Είναι πάντα ευδιάθετος. Έχει εκείνο το βλέμμα που σε σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω και μια καλή κουβέντα να σου πει – μια καλή κουβέντα ουσιαστική και όχι δήθεν κολακευτική. Δεν του αρέσουν οι κοινοτοπίες στις συνεντεύξεις και όλα όσα έχει να σου πει έχουν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ιδιαίτερό του ντύσιμο.
Η ηλικία των 50
Στις 9 Απριλίου, ο Γιώργος Καράμπελλας έκλεισε τα 50. Είχε ετοιμάσει ένα μεγάλο party, αλλά τον πρόλαβαν οι εξελίξεις και το ανέβαλε. Τον ρωτώ αν περνάει κρίση μέσης ηλικίας: «Καμία κρίση. Πώς είμαι στα 50; Φανταστικά. Όπως, επίσης, ήμουν καλά και στα 40. Δεν ήμουν καθόλου καλά στα 30 και στα 20. Δεν είχα καμία αυτοπεποίθηση και αυτό οφειλόταν πολύ στο σπίτι που μεγάλωσα. Μέχρι τα 12, ήμουν ένα πολύ χαρούμενο παιδί, αρχηγός σε όλα και πολύ αισιόδοξος. Κάτι έγινε στην εφηβεία μου, κάτι συνέβη στον αέρα μέσα στο σπίτι μου, και άρχισα να δέχομαι bullying. Μάλλον επειδή ντυνόμουν περίεργα, ίσως επειδή με ενδιέφεραν οι τέχνες και τα βιβλία και όχι να γίνω ποδοσφαιριστής ή σούπερ αθλητής. Δεν μπορούσα να πω στην οικογένειά μου πως θέλω να πάω στο Λονδίνο για να σπουδάσω διαφήμιση και έτσι πέρασα στη Νομική, την οποία τελείωσα με άριστα, αλλά δεν εξάσκησα ποτέ στη ζωή μου τη δικηγορία. Έκανα όλα όσα ήθελα να κάνω, αλλά με μια διαφορά: δεν τα χάρηκα. Δεν μου επέτρεπα να είμαι ευτυχισμένος. Όλοι έβλεπαν έναν άνθρωπο πετυχημένο και γεμάτο αυτοπεποίθηση, αλλά εγώ δεν είχα καμία αποδοχή του εαυτού μου. Από τα 12, φορούσα τη ριγέ κάλτσα και πήγαινα στον Βάρσο και όλοι με κοιτούσαν. Εγώ νόμιζα ότι με κρίνουν, ενώ πολλοί έλεγαν: “Έρχεται εκείνο το φανταστικό παιδί με τις ριγέ κάλτσες”. Βίωνα μια εσωτερική αναστάτωση. Τα υποστήριζα, βέβαια, αυτά που επέλεγα στη ζωή μου, δεν ξέρω πώς. Ίσως είχα μια εσωτερική δύναμη, στην οποία δεν είχα δώσει τόση σημασία. Μαστίγωνα τον εαυτό μου για πολύ καιρό. Μια φίλη μού επισήμανε πολύ σωστά: “Γιώργο, τώρα άνθησες και πέτυχες γιατί πέταξες το μαστίγιο”. Η οικογένειά μου συνεχώς με μείωνε. Μου έλεγε ακόμη και ότι δεν είμαι όμορφος. Έχω αποκοπεί πια τελείως από αυτούς. Έχω έναν αδερφό, με τον οποίο έχουμε να μιλήσουμε από το 2005 και καλά κάνω και δεν μιλάω μαζί του. Στα 35 μου, κατάλαβα ότι αν δεν ξερίζωνα κάποιες πεποιθήσεις δεν θα ήμουν καλά. Το βασικό που άλλαξα ήταν η αυτοπεποίθηση. Δεν υπήρχε η χαρά. Γεννήθηκα με θετικότητα. Έχω και τη σκοτεινή, την πολύ σκοτεινή πλευρά μου, γιατί είμαι καλλιτέχνης, αλλά τώρα υπηρετώ όλο και περισσότερο το φως. Για αυτό και τα τελευταία χρόνια άρχισα να χρησιμοποιώ πολύ το κόκκινο χρώμα και το κίτρινο, που πριν δεν υπήρχαν στη ζωή μου. Τα χρώματα του πάθους και της εξωστρέφειας».
Το Λονδίνο
Τον ρωτάω για το Λονδίνο, όπου φωτογραφήθηκε πριν να φτάσει η πανδημία και οι περιορισμοί της στην Ευρώπη. Μου μιλάει για ώρες. Μου λέει πως είναι η ιδανική πόλη τού δικού του κόσμου. «Πέρα από τα γνωστά με τα οποία ασχολούμαι τα τελευταία 25 χρόνια ως concept maker, δηλαδή δημοσιογραφία, design, fashion, art, media, advertising, επικοινωνία, hoteling, είμαι ένας Homo Universalis της εποχής. Στο Λονδίνο ασχολούμαι σθεναρά με το house flipping. Αγοράζω μικρά διαμερίσματα, τα ανακαινίζω εξ ολοκλήρου, κατοικώ πρώτα σε αυτά, τα γεμίζω με την αύρα μου και κατόπιν τα μεταπωλώ ή τα νοικιάζω, ανάλογα με τις επιταγές της αγοράς, με όλα τα προσωπικά μου είδη μέσα, τα έπιπλα, τα έργα τέχνης, τα βιβλία, τα τζάντζαλα. Μιλάμε δηλαδή για μια πρόταση ολοκληρωμένου lifestyle – του δικού μου. Ως άνθρωπος αποζητώ αέναα την εξέλιξη, την ανανέωση, τελικά, “βαριέμαι” εύκολα κάτι που έχω ήδη καταφέρει και επιθυμώ διακαώς να περάσω στην επομένη πρόκληση».
«Στο Λονδίνο μου αρέσει η παγκοσμιοποίηση που νιώθεις και η ευγένεια σε όλα. Παρά το γεγονός ότι δεν είμαι κανένας διάσημος, πάντα θυμούνται το όνομά μου και με βάζουν στο αγαπημένο μου τραπέζι όταν πηγαίνω στο αγαπημένο μου στέκι, το The Wolseley, στο Piccadilly. Θα πάω στο J Sheekey, για το πιο θεϊκό fish and chips, όπου τη μια μέρα μπορεί να γευματίζω δίπλα στον Rupert Everett και να πιάσουμε κουβέντα έτσι απλά -εξαιρετικά ευγενικός by the way- ή άλλοτε να μου γνέφει γλυκά η all time favorite Julie Christie και εγώ να λιώνω. Θα πιω το κλασικό μου Virgin Mary στο Ralph’s, στο κατάστημα του Ralph Lauren, ακούγοντας jazz, ή θα πάω στo member’s club μου, το Savile, για old school γοητεία. Καφέ θα πιω στο θεϊκά όμορφο Berners Tavern και απογευματινό aperitivo στο Bar Termini, ένα μικρό ιταλικό διαμαντάκι στο Soho. Τα μάτια και τα αυτιά μου είναι πάντα σε εγρήγορση και, χωρίς υπερβολή, ανακαλύπτω καθημερινά καινούργια μέρη, τάσεις, περιοχές, πέρα από ό,τι παρουσιάζεται ή πλασάρεται κάθε τόσο μέσα από τα media. Aυτό ακριβώς με έχει τραβήξει στο Λονδίνο, η τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο τόσο πλούσιο και διακριτό heritage και στο συνεχές και αδιάλειπτο trend setting. Στο Λονδίνο είναι η ψυχή μου. Η τέχνη μου. Με τροφοδοτεί. Η Ελλάδα είναι η αγάπη μου, αλλά πολλές φορές ό,τι αγαπάς μπορεί να σε πληγώσει. Και εγώ δεν θέλω πια να πληγώνομαι. Έχω αρχίσει να εκπαιδεύομαι στο ότι η ζωή είναι μικρή και θέλει αλλαγές. Ευτυχώς, μπορώ και τις κάνω χωρίς πια μεγάλο ψυχικό κόστος».
Φωτογραφίες www.panayispictures.com