Οι θρυλικές ιστορίες του Blue Pine

Κάτω από το Μπλε Πεύκο, συνομιλεί το ελληνικό παρελθόν με το μέλλον, και οι ψίθυροί τους αγγίζουν όλη την κοσμική Αθήνα / Από τη Φαίη Μπέη

Οι fer forgé καρέκλες που υπάρχουν στον κήπο του µέχρι σήµερα κατασκευάστηκαν για τον βασιλικό γάµο του Κωνσταντίνου και της Άννας-Μαρίας, ενώ η τηλεφωνική γραµµή µπήκε ύστερα από εντολή του Κωνσταντίνου Καραµανλή, ώστε να µπορεί να καλεί για να κλείσει τραπέζι. Το Blue Pine είναι το αγαπηµένο εστιατόριο της κοσµικής crème de la crème της Αθήνας, ενώ το γεγονός πως δεν έχει ανακαινιστεί ποτέ προσθέτει στις θρυλικές του ιστορίες. 

Bρισκόμαστε στο 1961 και η Κηφισιά αποτελεί τον πιο δημοφιλή παραθεριστικό προορισμό της μεγαλοαστικής κοινωνίας των Αθηνών. Η Γιορτή του Κερασιού, στο τέλος του δροσερού Ιουνίου, ανοίγει επίσημα την αυλαία των διακοπών, που βρίσκει ήδη γυαλισμένα όλα τα ασημικά στα αρχοντικά και στις πετρόκτιστες επαύλεις του αριστοκρατικού προαστίου, με το προσωπικό να φοράει τις κολλαρισμένες στολές του περιμένοντας καρτερικά τους ιδιοκτήτες. Πρόκειται για το άτυπο έναυσμα για να ανοίξουν τα επιβλητικά κτήματα της Κηφισιάς, εκεί όπου γίνονται μερικά από τα πιο exclusive gatherings του Αυγούστου.

Σε ένα από αυτά, μια ανάσα από την οικία των Μπενάκηδων, στο υπέροχο κτήμα Blue Pine του γνωστού bon vivant της εποχής Αλέξανδρου Γλωσσώτη, διοργανώνονται cocktail parties σαν αυτά που διαβάζουμε στις μαγικές ιστορίες των μυθιστορημάτων του Frances Scott Fitzgerald ή που βλέπουμε να έχει απαθανατίσει μοναδικά ο αριστοκρατικός φακός του Slim Aarons. Οι καλεσμένοι πίνουν σαμπάνια και Dry Martini και συζητούν για την επικαιρότητα της εποχής. Τσουγκρίζουν τα αρωματικά Pimm’s τους και συζητούν για τα εγκαίνια του ξενοδοχείου Mont Parnes, στο Μαυροβούνι της Πάρνηθας, που τελέστηκαν παρουσία του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και σύσσωμης της κοσμικής Αθήνας, για το πρώτο ακτοπλοϊκό σκάφος Ιόνιον, που αποσύρεται έπειτα από απόφαση της κυβέρνησης, η οποία το είχε ναυλώσει για τις άγονες γραμμές του Αιγαίου και των Κυκλάδων, για την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ, για τον Gus Grissom, τον δεύτερο Αμερικανό που ταξιδεύει στο Διάστημα, και για τον Rudolf Nureyev, που δραπετεύει από τη Σοβιετική Ένωση. 

Κάτω από το μπλε πεύκο

Τα καλέσματα διαδέχονται το ένα το άλλο, οι καλεσμένοι χορεύουν ξέγνοιαστα το «Itsy Bitsy Teeny Weeny Yellow Polka Dot Bikini» και κάπως έτσι περνάει το γλυκό καλοκαίρι της η καλή κοινωνία των Αθηνών. Ένα από τα ζεστά βράδια του Αυγούστου εκείνου του καλοκαιριού, οι φίλοι του Αλέξανδρου Γλωσσώτη τον πείθουν να ξεκινήσει και επαγγελματικά την ενασχόλησή του με την εστίαση. Αφού κατέχει όλο το savoir faire του σωστού οικοδεσπότη, γιατί να μη διοργανώνει σε καθημερινή βάση ανάλογες βραδιές στο Blue Pine και να το λειτουργεί πια ως εστιατόριο; Ένα εστιατόριο που θα μπορεί να ικανοποιήσει τα ακριβά και κομψά γούστα της μεγαλοαστικής κοινωνίας της Αθήνας. Η ιδέα επισφραγίζεται με άλλη μία γιορτή και οι ευχές τσουγκρίζονται σε σπάνια κρύσταλλα με ακριβή σαμπάνια. Το Blue Pine έχει αρχίσει να γράφει την ολόχρυσή του ιστορία.

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1964, η Αθήνα γνωρίζει ανεπανάληπτες στιγμές μεγαλείου με τον γάμο του βασιλιά των Ελλήνων Κωνσταντίνου Β’ και της πανέμορφης Δανής πριγκίπισσας Άννας-Μαρίας. Είναι ο πρώτος -και μοναδικός- γάμος βασιλιά εν ενεργεία που γίνεται στην Ελλάδα και απασχολεί την παγκόσμια ειδησεογραφία ήδη από την προετοιμασία του. Η λίστα των καλεσμένων περιλαμβάνει τους γαλαζοαίματους της Ευρώπης και τη διεθνή αριστοκρατία. Ανάμεσά τους είναι και η κ. Ειρήνη Γλωσσώτη, το γένος Κούρτη, η οποία παραβρίσκεται τόσο στον γάμο ως Κύρια επί των Τιμών όσο και στην παραμυθένια δεξίωση που ακολουθεί, στο Τατόι. Ο σύζυγός της έχει φύγει από τη ζωή και στη γαμήλια δεξίωση τη συνοδεύει ο πρωτότοκος γιος της, Αλέξανδρος, ο οποίος μέσα στο ολόλευκο σύννεφο της πολυτέλειας ξεχωρίζει τις κομψές fer forgé καρέκλες που έχουν δημιουργηθεί αποκλειστικά για τους βασιλικούς γάμους και προσπαθεί να βρει τρόπο να τις αποκτήσει. Η ατζέντα του είναι λαμπρή, ο κύκλος και οι γνωριμίες του ανοίγουν κάθε πόρτα και τελικά η κ. Μαλάμου, ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου Titania, είναι αυτή που μεσολαβεί ώστε ο Αλέξανδρος Γλωσσώτης να καταφέρει να αποκτήσει κάποιες από τις 3.500 χιλιάδες καρέκλες. «Αυτές χρησιμοποιούμε ακόμα στον κήπο του Blue Pine και πιθανώς οι υπόλοιπες να βρεθούν στο Τατόι τώρα που το φτιάχνουν», μου λέει ολοκληρώνοντας την εξιστόρησή του ο κ. Σωτήρης Κώτσης, σημερινός ιδιοκτήτης του εστιατορίου, το οποίο προτιμά η αφρόκρεμα της Αθήνας για τη γαλλική του κουζίνα. Στον ίδιο κήπο όπου κάποτε γυρίστηκαν σκηνές για την ταινία Η Αλίκη στο Ναυτικό, με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. 

Το πέρασμα στο μέλλον

Τα καλοκαίρια περνούν σαν κεχριμπαρένιες χάντρες σε πολύτιμο κομπολόι. Το 1992, ο Αλέξανδρος Γλωσσώτης καλεί τον Σωτήρη Κώτση και την αδερφή του Ελένη, τους οποίους γνωρίζει από το Abreuvoir, για να τους δώσει το «δαχτυλίδι» για να αναλάβουν το Blue Pine. «Τα λόγια του ήταν αυτολεξεί: “Αν δεν το αναλάβετε εσείς, θα το δώσω αντιπαροχή”», αποκαλύπτει ο κ. Σωτήρης Κώτσης, ο οποίος την πρώτη ημέρα του Μαρτίου του ’93, 32 ολόκληρα χρόνια αφότου άνοιξε το Blue Pine, εγκαινιάζει τη νέα του εποχή «με την ευχή από τον κύριο Αλέξανδρο να συνεχίσει για πολλαπλάσια χρόνια». Ευθυτενής, ψηλός, με κύρος και σοβαρότητα, ο κ. Κώτσης δίνει ρεσιτάλ όταν πρόκειται να παρασκευάσει μπροστά στον πελάτη Crêpes Suzette. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όταν η κόρη μου ήταν μόλις 8 ετών, της απευθυνόταν στον πληθυντικό, με τον ίδιο ακριβώς σεβασμό που χαιρετούσε τη Λόλα Ζολώτα, χήρα του επιφανούς οικονομολόγου και πανεπιστημιακού καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα, ή όπως υποδέχεται την Εριέττα Λάτση. «Πώς να φτιάξω το tartar σας, δεσποινίς Κατσαρού;» τη ρωτάει με σοβαρή φωνή και γλυκά μάτια, καθώς πλησιάζει το τρόλεϊ προς το μέρος της, για να εισπράξει πάντα από εκείνη την ίδια απάντηση: «Μόνο αλάτι, πιπέρι, λίγο shallot και λίγο λάδι, κύριε Σωτήρη, σας ευχαριστώ». «Πράγματι, η νέα γενιά έτσι το τρώει», απευθύνεται σε μένα πια όσο ετοιμάζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο το πιο νόστιμο tartar του κόσμου. «Ούτε μουστάρδα θέλουν, ούτε Worcestershire sauce, μαϊντανό, κάππαρη ή αβγό». Η μαγεία του Blue Pine έγκειται ακριβώς σε αυτό το γεγονός. Στο ότι κάθε γενιά, που συνήθιζε να γευματίζει με την προηγούμενη στη σάλα ή στον κήπο, συνεχίζει την ίδια συνήθεια με τις δικές της παρέες. 

«Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, υπήρχε πολύ αυστηρό dress code. Για να μπεις στο Blue Pine, έπρεπε να φοράς κοστούμι, παπιγιόν ή γραβάτα αν ήσουν κύριος και τουαλέτα αν ήσουν κυρία», μου υπενθυμίζει η κ. Ουρανία Κώτση, σύζυγος του γιου του Σωτήρη και άψογη μετρ του ιστορικού εστιατορίου, και συνεχίζει: «Αργότερα, οι γόνοι των οικογενειών που επέστρεφαν από το εξωτερικό, ειδικά καλοκαίρι, άρχισαν να σπάνε τον κώδικα αυτό. Ακόμα διασκεδάζουμε με τον απόηχο της ιστορίας που πελάτης ζήτησε και πήρε το παπιγιόν του κ. Γιάννη Μαλέσιου -του σερβιτόρου που είναι στο εστιατόριο από το 1961 μέχρι σήμερα- και το έβαλε στον γιο του, που είχε μόλις φτάσει από το αεροδρόμιο χωρίς γραβάτα, για να μπορέσει να μπει, να κάτσει με ευπρέπεια στο τραπέζι και να φάει με την οικογένεια». Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να μεταφερθώ στις αρχές εκείνης της μαγικής δεκαετίας, μα δεν τα καταφέρνω, οπότε αφήνω τις ίδιες τις ιστορίες του Blue Pine να με ταξιδέψουν. Άλλες ιστορίες αφορούν τον Ξενοφώντα Ζολώτα, άλλες τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και άλλες τον Ανδρέα Παπανδρέου. «Και οι τρεις αυτοί μεγάλοι πολιτικοί είχαν τα τραπέζια τους. Δεν ρωτούσαν τον μετρ, ήξεραν το τραπέζι τους και κάθονταν απευθείας. Ο Παπανδρέου συνήθιζε να σχεδιάζει τους κυβερνητικούς ανασχηματισμούς του στο πατάρι – τον ίδιο χώρο που φέτος τον χειμώνα θα λειτουργήσει ξανά έπειτα από πολλά χρόνια ως cigar club». Στο πατάρι του Blue Pine, άλλωστε, έχουν γραφτεί πολλές από τις σελίδες της νεότερης Ιστορίας, αφού εκεί έχουν ληφθεί ακόμα και αποφάσεις για την εξωτερική μας πολιτική.

Είναι κοινό μυστικό πως ό,τι λεχθεί στο Blue Pine μένει στο Blue Pine. «Ο Κώστας Σημίτης ήταν και εξακολουθεί να είναι πάντα πολύ λιτοδίαιτος, ενώ ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης συνοδεύει πάντα το γεύμα του με μπίρα Fix. Θυμάμαι τον κ. Γιάννη Βαρβιτσιώτη να ξεκινά με ένα Oban Single Malt Scotch Whisky περιμένοντας τον κ. Πέτρο Μολυβιάτη, για να προχωρήσουν σε café de Paris και σε μια μεγάλη πολιτική ανάλυση της επικαιρότητας». Όπως οι τρεις Έλληνες πρωθυπουργοί είχαν στο Blue Pine το μόνιμο τραπέζι τους, έτσι και σε αρκετούς από τους εκλεκτούς θαμώνες του γαλλικού εστιατορίου δεν χρειάζεται να πάρει κανείς παραγγελία. Είναι γνωστές οι προτιμήσεις τους, τις οποίες δεν αλλάζουν. «Ο κ. Γιώργος Δαλακούρας παίρνει πάντα σαλιγκάρια, το ίδιο και ο κ. Γιάννης Φιλίππου, ο οποίος για κυρίως πιάτο παίρνει οπωσδήποτε tartar», μου λέει τώρα η Ουρανία. «O κ. Γιώργος Οικονόμου θέλει πάντα τα μανιτάρια provencal και τις γαρίδες κάρι. Για τις κ. Βαράγκη και Λαμπροπούλου ετοιμάζουμε πάντα συκώτι, ενώ ο κύριος Καλλιμάνης ολοκληρώνει κάθε δείπνο του με τις θρυλικές Crêpes, και μάλιστα έχει διδαχτεί από τον κύριο Σωτήρη και πολλές φορές θέλει να τις ετοιμάζει μόνος του». 

Οι ιστορίες τον χειμώνα συνήθως εκτυλίσσονται στη ροτόντα δίπλα στο τζάκι, στη μεγάλη μπροστά στο bar, όπου γυρίστηκε η αλησμόνητη σκηνή με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και το θρυλικό προφιτερόλ του στα Χτυποκάρδια στο Θρανίο, ή στην κεντρική, στην οποία αρκετά βράδια Σαββάτου μπορεί να δεις να δειπνούν ο Θόδωρος και η Γιάννα Αγγελοπούλου. Ο γνωστός βιομήχανος παραμένει πάντα πιστός στην παραγγελία του, η οποία τόσα χρόνια περιλαμβάνει τα αφράτα μπιφτέκια, ενώ η πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», όσο κι αν ακολουθεί αυστηρή διατροφή, εδώ τιμά δεόντως τα θρυλικά τηγανητά κεφτεδάκια – το ίδιο και ο κ. Μάρτων Σίμιτσεκ, εκτελεστικός γενικός συντονιστής της Επιτροπής. «Θυμάμαι πάντα όμως και τον μακαρίτη τον Παγίδα, τον πατέρα της Έτας Παγίδα-Σαμαρά και πεθερό του Αλέξανδρου Σαμαρά», συνεχίζει να ξεδιπλώνει τις πιο αγαπημένες της αναμνήσεις η Ουρανία. «Έμπαινε μέσα και με έπιανε ιδιαιτέρως να με ρωτήσει: “Είναι κουρασμένος ο Σωτήρης μου; Θα μπορέσει να μου κάνει ένα φιλέ αμερικέν;”». Συνήθειες δεν έχουν μόνο οι πιστοί πελάτες, αλλά και το ίδιο το αριστοκρατικό εστιατόριο με τις γαλλικές καταβολές: «Είναι γνωστό πως δεν σερβίρουμε cocktails εκτός από Dry Martini και Bloody Mary, τα οποία συνήθως φτιάχνει ο κ. Γιάννης Μαλέσιος, εμβληματική μορφή του εστιατορίου, από το άνοιγμά του το 1961». Ο sir John, όπως τον φωνάζουν οι παλαιοί πελάτες. 

Ύστερα από μια δύσκολη άνοιξη

Μα απ’ ό,τι φαίνεται κάθε άνοιξη έχει τα δικά της σχέδια για το γαλλικό restaurant και η άνοιξη του 2020 δεν φέρνει στην Παναγή Τσαλδάρη στην Κηφισιά τα αρώματα και τη δροσιά της ανθισμένης αμυγδαλιάς, και η Ουρανία δεν ζητάει από το προσωπικό να στρώσει τα λινά τραπεζομάντιλα. Η υφήλιος χτυπιέται από την πανδημία COVID-19 και στην Ελλάδα το Blue Pine βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας λόγω δύο δείπνων που παραθέτει εκεί ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θάνος Δημόπουλος, για την ονομαστική εορτή της συζύγου του. Δείπνα ύστερα από τα οποία βρίσκονται στο νοσοκομείο με κορoνοϊό προσκεκλημένοι όπως ο εφοπλιστής Σίμος Παληός, ο ιδιοκτήτης της Βιοϊατρικής Ευάγγελος Σπανός -ο οποίος έχασε τη μάχη με τον ιό-, ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, Γιώργος Χαντζηνικολάου, η σύζυγος του κυβερνητικού εκπροσώπου, Στέλιου Πέτσα, οι διευθυντές της Καθημερινής και του Βήματος, Αλέξης Παπαχελάς και Αντώνης Καρακούσης, αντίστοιχα, και άλλοι. Ο ιός χτυπάει και τον κύριο Σωτήρη, ο οποίος δίνει μεγάλη μάχη στο νοσοκομείο και τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και ευτυχώς βγαίνει νικητής. «Ταλαιπωρήθηκα στο νοσοκομείο, αλλά ευτυχώς τώρα είμαι σπίτι και ταλαιπωρώ τη γυναίκα μου», μου είπε αφού πήρε εξιτήριο, με το λεπτό χιούμορ που μόνο οι βαθιά ευγενείς άνθρωποι διαθέτουν. Η κοσμική Αθήνα μιλάει, και μιλάει πολύ, διχάζεται για το ποιος κόλλησε ποιον, που στην τελική καμία σημασία δεν έχει, πέρα από το κουτσομπολιό. Ο κύριος Σωτήρης, «Κύριος» πάντα με Κ κεφαλαίο, προτιμά να σιωπήσει, να κρατήσει τις δυνάμεις του προς όφελος της ανάρρωσής του και με την επαναλειτουργία των χώρων εστίασης ακολουθεί όλα τα απαιτούμενα πρωτόκολλα που επιβάλλονται στη μετα-lockdown πραγματικότητα. Το καλοκαίρι είναι άλλωστε εδώ και το εστιατόριο μεταφέρεται στον κήπο, γεγονός που βοηθάει τους πελάτες του να το προτιμήσουν πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι αν ήταν χειμώνας.

«Από τους πρώτους που ήρθαν να φάνε μετά την επαναλειτουργία του εστιατορίου ήταν ο κ. Νικηφόρος Χαραγκιώνης με τη σύζυγό του, την κ. Ευδοκία Ρουμελιώτη», μου λέει τώρα η Ουρανία για να θυμηθεί πως το πρώτο ραντεβού της πεθεράς της με τον πεθερό της, Σωτήρη Κώτση, έγινε στο ζαχαροπλαστείο του παππού του Νικηφόρου Χαραγκιώνη, στον Πειραιά. «H κ. Γαλανάκη, το γένος Φαφαλιού, μου έλεγε ότι για τις εφοπλιστικές οικογένειες που ζούσαν στο Λονδίνο το Blue Pine ήταν σταθμός. Τα νεαρότερα μέλη της οικογένειας περίμεναν σε ποιο ταξίδι στην Ελλάδα θα τα έπαιρναν οι γονείς μαζί τους για δείπνο εδώ, πράγμα που σήμαινε και την ενηλικίωσή τους». 

Πράγματι, οι οικογένειες που γευματίζουν στο Blue Pine τα μεσημέρια της Κυριακής νιώθουν το εστιατόριο να είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό στέκι, μάλλον το νιώθουν σαν στο σπίτι τους. Είναι το μοναδικό εστιατόριο άλλωστε που στα τραπέζια του γευματίζουν συγχρόνως τόσες διαφορετικές γενιές, μια που εδώ νιώθουν ζεστασιά, πάντα βέβαια με την απόσταση και τη διακριτικότητα που απαιτούνται. Αυτή είναι η κληρονομιά που άφησε η Ελένη, σωστή απόγονος των Mères Lyonnaises. 

«Αυτόν τον κήπο με τα fer forgé τραπέζια και τα ολόλευκα λινά τραπεζομάντιλα, πνιγμένο στα αρώματα των νυχτολούλουδων και περιτριγυρισμένο από τη θερινή ανεμελιά, τον έχω συνδυάσει μόνο με ευχάριστες ή συγκινησιακά φορτισμένες, λουσμένες από το σεληνόφως, στιγμές», έγραφα σε ένα Instagram post μου, για αυτό το μέρος με τις χιλιάδες ιστορίες και άλλες τόσες που θα γραφτούν στον ίσκιο του blue pine, του δέντρου που παρήγγειλε ο Αλέξανδρος Γλωσσώτης από τον Καναδά και από το οποίο πήρε το όνομά του το εστιατόριο. «Σε αυτόν τον κήπο συνηθίζαμε να δειπνούμε από μικρά με τους γονείς μας, συζητώντας μαζί τους κορυφαίες αποφάσεις ζωής ή απλώς χαζολογώντας με τα μικρά καθημερινά μας. Σε αυτόν γευματίζαμε και με τα δικά μας παιδιά. Σαν χτες, σε αυτόν τον κήπο, που ο κ. Σωτήρης τοποθετούσε διακριτικά την πετσέτα στα γόνατα της τρίχρονης Ελμίνας μου, όταν ξεχνούσε η ίδια καμιά φορά τους καλούς της τρόπους, στον ίδιο κήπο που του ζητούσε εκείνη το αγαπημένο της tartar, ένα βράδυ πριν να ταξιδέψει για πρώτη φορά μόνη της για να πάει στο θερινό της σχολείο. Ένας κήπος συγκίνηση και χαρά. Σε αυτόν τον κήπο συναντιόμαστε -πόσα χρόνια, Θεέ μου- με την παρέα κάθε βράδυ Παρασκευής και με τις οικογένειές μας κάθε κυριακάτικο μεσημέρι. Κάθε δείπνο και γιορτή, λίγο πριν φύγουμε και λίγο αφού επιστρέψουμε από την καλοκαιρινή μας ραστώνη».