Οι Wham! της εφηβείας και το κυνήγι της πεταλούδας με αφορμή το ντοκιμαντέρ του Netflix

Η ιστορία του μουσικού δίδυμου της δεκαετίας του ’80 μέσα από τη ματιά της Σαρίτα Χαΐμ.

Ομολογώ πως είχα μια χαρούμενη διάθεση όταν κάθισα να παρακολουθήσω στο Netflix το ντοκιμαντέρ για το ξεκίνημα και το μεσουράνημα των Wham!. Ήμουν προετοιμασμένη να βουτήξω βαθιά στα χρόνια της εφηβείας, τότε που το σχολείο, οι φίλοι, τα πάρτι, τα extravagant μαλλιά, το κοκοράκι-φράντζα με τα καντάρια λακ και οι πρώτοι έρωτες ήταν οι βασικοί πυλώνες γύρω από τους οποίους κινούνταν η καθημερινότητά μας. Ύστερα πάλι σκέφτηκα πως οι άνθρωποι που γεννήθηκαν τη χρονιά του «Wham Rap!» είναι σήμερα 40 χρονών…
Ο Γιώργος Κυριάκου Παναγιώτου –ή αλλιώς Γιογκ για τον κολλητό του– και ο Andrew Ridgeley δεν είχαν να επιδείξουν κάτι το διαφορετικό από τους συνομηλίκους τους. Το μόνο αξιοσημείωτο ίσως ήταν το παράταιρο ταίριασμα ενός ντροπαλού, παχουλού, ανασφαλούς παιδιού με τον αεικίνητο ταραξία της τάξης. Κι όμως, στα χρόνια που πέρασαν συμφώνησαν πως «απολαμβάναμε πολύ ο ένας την παρέα του άλλου». Η μουσική ήρθε αβίαστα να προστεθεί σαν soundtrack της κοινής φαντασίωσής τους να γράψουν μια μέρα τραγούδια που θα γίνουν μεγάλες επιτυχίες. Ποιο σύμπαν άραγε συνωμότησε; Η δημιουργία των Wham! μάθαμε οι περισσότεροι με κάποια έκπληξη πως οφείλεται αποκλειστικά στον Andrew, που επέμενε σθεναρά να ξεκινήσουν το ταξίδι. Ο Γιογκ τότε ήταν εγκλωβισμένος σε πατριαρχικά στεγανά που του απαγόρευαν μια καριέρα στη «μιαρή» μουσική βιομηχανία. Ο πατέρας του, μάλιστα, εμφανίστηκε στο ντοκιμαντέρ να καμαρώνει για τον αυταρχισμό του, αγνοώντας, όπως αποδείχτηκε, πλήρως όλα όσα συνιστούσαν την ψυχοσύνθεση και τα ταλέντα του γιου του. Το ξέρω, είναι εύκολο να βγουν συμπεράσματα. Από την άλλη, όμως, πώς να σηκώσεις το δάχτυλο και να κατηγορήσεις; Δεν ήταν ο πρώτος ούτε και ο μόνος. Τέσσερα μόλις χρόνια και αρκετή τύχη χρειάστηκαν για να βρεθούν οι Wham! στην κορυφή. Αυτοί οι δύο πιτσιρικάδες ωστόσο φάνηκαν ανώτεροι των περιστάσεων μπροστά στην αναπόφευκτη αποδοχή του τέλους. Αποδείχτηκε πως ο δρόμος οδηγούσε σε αδιέξοδο, καθώς τα ζητούμενα για τον καθένα τους άλλαζαν.
Τα σγουρά μαλλιά του George έδωσαν τη θέση τους στη γνωστή ξανθιά, άψογη χαίτη. Η φωνή του απέκτησε εξαιρετικό εύρος, η μουσική του ιδιοφυΐα ατένιζε νέους ορίζοντες. Με ευθύβολο βλέμμα και θωπεύοντας τα κρεμασμένα σχοινιά στο βiντεοκλίπ του Careless Whisper έκανε τους πάντες να παραληρούν.

Ο Andrew πάλι, αν και φαινομενικά παραγκωνισμένος και με τα αλλεπάλληλα κακόβουλα σχόλια των κριτικών να τον στοχοποιούν, θα έλεγε για εκείνη την περίοδο: «Για μένα δεν ήταν το ίδιο. Εμένα η ζωή μου ήταν απλή. Ζούσα τη στιγμή». Αλήθεια, αναρωτιέμαι: Μπορεί ένας άνθρωπος σε αυτή την ηλικία να είναι τόσο υπεράνω; Ο Andrew αποδείχτηκε πως ήταν «περίεργο τρένο». Ομολόγησε πως η φήμη τον κούρασε. Παραδέχτηκε πως, αντίθετα με τον ίδιο, ο George ήταν άλογο κούρσας. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, έζησε τη ζωή του αποδεχόμενος τις επιλογές του και επιδεικνύοντας μια δύναμη που στερούνταν το έτερόν του ήμισυ. Ακόμα κι έτσι, δεν μπορώ να παραγνωρίσω τη ζεστή, χορτάτη ματιά του στην τελευταία συναυλία τους στο Wembley, το «σ’ αγαπώ» μπροστά στις κάμερες στο φίλο που αποχωριζόταν. Ακομπλεξάριστα, κάποια στιγμή είπε: «Εμένα η μουσική μας δεν με προσδιόριζε όπως τον George. Τα τραγούδια του έγιναν το μέσο με το οποίο δημιούργησε το άτομο που ήθελε να είναι». Για να συμπληρώσει με μια φράση που θα μπορούσε ίσως να δώσει κάποιο νόημα σε ό,τι ακολούθησε: «Εγώ ήξερα ακριβώς ποιος ήμουν.»
Σήμερα ο Andrew, στα 60 του, λεπτός, κομψός, ασπρομάλλης και κυρίως ζωντανός(!), δίνει μόνος το παρών στη γιορτή των 40 χρόνων. Είναι δύσκολο να παρακολουθείς κάτι με ανάλαφρη διάθεση όταν γνωρίζεις το τέλος. Έπιασα τον εαυτό μου να γίνεται μάρτυρας της μεταμόρφωσης του Γιoγκ σε George Michael με σφιγμένη καρδιά. Ήταν άραγε η καταπιεσμένη σεξουαλική ταυτότητά του υπαίτια για την ανηδονία του; Αυτή η ψιθυριστή φωνή στο κεφάλι του, που ο ίδιος παραδέχτηκε πως έβγαινε στη σέντρα με την πρώτη ευκαιρία για να τον «κλαδέψει»; Είναι λυπηρό όταν συνειδητοποιείς πως αυτή η μουσική ιδιοφυΐα δεν ευτύχησε. Είχε έναν εσωτερικό κριτή που κυνηγούσε ανελέητα ένα φοβισμένο εαυτό, ένα μικρό παιδί που όπως φάνηκε δεν σταμάτησε να κλαίει. Ναι, η κάμπια έγινε μια πανέμορφη πεταλούδα. Το αδυσώπητο Εγώ, όμως, δεν έπαψε στιγμή να την καταδιώκει.