ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ ΚΑΙΕΙ Ή ΟΧΙ Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ;

Είκοσι χρόνια μετά, η ταινία που έγινε viral γίνεται παράσταση που έγινε viral.

To 2002 o Γιάννης Οικονομίδης έγραφε pop ιστορία με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Το «Σπιρτόκουτο» έσκασε κυριολεκτικά σαν βόμβα στο ελληνικό σινεμά των ’00s σηματοδοτώντας μια νέα εποχή, ένα νέο, ωμό-ρεαλιστικό κύμα με χιούμορ υπαρκτό, αλλά τελείως ασυνήθιστο στον κινηματογράφο και γενικά στο ελληνικό θέαμα. Πολλές κριτικές της εποχής προειδοποιούσαν ότι χρειάζεται γερό στομάχι για να αντέξεις τα καταιγιστικά μπινελίκια και την υπόγεια βία της ταινίας, που τελικά έγινε κλασική. Τι έχει αλλάξει 20 χρόνια μετά; Ίσως αυτό αναρωτήθηκε η ομάδα της Στέγης και ο Γιάννης Νιάρρος (σκηνοθεσία, στίχοι- μουσική) με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο (μουσική) όταν αποφάσισαν να κάνουν το «Σπιρτόκουτο» μιούζικαλ. Και όταν λέμε μιούζικαλ, εννοούμε με όλη τη σημασία του είδους, με τη δομή αυτή που έχουν τα γνωστά ανεβάσματα σε Broadway και West End – μόνο που στην περίπτωσή μας δεν έχουμε τον Tony για πρωταγωνιστή, αλλά τον Μήτσο. Η πρώτη αίσθηση στους θεατρικούς κύκλους μετά την ανακοίνωση της ιδέας αυτής ήταν μάλλον αμήχανη. «Παράτολμο και απαιτητικό εγχείρημα» θα σκεφτόταν κανείς, που θα μπορούσε είτε να απογειώσει τους πάντες –Στέγη, Οικονομίδη, Νιάρρο– είτε να αποδειχθεί μια αυτοκτονική σκέψη.

Πού να φανταζόμασταν…

ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟΙΧΟΥΣ Αύγουστος στην Αθήνα. Μεχαλασμένο κλιματιστικό. Δράμα! Ένα μικροαστικό σπίτι στον Κορυδαλλό, μια γνώριμη οικογένεια, φίλοι, γείτονες που κρυφακούν από τα μπαλκόνια, ένα ανάστατο σαλόνι, μια κουζίνα που μυρίζει κρεμμύδι. Ο πατέρας που έχει μεγάλα όνειρα να κάνει το συνοικιακό καφέ του piano bar, η μάνα, ο σεξιστής γιος παρασυρμένος από τη μόδα της trap, η κόρη παρασυρμένη από την εφηβική παρακμή. Το έργο του Οικονομίδη δείχνει την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας και κατ’ επέκταση της ελληνικής κοινωνίας. Προφανώς για να γίνει μιούζικαλ ένα κείμενο που μόνο σε αυτό το είδος δεν παραπέμπει απαιτείται μεγάλη επιδεξιότητα. Και στην περίπτωση των συγκεκριμένων συντελεστών φάνηκε ότι το στοίχημα πέτυχε εκκωφαντικά. Ίσως το καλύτερο κομμάτι της παράστασης είναι οι στίχοι του Γιάννη Νιάρρου – τόσο έξυπνοι, relevant, εύστοχοι και απίστευτα σαρκαστικοί, ταιριάζουν άψογα στη φιλοσοφία του Οικονομίδη και σατιρίζουν με τον πιο σύγχρονο τρόπο, χωρίς γραφικότητες και κλισέ, την ελληνική πραγματικότητα του 2022. Κάπου εκεί διαπιστώνεις ότι δεν απέχουμε και πολύ από το μακρινό 2002 και αυτό μάλλον είναι πρόβλημα! Η στερεοτυπική τοξική πατριαρχία και η απόγνωση είναι στο peak τους. Ο άντρας του σπιτιού προσπαθεί να πείσει τους πάντες ότι είναι «ο άντρας του σπιτιού»

ΑΥΣΤΗΡΏΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ

Στο «Σπιρτόκουτο» το δράμα ισορροπεί με τη γελοιότητα με πρωτόγνωρο τρόπο. Ο ωμός ρεαλισμός ισορροπεί με τον ακραίο σουρεαλισμό – πόσο πιθανό ένας μικροαστός πατριάρχης να τραγουδάει με κορόνες για το φραπέ του, την γκόμενα του φίλου του ή τη θεούσα ξαδέρφη της γυναίκας του; Η απελπισία των χαρακτήρων μεταφέρεται άριστα στην πλατεία της Στέγης, με το θεατή να παρασύρεται από το πρώτο λεπτό στον κόσμο των ηρώων. Τα απανωτά βρισίδια συνηθίζονται γρήγορα, με τις λέξεις να αποκτούν άλλο νόημα όταν πετάγονται back to back από τα θυμωμένα χείλη των νεοελλήνων που παρακολουθείς επί σκηνής. Ειδικά ο Γιάννης Αναστασάκης (Μήτσος) δημιουργεί στιγμές υψηλής συναισθηματικής συγκίνησης αλλά και σύγχυσης, με αποκορύφωμα το φινάλε, που έγραψε και στην ταινία αλλά και στη θεατρική σκηνή. Καμία ασυνέπεια σε σχέση με το αρχικό κείμενο – κάτι που εύκολα θα μπορούσε να συμβεί. Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι εξίσου άρτια και συγκινητική στο ρόλο της μητέρας, με τρομερά αστεία ένταση που μεταδίδεται από την παραμικρή, καλά μελετημένη κίνησή της και φωνή-καμπάνα. Ο Γιώργος Κατσής έχει το highlight μετα-trap τραγούδι της παράστασης που κλέβει το πιο αυθόρμητο και δυνατό χειροκρότημα, όπως και ο Απόστολος Ψυχράμης, που είναι άπιαστος φωνητικά. Όλοι σκηνοθετημένοι με απόλυτο μέτρο δίνουν την αίσθηση ότι δεν έχουν κανένα μέτρο. Μάλλον εκεί κερδίζεται και το στοίχημα. Ο ρυθμός δεν πέφτει ποτέ χωρίς όμως να κουράζει το θεατή, και όταν λίγο πριν συμπληρωθούν δύο ώρες οι εξελίξεις αρχίζουν να κουράζουν, η γνωστή με θεατρικούς όρους «κοιλιά» αποφεύγεται αριστοτεχνικά με το λυτρωτικό φινάλε. Ο Γιάννης Νιάρρος ίσως εντυπωσιάζει περισσότερο ως σκηνοθέτης σίγουρα θα του ταίριαζε και ένας ρόλος επί σκηνής– καθώς χρησιμοποιεί με μέτρο όλες τις ανέσεις που προσφέρει τεχνικά μια τόσο σύγχρονη σκηνή όπως αυτή της Στέγης, χωρίς να πέφτει σε κλισαδούρες και χωρίς να το παρακάνει. Βία, ρατσισμός, σεξισμός και παθογένεια σε μπουκώνουν. Μια υποσημείωση της Στέγης στο πρόγραμμα της παράστασης αναφέρει ότι είναι «Αυστηρώς Ακατάλληλη για ανηλίκους». Στην πραγματικότητα, είναι Αυστηρώς Κατάλληλη για να μας φέρει αντιμέτωπους με όλα αυτά που μας βασανίζουν εδώ και δεκαετίες ως κοινωνία. Τελικά το «Σπιρτόκουτο» είναι έτοιμο να εκραγεί ακόμη, και ίσως το 2022 είμαστε πιο έτοιμοι να τρίψουμε το σπίρτο στην τραχιά επιφάνεια του κουτιού για να τελειώνουμε μια και καλή με τη σαπίλα.

Απο΄΄ τον ΤΑΣΟ ΜΠΙΜΠΙΣΙΔΗ