκα από καθαρή συγκυρία στο άθλημα. Ο πατέρας μου ήταν εκείνος που με έμαθε. Ήταν από τους πρώτους που έφεραν την ιστιοσανίδα στην Ελλάδα. Εκείνος είχε μάθει διά της νοηματικής από ένα Γερμανό τουρίστα και είχε το προσωνύμιο «ο Ρομπέν των θαλασσών». Όταν δοκίμασα το windsurf είπα «ποοοπόοο, εδώ ελευθερία». Κόλλησα όταν γλίστρησα στο κύμα, αυτή η αίσθηση με κράτησε για πάντα. Όμως, δεν υπήρχε ο πρωταθλητισμός ούτε κατά διάνοια, ήταν απλώς το χόμπι μου. Στα 13 μου κατέβηκα σε ένα Πανελλήνιο Ανδρών όπου και κέρδισα μια ιστιοδρομία ανάμεσα σε 101 άτομα. Αγωνιζόταν και ο πατέρας μου τότε εκεί και σε κάθε σημαδούρα έλεγε «πού είναι ο μικρός Νικόλας;» και του έλεγαν «είναι πολύ μπροστά ο μικρός, έχει εξαφανιστεί». Θυμάμαι δάκρυσα στον τερματισμό, για μένα ήταν πολύ σημαντική στιγμή. Εκεί άρχισε να μπαίνει το μικρόβιο και άρχισα να αναζητώ τα όριά μου. Κατάλαβα πως αυτό το ταξίδι μπορεί να είναι και πιο μακρινό από ό,τι νόμιζα.

Έχουν υπάρξει φορές που νιώθεις πως ήθελε να καταφέρει κάτι μέσα από το παιδί του;

Ισχύει σε ένα μικρό βαθμό αυτό, υπό την έννοια ότι ο πατέρας μου δεν είχε τις ευκαιρίες που είχα εγώ. Γεννήθηκε ορφανός, ο παππούς έχασε τη ζωή του στον πόλεμο του 1940, όταν ο πατέρας μου ήταν στην κοιλιά της μητέρας του. Και εδώ υπάρχει μια φοβερή συγκυρία: Στα 28 του έφυγε ο παππούς ο Νικόλας Κακλαμανάκης, στα 28 του ο πατέρας μου με απέκτησε και εγώ στα 28 μου κέρδισα το Ολυμπιακό μετάλλιο. Το «σύμπαν» επιστρέφει την αγάπη, καταπραΰνει τον πόνο των ανθρώπων μας που έφυγαν νωρίς. Προσπάθησε να μου δώσει ευκαιρίες, όμως κάποιες στιγμές ήταν ιδιαίτερα αυστηρός μαζί μου. Στα 15 μου, ενώ ήδη προπονούμουν ανελλιπώς χρόνια, ζήτησα να πάω ένα τριήμερο με τους φίλους μου στην Πάρο να κάνουμε ιστιοσανίδα στα κύματα. Δεν με άφησε να πάω επειδή θεωρούσε πως είμαι τόσο μεγάλο ταλέντο που πρέπει να δουλέψω σκληρά. Με θύμωσε αρκετά, αλλά μέχρι εκεί. Δε με πίεσε ξανά επί της ουσίας να κάνω πρωταθλητισμό, το ήθελα τόσο πολύ, εγώ ήμουν πολύ περισσότερο αυστηρός με τον εαυτό μου.

Θυμάσαι μια δύσκολη στιγμή ως παιδί;

Στα 17 μου, ξεκινώντας οι διεθνείς αγώνες κατάλαβα πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο τα είχα φανταστεί. Εκεί άρχισα να ζω τα άκρα. Στην πρώτη μου εμπειρία από αγώνα στο εξωτερικό, στο Κίελο της Β. Γερμανίας, όταν φτάσαμε αργά το βράδυ με κρύο και βροχή, συνειδητοποιήσαμε πως δεν μας είχαν κλείσει διαμονή από την Ε.Ι.Ο. και δεν είχαμε πουθενά να μείνουμε. Βρέθηκα λοιπόν να κοιμάμαι στην ύπαιθρο, κάτω από ένα σκάφος που είχε μία τεντούλα. Τυλιγμένος με το πανί μου τουρτούριζα όλο το βράδυ. Δύσκολη εμπειρία η πρώτη μου διεθνής συμμετοχή.

 

 

Το κεφάλαιο Ολυμπιακοί Αγώνες πότε ανοίγει;

Μετά το Χάλκινο μετάλλιό μου στο Παγκόσμιο Νέων λίγο πριν κλείσω τα 18, διάκριση μεγάλη για τα ελληνικά δεδομένα. Έτσι μπήκε μέσα μου το μικρόβιο των Ολυμπιακών Αγώνων. Άρχισα να βλέπω Ολυμπιακά κυκλάκια στον ύπνο μου. Προπονούμαι ανελλιπώς για τη Σεούλ το 1988, καταφέρνω να πάρω την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες και για εμένα καταλήγει να είναι μία άκρως τραυματική εμπειρία: Προκρίνεται ένας, και ενώ είμαι εγώ αυτός έγινε ένα μαγείρεμα ανάμεσα στην Ομοσπονδία και ένα πρόσωπο πολιτικής ισχύος την περίοδο εκείνη και έστειλαν άλλον αθλητή στη θέση μου. Στις προκρίσεις που τρέξαμε μεταξύ μας κέρδισα και τις δύο. Στις 14 ιστιοδρομίες συνολικά, κέρδισα τις 13 και στη μία που δεν κέρδισα έσπασε η μάτσα που κρατάω το πανί μου. Κέρδισα πρόκριση και εμφάνισαν ψευδή όρια του άλλου αθλητή στην Ολυμπιακή Επιτροπή. Ζήτησα ακρόαση, δεν με δέχτηκαν. Μου έστειλαν μία επιστολή να απευθυνθώ στο Συμβούλιο της Επικρατείας δύο μέρες πριν ξεκινήσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ούτε στο αεροπλάνο δεν προλάβαινα να μπω.

Πώς το βίωσες τότε όλο αυτό;

Κάποια στιγμή εξαφανίστηκα από την οικογένειά μου, είπα «μην ανησυχείτε, θέλω να φύγω μακριά να τα βρω με τον εαυτό μου». Έκατσα και παρακολουθούσα τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε ένα καφενεδάκι στη Λευκάδα. Έβλεπα τον αθλητή που πήγε στη θέση μου να τερματίζει τελευταίος, να μην μπορεί να κάνει εκκίνηση ή να μην εμφανίζεται καν στους αγώνες. Αργότερα κατάλαβα ποιος ήταν ο λόγος. Σύμφωνα με την έκθεση του αρχηγού της Ιστιοπλοϊκής ομάδας αμέσως μετά τους αγώνες σε μία προσπάθεια να εξηγήσει τη μη συμμετοχή του αθλητή, μετά από αναζήτηση μεταμεσονύκτια στο δωμάτιό του και αφού δεν τον βρήκαν τον αναζήτησαν σε όλα τα «στέκια» στο Πούσαν της Σεούλ. Εντέλει τον βρήκαν πάνω από μία φορά στο Καζίνο να παίζει «Μαύρο Ληστή» και τον έβγαλαν κακήν κακώς μετά από παρέμβαση και της αστυνομίας. Εκεί ένιωσα πως μου πήραν το όνειρο και όχι απλώς το τσαλάκωσαν. Το όνειρό μου το έπαιξαν στα χαρτιά… κυριολεκτικά!

Η συμβουλή του πατέρα σου ποια ήταν τότε;

Έμαθα πως ο πατέρας μου στο σπίτι, όταν αποκλείστηκα άδικα από τη Σεούλ, δάκρυσε. Αυτό ήταν κάτι που με πλήγωσε πολύ. Δεν υπήρχε μεγαλύτερο κίνητρο από το χαμόγελο των δικών μου ανθρώπων. Ο πατέρας μου έχοντας στερηθεί, ήθελε το παιδί του να έχει τις ευκαιρίες που δεν είχε εκείνος. Οπότε αυτό με πίκρανε πολύ. Είδα στο πρόσωπο του πατέρα μου μία δεύτερη αδικία, ένοιωσα ένα άλλο χρέος και ακολούθησα αυτό που μου έλεγε πάντα «Σβήσε τη φωτιά σου στη θάλασσα παιδί μου». Όλη αυτή την ενέργεια που κυκλοφορούσε στην ψυχή μου κάπως έπρεπε να την επιστρέψω. Αυτός ο θυμός, δε γύρισε ευτυχώς προς τα μέσα τότε. Ξέσπασα στα γυμναστήρια, τη θάλασσα και έγινα καλύτερος.

Υπήρξε ποτέ συνάντηση με τον άνθρωπο αυτόν που σου πήρε τη θέση;

Ο άνθρωπος αυτός μετά έγινε θαυμαστής μου. Το 1993 είχε επιστρέψει λίγο στους αγώνες και πήγαμε μαζί σε αποστολή. Θυμάμαι μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού μεταλλίου στο Βέλγιο είχε αφήσει στο κομοδίνο μου δίπλα ένα λουλούδι και μία κάρτα που έγραφε: «Συγχαρητήρια για το μετάλλιό σου στο Πανευρωπαϊκό, εύχομαι και το Χρυσό στην Ατλάντα.» Εκεί παραδέχτηκε εμμέσως πως δεν μπορεί να συνεχίσει, έγινε υποστηρικτής μου και έλεγε τα καλύτερα για μένα. Αφού κέρδισα το Χρυσό το 1996 και έκανα προπόνηση στα ανοιχτά της Βουλιαγμένης, ήρθε και με βρήκε με φουσκωτό στη θάλασσα. Το σταμάτησε δίπλα μου και με αγκάλιασε. Ήταν η δική του συγγνώμη.

Πώς διαχειρίστηκες την αδικία αυτή;

Ξαφνικά με «πάτησαν» μέσα στο χώμα, όμως η ήττα δεν καθορίζει τη ζωή μας. Σημασία έχει το πώς θα τη διαχειριστούμε. Εκεί είναι το κομβικό σημείο, η αξιακή προσέγγιση και διαχείριση. Δεν ήταν νίκη μόνο σώματος. «Μη γίνεις ποτέ όμοιός τους», σκέφτηκα. Ο έντιμος και ο αθώος δεν αντέχει την αδικία. Δεν αντέχει, όμως, δεν σημαίνει ότι τα παρατά. Το πρώτο ερώτημα που έκανα στον εαυτό μου απομονωμένος στη Λευκάδα ήταν: «Μπορείς να νικήσεις κάποιον που έχει το άδικο με το μέρος του;» Αλλά το ερώτημα που ακόμα δεν μου έχει απαντηθεί εδώ και 35 χρόνια είναι αν μπορώ να λέω την αλήθεια στην εξουσία χωρίς δυσανάλογο κόστος. Μου κατέστρεψαν το όνειρο, όμως όχι τη θέληση να ξεπερνώ την ικανότητά μου να το ξαναδημιουργήσω. Το μόνο που φοβάμαι είναι να φοβάμαι, και το ξορκίζω προσπαθώντας ακριβώς ό,τι φοβάμαι. Θα μπορούσα να τα παρατήσω και να ζούσα μια ζωή δείχνοντας με το δάχτυλό μου τι κακό έκαναν οι άλλοι. Είπα «ο μόνος αγώνας που χάνω είναι ο αγώνας που δεν δίνω» και έτσι συνέχισα. Όμως στην πορεία έγιναν κι άλλα πράγματα που μου έκοψαν τα φτερά.

Ήρθε παρ’ όλα αυτά το σημείο που ένιωσες να λυγίζεις;

Το 1991 έφτασα για έναν αγώνα στη Δανία, έχοντας μόλις προκριθεί στους Ολυμπιακούς, χωρίς στήριξη και έχοντας ελάχιστο προϋπολογισμό από προσωπικές και οικογενειακές οικονομίες. Σε μία προσπάθεια να μειώσω τα έξοδα επέλεξα να πάρω λεωφορείο και μετρό για να πάω στον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο, ενώ κουβαλούσα ιστιοπλοϊκό εξοπλισμό και δύο σάκους με τα πράγματά μου, τους οποίους μου έκλεψαν στο μετρό της Κοπεγχάγης. Ήμουν εντελώς μόνος, έμεινα χωρίς να έχω τίποτα. Ούτε προσωπικά αντικείμενα, που κάποια ήταν ευχή για εμένα, ούτε χρήματα και χωρίς να μπορώ καν να αποδείξω το όνομά μου. Είχα καταφέρει να διεκδικήσω το όνειρό μου να πάρω την πρόκριση και πάλι ένιωσα να ξαναγκρεμίζεται. Το βράδυ μέσα στην απογοήτευσή μου, αφού είχα πάει στην αστυνομία και μου είπε ότι είχαν ανάλογα περιστατικά από τοξικομανείς, βρέθηκα να περιπλανιέμαι στους δρόμους να ψάχνω τα πράγματά μου στα σκουπίδια. Εκεί στην κυριολεξία έψαχνα τα όνειρά μου στα σκουπίδια. Έψαχνα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μου. Αγωνίστηκα με στολές και εξοπλισμό δανεικά, ενώ κάποιες στιγμές έριχνε χιονόνερο. Εκεί ήθελα να τα παρατήσω. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, ένιωσα πως ήρθα αντιμέτωπος με την κατάθλιψη. Εκεί ήταν ένα επικίνδυνο σημείο.

 

 

Πώς θυμάσαι να βιώνεις την κατάθλιψη και πώς βγήκες από αυτό;

Ήταν η στιγμή που είχα απογοητευθεί σε σημείο τέτοιο που δεν είχα ενέργεια να προχωρήσω, είχα συναισθηματικά ισοπεδωθεί δεν μπορούσα να διαχειριστώ αυτή την πίεση. Ένιωσα πως δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Έχασα αρκετά κιλά, δεν έμπαινα στο νερό, κοιμόμουν από το μεσημέρι, ήμουν σε πολύ άσχημη φάση. Βίωσα προ-Ολυμπιακή κατάθλιψη από την έλλειψη στήριξης και τον πόλεμο που δέχθηκα. Δεν μπόρεσα να σηκωθώ γρήγορα μετά από αυτό. Βγήκα από το δύσκολο αυτό τούνελ γιατί η λαχτάρα μου για το αποτέλεσμα δεν ξεπέρασε την αγάπη μου για το ίδιο το ταξίδι, το άθλημά μου και την προσπάθεια. Όταν ένα όνειρό μου τελείωνε έβρισκα ένα άλλο. Αποφάσισα να κάνω το καλό να συμβεί μέσα από κάθε κακό που μου συνέβη.

Άρχισε μετά να σε συνοδεύει κάποιος στα σημαντικά αυτά ταξίδια;

Το 1991 στο Παγκόσμιο της Σιγκαπούρης μού έστειλαν ένα συνοδό, που, σε βάρος του δικού μου ονείρου, ενώ είχε πάρει προϋπολογισμό –όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων– για να νοικιάσει σκάφος συνοδείας και να είναι δίπλα μου αυτό δεν έγινε ποτέ!! Προς έκπληξή μου, μάλιστα, είχε αρχίσει να γεμίζει το δωμάτιο με κούτες από ηλεκτρονικές συσκευές σε σημείο να περνάω πάνω από αυτές για να πάω στο κρεβάτι μου. Στους Ολυμπιακούς του 1992, ενώ ήταν απών σε κάθε δυσκολία και αίτημά μου με την αιτιολογία «για τον εαυτό σου το κάνεις» εμφανίστηκε κοντά μου όταν είχαν έρθει οι κάμερες επειδή ήμουν στην 3άδα την πρώτη μέρα των αγώνων. Σε 8 συναπτά έτη Ολυμπιακής προετοιμασίας μου για τους Ολυμπιακούς του 1992 και του 1996 και πάνω από 55 διεθνείς συμμετοχές μου, ήρθε μόνο 6 φορές ως συνοδός αγώνων. Ο ίδιος άνθρωπος που ήταν ομοσπονδιακός τεχνικός σύμβουλος αργότερα βαφτίστηκε από τους παράγοντες της Ε.Ι.Ο. προπονητής μου, με παντελή έλλειψη γνώσεων στο αγώνισμά μου, δίχως να έχει έρθει ποτέ σε προπόνησή μου, να ενδιαφερθεί έστω ανθρώπινα εάν κινδυνεύω στις θύελλες στην άλλη άκρη της Γης ή και στην Ελλάδα ακόμα, αν κρυώνω, αν πεινάω ή διψάω, και πήρε το πριμ του Χρυσού μεταλλίου μου!!

Δηλαδή κέρδισες Ολυμπιακό μετάλλιο χωρίς να υπάρχει προπονητής;

Ακριβώς! Το 1996 κέρδισα το Χρυσό μετάλλιο χωρίς να έχω καν προπονητή. Μεγαλύτερο προπονητικό εργαλείο από τα λάθη μου, τις ήττες και τον πόνο δεν υπήρξε. Διάβασα μετεωρολογία, αεροδυναμική, υδροδυναμική, εργοφυσιολογία, διατροφολογία κ.ά., ήμουν προπονητής του εαυτού μου. Δεν μπόρεσα ποτέ να έχω τη στήριξη και την προπονητική που είχαν αυτοί απέναντι στους οποίους διεκδικούσα μετάλλια. Πάνω απ’ όλα, οι άλλοι αθλητές είχαν στήριξη αλλά και την απαραίτητη ασφάλεια σε στεριά και θάλασσα. Όταν είσαι στην Ν. Αφρική και Αυστραλία να προπονείσαι μόνος σου ή στη Δανία κουβαλώντας μόνος σου τον εξοπλισμό ρισκάρεις όχι απλώς το επίπεδό σου, γιατί οι άλλοι πηγαίνουν από την Εθνική οδό κι εσύ από τον κακοτράχαλο δρόμο, ρισκάρεις και την ίδια σου τη ζωή.

Πώς ήταν η εμπειρία όταν πια έφτασες να αγγίζεις το όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων;

Το 1992 ήρθε η Ολυμπιάδα που στο παρά κάτι δεν κατάφερα να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου, με όλα αυτά που είχα βιώσει. Έτρεμαν τα πόδια μου, ενώ ήμουν στην 3άδα τις πρώτες ημέρες τελικά ήρθα 9ος με ελάχιστη διαφορά από την 6η θέση που θα με έκανε Ολυμπιονίκη. Θυμάμαι από τότε χαρακτηριστικά να είμαι δακρυσμένος και βυθισμένος στις σκέψεις μου, εννοείται μόνος μου, ανάμεσα στο όνειρο και την παραίτηση δίπλα σε μια αθλήτρια από το Χονγκ Κονγκ, η οποία επίσης είχε τη δική της δύσκολη στιγμή να διαχειριστεί και έκλαιγε σε μια γωνιά. Και τι είναι το κάρμα… Τέσσερα χρόνια μετά γίναμε και οι δύο Χρυσοί Ολυμπιονίκες.

Μίλησέ μας για το συναίσθημα όταν επέστρεψες στην Ελλάδα.

Μετά τον πόνο και την πίκρα ήρθε η μεγάλη γιορτή υποδοχής των Ολυμπιονικών στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο. Το λέω και ανατριχιάζω ακόμα, θυμάμαι ακόμα και τώρα τον κόσμο να φωνάζει «ΕΛΛΑΣ-ΕΛΛΑΣ» και την ώρα που πάμε να κατέβουμε κάτω μου λένε ότι εδώ θα μπουν μέχρι τον 8ο γιατί ήταν κατάμεστο το Στάδιο και δεν υπήρχαν ούτε είχαν προβλεφθεί θέσεις για εμάς που είχαμε συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες και είχαμε δώσει τη ζωή μας για το όνειρο. Ήρθαν στο μυαλό μου όλα όσα έχω περάσει, όλες οι δυσκολίες, τα όσα έχω ζήσει, πως ήρθα στον πόντο και παρ’ όλα αυτά δεν μπήκα στο Καλλιμάρμαρο. Έφυγα με έναν κόμπο στο στομάχι, δακρυσμένα μάτια, χαμένος και με πόνο. Από εκεί και πέρα ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Μετά ο Κακλαμανάκης άρχισε να γίνεται «λύκος». Συνεχίζω και αρχίζω να κερδίζω το ένα μετάλλιο πίσω από το άλλο.

Στο πρόσωπο ποιων έβρισκες τη στήριξη;

Το θέλω μου χωρίς το οποίο δε θα υπήρχε το μπορώ μου, τελικά ήταν το μοναδικό που με κράτησε όταν δεν είχα σχεδόν τίποτα. Όμως δεν ξεχνώ ποτέ την στήριξη της οικογένειάς μου, την Ομογένεια όπου και αν βρέθηκα στη γη, αλλά και συγκεκριμένων προσώπων σε κρίσιμες στιγμές που φλέρταρα με την παραίτηση. Η οικογένειά μου ήταν συνεχώς δίπλα μου, έδωσαν την ψυχή τους, τη ζωή τους, την πίστη τους σε εμένα. Η θάλασσα είναι σαν τη ζωή, αν τη φοβάσαι σε διώχνει αν την σέβεσαι σε αγκαλιάζει. Στο τέλος όμως της ημέρας στα ανοιχτά και τα βαθιά είσαι πάντα μόνος σου.

Υπήρξε κάποια στιγμή που σε έφερε σε δύσκολη θέση;

Η εμπειρία μου με δίδαξε ότι η κατάχρηση πολιτικής εξουσίας εφ’ όσον την τροφοδοτήσουν τα μίντια, μπορεί να ισοπεδώσει τον άνθρωπο και τον αθλητισμό. Φοβήθηκα ότι θα υποβαθμίσουν το χρυσό μου μετάλλιο το 1996, επειδή ήταν ο τέως Βασιλέας που μου το πέρασε στο λαιμό. Ήταν στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή και ακριβώς μετά τον τερματισμό μου, έδεσε μαζί με άλλους την ελληνική σημαία στο πανί μου. Αποφάσισα να μη μιλήσω για να μη γίνει πολιτικό το θέμα, να μη χαθεί η ουσία. Αν το έλεγα εδώ θα στρεφόταν η προσοχή αλλού, δε θα μίλαγαν για το χρυσό μου Ολυμπιακό μετάλλιο που ήρθε μετά από τόσες δυσκολίες, αλλά θα το είχαν μετατρέψει σε μία πολιτική αντιπαράθεση. Είχα άλλωστε την εμπειρία από τον αποκλεισμό μου το 1988 και τα τότε πρωτοσέλιδα. Το μετάλλιό μου τότε θα ήταν δεύτερη είδηση. Όταν πήγα να πάρω το μετάλλιο έλαβε ένα μήνυμα η οικογένειά μου από τον τότε Υπουργό υποδεικνύοντας να μην είμαι διαχυτικός με τον τ. Βασιλέα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου δημοσιογράφος σε δελτίο ειδήσεων με ρώτησε πως αισθάνθηκα που μου έδωσε το χρυσό μετάλλιο ο τέως Βασιλεύς. Και λέω «από όλη αυτή την πορεία ετών γεμάτη πόνο, δάκρυα, θυσίες και ιδρώτα αυτό βρήκατε να με ρωτήσετε; Είναι αλλιώς να βλέπεις απλά τα πράγματα να συμβαίνουν και αλλιώς να τα κάνεις εσύ να συμβούν». Σκέφτηκα πως έχω παλέψει τόσο, διεκδίκησα τόσες φορές το όνειρό μου από το μηδέν και τώρα ήρθε η δική μου στιγμή με αυτό το χρυσό μετάλλιο.

Πώς ένιωσες όταν συνειδητοποίησες ότι έγινες ο Χρυσός Ολυμπιονίκης Κακλαμανάκης;

Δεν μπορούσα εύκολα να το διαχειριστώ. Εκεί νόμιζα πως έχουν ξεφύγει τα συναισθήματά μου, ήμουν «ανισόρροπος» (γέλια). Ταπεινός και με αυτοπεποίθηση ταυτόχρονα. Σαν μία σταγόνα στον ωκεανό, αλλά και ωκεανός μέσα σε μία σταγόνα. Στο βάθρο δεν υπάρχει σκέψη, είναι η απόλυτη αιώρηση. Δεν καταλάβαινα πού βρισκόμουν. Μου δίνουν τα λουλούδια, τα κουνούσα δεξιά-αριστερά κοιτώντας την οικογένειά μου και μου έπεσε ένα. Εκείνη τη στιγμή έσκυψα να το πιάσω και λέω στον εαυτό μου «μα καλά, έχεις καταλάβει πού βρίσκεσαι;», σηκώθηκα επάνω και γελούσα. Δεν μπορούσα ουσιαστικά να ενώσω το συναίσθημα με τη λογική εκείνη τη στιγμή. Ο μικρός Νικόλας τότε έκλεισε ένα ταξίδι, το μετάλλιο αυτό ήταν ένας πρώτος σταθμός στο ταξίδι μου προς την Ιθάκη. Όταν έφτασα σε σημείο που δεν είχα τίποτα, είχα τουλάχιστον τον εαυτό μου. Με έκαναν Χρυσό Ολυμπιονίκη όσοι με πολέμησαν. Κάθε φορά που προσπαθούσαν να με εξαφανίσουν εμφανιζόμουν πιο δυνατός.

 

 

Πώς βίωσες την υποδοχή στο Καλλιμάρμαρο;

Όταν πάτησα στην Ελλάδα κατάλαβα πως δεν είμαι Χρυσός Ολυμπιονίκης, είμαι Έλληνας Χρυσός Ολυμπιονίκης, και αυτό έχει τεράστια διαφορά. Βρίσκομαι στην πορεία από το Ελληνικό μέχρι το Καλλιμάρμαρο και αυτή τη φορά είχα φτιάξει μόνος μου το εισιτήριο για την είσοδό μου σε αυτό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μία γιαγιούλα που δεν μπορούσε να στηριχτεί μόνη της και ακουμπούσε σε μια κολόνα της ΔΕΗ. Πέταξε ένα λουλούδι που έπεσε μπροστά στα πόδια της. Εκεί έσπασα κι άρχισα να δακρύζω γιατί αισθάνθηκα πως της έδωσα μια όμορφη και περήφανη στιγμή στη δύση της ζωής της. Στο Στάδιο δεν είπα τίποτα από αυτά που είχα αρχικά σχεδιάσει να πω, μίλησε η ψυχή μου. Μετά είχε μια τεράστια ουρά για αυτόγραφα, στο τέλος μένω μόνος και αφού υπογράφω το τελευταίο φεύγει κάποιος από πίσω μου και πάω να πέσω. Εκεί κατάλαβα πως τόση ώρα ήταν κάποιος πίσω μου που με κράταγε με την πλάτη του μην καταρρεύσω. Στιγμές ακραίας εξάντλησης, που το σώμα μου το κράταγε μόνο το συναίσθημα. Φυσικά μετά δεν μπορούσα να κοιμηθώ τη νύχτα. Οι εικόνες είχαν αποτυπωθεί κι ερχόντουσαν συνεχώς μπροστά μου. Δακρυσμένα μάτια, το άγγιγμα, η εκτίμηση…

Ένα χρόνο μετά το χρυσό διασχίζεις με τη σανίδα σου όλο το Αιγαίο. Υπήρξε κάποιος συμβολισμός;

Το 1997, την ίδια ακριβώς ημέρα, αποφάσισα να φύγω από το Σούνιο, να πάω στην Κρήτη για να ολοκληρώσω ένα παιδικό μου όνειρο και να γιορτάσω το Ολυμπιακό μετάλλιο που κέρδισα ένα χρόνο πριν. Κέρδισα τους καλύτερους αθλητές στον κόσμο, αλλά ποτέ δεν τελείωσα με τον αγώνα να κάνω καλύτερο τον εαυτό μου. Αυτό συνδυάστηκε με την τουριστική προβολή της Ελλάδος στον κόσμο και το αίτημα της Ελλάδας να αναλάβει τους Ολυμπιακούς το 2004. Το επανέλαβα το 2011 στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, για να μεταλαμπαδεύσω το μήνυμα για υπέρβαση και να γινόμαστε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε γύρω μας.

Επίσης έχεις μιλήσει ανοιχτά και για τις απειλές που είχες δεχθεί.

Για να ακριβολογήσω, αφορά στη σωματική μου ακεραιότητα. Είναι δύο φορές: Η μία το 1999, που είχα πει σημαντικά πράγματα δημόσια και άκουσα τη φράση «έχω τον τρόπο μου να μη φτάσεις σώος μέχρι τους Ολυμπιακούς». Τότε το δήλωσα στο δήμαρχο Αθηναίων και μου έδωσε μέρος της προσωπικής του φρουράς για έξι μήνες ώστε να μπορώ να κάνω προετοιμασία και να αγωνίζομαι. Η δεύτερη φορά ήταν στις 4 Αυγούστου του 2018 σε Παγκόσμιο Ιστιοπλοΐας στη Δανία, σε αγώνες που προπονούσα Έλληνα αθλητή. Με πλησίασε κάποιος Έλληνας προπονητής που προπονούσε ξένους στο σημείο ανεφοδιασμού των φουσκωτών. Χτύπησε το σκάφος του πάνω στο δικό μου και μου είπε «ξέρω πλέον πού μένεις και θα σε τακτοποιήσουμε». Ο Νίκος Κακλαμανάκης το 2019 κλήθηκε να μιλήσει στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων στη Βουλή, εν όψει της ψήφισης μεταρρυθμίσεων του αθλητικού νόμου και τοποθετήθηκε για τις παθογένειες στον ελληνικό αθλητισμό και στους αθλητικούς φορείς. Η Ελληνική Ομοσπονδία Ιστιοπλοΐας με αγωγή κατά του αξίωνε 100.000 ευρώ. Τρία χρόνια μετά, απορρίφθηκε η αγωγή κατά του Έλληνα Χρυσού Ολυμπιονίκη. Τα όσα είχε καταγγείλει, θεωρήθηκαν «προάγγελος» της μετέπειτα συγκλονιστικής εξομολόγησης της Σοφίας Μπεκατώρου για το ελληνικό #ΜeΤoo.

Είσαι ένας άνθρωπος που δεν φοβήθηκε ποτέ, μάλιστα κλήθηκες στη Βουλή και μίλησες για τις παθογένειες στον ελληνικό αθλητισμό.

Κλήθηκα στη Βουλή και κατέθεσα την εμπειρία μου, τις απόψεις και κρίσεις μου με ειλικρίνεια, ως όφειλα, από ηθικό καθήκον μου απέναντι στην Πολιτεία και την ελληνική κοινωνία, με σκοπό τη χρηστή διοίκηση των αθλητικών φορέων και της δημόσιας αποστολής τους. Η διαφθορά που έχω βιώσει από το 1988 μέχρι και σήμερα στον αθλητισμό στην Ελλάδα, όμως, φαίνεται ότι αποτελεί προστατευόμενο είδος κι εκείνοι που καταδιώκονται μέχρι εξαφάνισης είναι οι αντίπαλοί της. Μετά την ομιλία μου στη Βουλή, οι παράγοντες της Ε.Ι.Ο. αποφάσισαν την άσκηση εκφοβιστικής αγωγής εις βάρος μου, που δημόσια την ανήγγειλαν αναχαιτίζοντας την επιθυμία κάθε τρίτου που θα ήθελε να αναφέρει τις δικές του εμπειρίες. Διεκδικώ το δικαίωμα στην αλήθεια. Δίχως το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν υπάρχει και δικαίωμα στην ευκαιρία για τις τωρινές και τις επόμενες γενιές. Γι’ αυτούς μίλησα, δεν μίλησα για εμένα, εγώ τον κύκλο μου τον είχα τελειώσει. Δεν αποδέχτηκα να σιωπήσω και να κάνω «δήλωση μετάνοιας ή μεταμέλειας» που μου ζήτησαν οι αθλητικοί παράγοντες της διοίκησης της Ε.Ι.Ο. πριν από τη συζήτηση της αγωγής, γιατί δεν θα ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής μου αλλά «φόβου»…

Σε τι σημείο βρίσκεται ο αγώνας αυτός;

Πριν από τη συζήτηση της αγωγής τους, είχε εκδοθεί πόρισμα ελέγχου της Ε.Ι.Ο. από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, όπου διαπιστώθηκαν σοβαρότατες παραβάσεις του αθλητικού νόμου και άλλων νομοθετικών διατάξεων. Η πρωτόδικη απόφαση απέρριψε την αγωγή τους έχοντας περιλάβει στο σκεπτικό της τις παραβάσεις αυτές, που αναφέρονται στο πόρισμα της Ε.Α.Δ. Πρόσφατα συζητήθηκε η έφεσή τους. Η διαχρονική κατάχρηση εξουσίας, η διασπάθιση δημοσίου χρήματος αλλά και η ευκολία των παραγόντων να χρησιμοποιήσουν το νομικό πρόσωπο της Ε.Ι.Ο. με κατασκευασμένες κατηγορίες εις βάρος μου προκειμένου να με δικάσουν και η μέχρι σήμερα αδικαιολόγητη καθυστέρηση του υφυπουργού Αθλητισμού στην επιβολή κυρώσεων, όπως ορίζει ο αθλητικός νόμος, έκαναν ακριβό έως απαγορευτικό το δικαίωμα στην αλήθεια, οδηγώντας σε μαρασμό την ιστιοπλοΐα. Η κορυφαία ιστιοπλόος μας Βασιλεία Καραχάλιου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να αγωνίζεται για την Πορτογαλία. Δεν έχουμε καμία διάκριση πλέον σε Ολυμπιακό επίπεδο, κινδυνεύει να μην εκπροσωπηθεί στους Ολυμπιακούς η ελληνική ιστιοπλοΐα το 2024, για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια. Η Πολιτεία οφείλει να αποδεικνύει ότι δεν ανέχεται την παραβατικότητα. Πλήρωσα ένα υψηλό τίμημα αντιπαλεύοντας το άδικο σύστημα μέχρι και σήμερα. Σε μια Ελλάδα του «ποιον γνωρίζεις» και του «είσαι ό,τι δηλώσεις», έδωσα φωνή στο «τι αξίζεις», από τον αποκλεισμό στη Σεούλ στα 19 μου μέχρι και πρόσφατα στη Βουλή.

Για  ποιον λόγο αποφάσισες να μιλήσεις; Ποιο ήταν το κίνητρο;

Tην εποχή που κλήθηκα στη βουλή το 2019 και είπα «γκρεμίστε τείχη κατάχρησης εξουσίας, διασπάθισης δημόσιου χρήματος και τείχη περιφρόνησης γιατί αυτά βιώσαμε» και για τα οποία δικάστηκα, προπονούσα και στήριζα με υλικά όσο μπορούσα ένα παιδάκι 12 ετών, του οποίου ο πατέρας δούλευε στον καθαρισμό του Δήμου και τα έβγαζε πέρα πολύ δύσκολα. Έβλεπα ένα παιδάκι, φοβερό ταλέντο που δεν είχε τη στήριξη για κάτι παραπάνω. Δεν μπορείς να δολοφονείς το όνειρο ενός μικρού παιδιού, ανεξαρτήτου επιπέδου διάκρισης ή κοινωνικής τάξης. Δεν πιστεύω ότι η ιστιοπλοΐα πρέπει να είναι ένα άθλημα για λίγους, έχουμε τις καλύτερες θάλασσες που είναι έτοιμα «γήπεδα» για όλους. Το κίνητρό μου ήταν να παλέψω για τους επόμενους, είδα στο πρόσωπο αυτού του παιδιού την ευκαιρία που δεν είχε ποτέ ο πατέρας μου. Το θεώρησα θεμιτό να παλέψω για τον μικρό Μανωλάκη, το κλάμα της Καραχάλιου που είναι ένα παιδί το οποίο προσπαθεί από τα 6 της και έγινε κορυφαία στον κόσμο μόνο με τη στήριξη της οικογένειάς της και για κάθε αθλητή στη θέση αυτή. Το να νοιάζεσαι είναι παρεξηγήσιμο, γιατί πολλοί κρίνουν εξ’ ιδίων, περιμένοντας ανταλλάγματα. Πληρώνω το κόστος του να νοιάζεσαι.

Πώς προέκυψε η ζωή στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια;

Η σχέση μου με την Κρήτη ξεκινά από παλιά λόγω του πατέρα μου, που τη λάτρευε. Επίσης, το πρώτο μου μεγάλο μετάλλιο, που ήταν Ευρωπαϊκό OPEN ’94, το κέρδισα στο Ηράκλειο. Σχετικά με τα τελευταία χρόνια η γυναίκα μου είναι από την Κρήτη και το παιδί μου γεννήθηκε επίσης εδώ.

Το να νιώθεις πως θέλεις να φτιάξεις έναν καλύτερο κόσμο έγινε πιο έντονο μετά τη γέννηση του παιδιού σου;

Ναι, ενώθηκε μία φιλοσοφία ζωής με μία ανάγκη ζωής πλέον. Ότι πρέπει να εξασφαλίσω έναν καλύτερο κόσμο για το παιδί μου. Είπα «θέλω να δημιουργήσω καλύτερες προϋποθέσεις για τους επόμενους που έρχονται». Διεκδικώ το δικαίωμα στην αλήθεια για τις τωρινές και τις επόμενες γενιές. Το δικαίωμα στο όνειρο της δικής μου ζωής το πέτυχα, εμένα σκοπός μου πλέον είναι το δικαίωμα στο όνειρο των άλλων.

Αντιλαμβάνεται ποιος είναι ο μπαμπάς της;

Την κάνει να αισθάνεται περίεργα, όμως βλέπω στα ματάκια της πως είναι περήφανη. Δεν της αρέσει να τη λένε «η κόρη του Κακλαμανάκη» όταν κάνει windsurf – αισθάνομαι ότι την αγχώνει. Ούτε εμένα μου αρέσει να της λένε «να η επόμενη πρωταθλήτρια». Είναι άδικο και βαρύ για να το διαχειριστεί. Έχει πολύ καλή σχέση με τα θαλάσσια αθλήματα και την αγαπημένη της ενόργανη γυμναστική, όμως δεν θέλω να κάνει πρωταθλητισμό, μόνο αν είναι κάτι που πραγματικά θέλει η ίδια.

Τώρα πια τι είναι αυτό που γαληνεύει τη θάλασσά σου;

Εκτός από την άγρια θάλασσα και τα κύματα, είναι οι ομιλίες που κάνω κυρίως σε σχολεία και σε αθλητικά σωματεία. Μιλάω στα παιδιά και τους εφήβους σε μια προσπάθεια να τους εμπνεύσω. Να τολμήσουν το όνειρό τους ακόμα και υπό αντίξοες συνθήκες, χωρίς να διαπραγματεύονται τις αξίες τους, και να μην τα παρατούν ποτέ. Επίσης, μέσα από βιωματικά παραδείγματα τους αναλύω μεταξύ άλλων τη διαχείριση της ήττας, της επιτυχίας και των φόβων, καθώς και πώς να μετατρέπουν το πρόβλημα σε ευκαιρία. Η πατρίδα μου είναι τα καταγάλανα νερά, ο ήλιος, ο άνεμος, τα κύματα, οι άνθρωποι που έχουν δικαίωμα στην ευκαιρία και που αγωνίζονται παρά τις δυσκολίες για μια καλύτερη Ελλάδα. Σε αυτή την Ελλάδα οφείλω.

Η συνέντευξη δόθηκε στην Αμάντα Φούντη και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Downtown, στο τεύχος του Μαίου. Φωτογραφικό υλικό από Γιώργος Δεσύπρης, Stanislav Dermendzhiev & Getty Images