Αυτήν την εποχή θα βρισκόμουν στην Κυανή Ακτή. Όμως οι πτήσεις ακυρώθηκαν. Όλες οι πτήσεις. Όπως και τα ταξίδια με το τρένο – αν και δεν νομίζω ότι υπάρχει σύνδεση σιδηροδρομική. Τα πλοία έδεσαν στα λιμάνια. Τα ίδια και τα λεωφορεία των ΚΤΕΛ, που βρίσκονται ακινητοποιημένα στις αποβάθρες τους. Θα μπορούσα βέβαια να πάρω το αυτοκίνητό μου και να φτάσω ώς εκεί, αλλά η μοναχική οδήγηση δεν είναι του γούστου μου, άσε που, τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω βγάλει καν διεθνές δίπλωμα – και τα ΚΕΠ έχουν βάλει λουκέτο.
Είχα κλείσει δωμάτιο σ’ ένα παλιομοδίτικο ξενοδοχείο στη Νίκαια, πάνω στην Promenade des Anglais, ένα δωμάτιο που χρειάστηκε να ακυρώσω τελευταία στιγμή κι έτσι έχασα τα λεφτά της κράτησης. Στον διάβολο τα λεφτά της κράτησης –δηλαδή, όχι ακριβώς στον διάβολο, δεν ήταν και λίγα– αυτό που με πείραξε περισσότερο ήταν που έχασα τη θέα προς τη θάλασσα (ή μήπως η φιλαργυρία μου με είχε οδηγήσει να κλείσω δωμάτιο με θέα στον κήπο;).
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο της κουζίνας, ενώ τρώω ένα μπισκότο βρόμης. Υπάρχει μια περίεργη ίωση εκεί έξω που μας κρατάει όλους κλεισμένους στο σπίτι. Είναι πραγματική ίωση; Πρόκειται μήπως για κάποιο πείραμα μαζικού εκφοβισμού από την Ηγεσία του πλανήτη; Βρέθηκε άραγε ο τρόπος να εκλείψουν οι μαθουσάλες και να σωθεί έτσι το ασφαλιστικό σύστημα; Οι Κινέζοι κομμουνισταί εξαπολύουν ίσως την τελική τους επίθεση κατά του καπιταλισμού; Γίνονται διάφορες σκέψεις, συνήθως παρανοϊκές, ωστόσο το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: Μένουμε σπίτι.
Κι έτσι, πάει το ταξίδι μου στην Κυανή Ακτή. Κι αντί να κοιτάζω αυτήν τη στιγμή τις Λερίνες νήσους, ενώ θα έπινα τον καπουτσίνο μου σε κάποιο καφέ των Κανών, ανοίγω την μπαλκονόπορτα –αυτό επιτρέπεται– κι αφήνω τον ήλιο του απομεσήμερου να ενισχύσει το ανοσοποιητικό μου σύστημα, κάνοντας να ανθήσει μέσα μου η βιταμίνη D. Κι αφού έφερα στο νου μου τις βιταμίνες, σπεύδω στο ερμάριο με τα φάρμακα και αναζητώ βιταμινούχα σκευάσματα που θα με προφυλάξουν από το σκορβούτο, τα χελώνια, τον Απολλώνιο στραβισμό, την κύφωση του Κουασιμόδου και τον απαρφανισμό της κεφαλής μου από τα μαλλιά. Καταπίνω καμιά ντουζίνα χάπια κι ύστερα κάθομαι και κοιτάζω με τις ώρες –και βλέμμα κατατονικό– τον λόφο του Φιλοπάππου που χρυσίζει στον ήλιο.
Είμαι στα πρόθυρα της κατάθλιψης, αλλά στο ερμάριο με τα χάπια δεν υπάρχουν αντικαταθλιπτικά. Ούτε καν σελήνιο. Γράφω μια λίστα με τα απαραίτητα, αν και γνωρίζω ότι το κοντινότερο φαρμακείο λεηλατήθηκε χθες από μια συμμορία γερόντων και παραμένει με κατεβασμένα τα ρολά. Ευτυχώς, έχω μπόλικες ασπιρίνες. Αυτό με ανακουφίζει κάπως και με ανακτημένη ενέργεια αποφασίζω να κάνω λίγη γυμναστική.
Απλώνω στο πάτωμα το σχετικό χαλάκι και αρχίζω μια ρουτίνα ασκήσεων που μου έχει διδάξει εδώ και χρόνια μια νεαρή γυμνάστρια σε κατ’ οίκον διδαχή. Από τότε κομπάζω στους φίλους μου ότι διαθέτω personal trainer, παρόλο που δεν τη συνάντησα ποτέ ξανά. Πέφτω στο πάτωμα και επιδίδομαι με ευλυγισία γιόγκι σε μια σειρά περιελίξεων που θα έκαναν τη Νάντια (Κομανέτσι) να με χειροκροτεί εκστατική. Ύστερα, πιάνω τα βαράκια. Αχ, τα βαράκια! Με δυο λέξεις, τα λατρεύω. Έχουν το ιδανικό βάρος – ώστε να μπορώ να τα σηκώσω. Έχουν την ιδανική αεροδυναμική μορφή – ώστε να ικανοποιούν την αισθητική μου. Κι έχουν το χρώμα της θάλασσας. Γεγονός που με επαναφέρει στην Κυανή Ακτή.
Ύστερα από πολλά χρόνια συγγραφικής καριέρας με διακυμάνσεις που η καμπύλη τους δεν έφτασε ποτέ την κορύφωση μιας πανδημίας, είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αν ήθελα να εξακολουθώ να θεωρούμαι συγγραφέας –αν ήθελα να γράψω ένα μπεστ σέλερ, μ’ άλλα λόγια– θα έπρεπε να στραφώ στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν θα ήταν δύσκολο εγχείρημα. Τι παραπάνω δηλαδή ήξεραν από εμάς οι γραφιάδες του σκανδιναβικού νουάρ;
Έτσι αποφάσισα να γράψω μια νουβέλα με αστυνομική πλοκή και να τοποθετήσω τη δράση της στην Κυανή Ακτή. Ναι, αλλά γιατί στην Κυανή Ακτή; θα ρωτήσει κάποιος περίεργος. Διότι έτσι γουστάρω, είναι η ευθεία απάντηση. Όμως, καθώς είμαι απόγονος πατρικίων –ο πατέρας μου υπήρξε δημόσιος υπάλληλος– κι επειδή σέβομαι τον αναγνώστη, θα πω απλώς ότι διάλεξα την Κυανή Ακτή για διάφορους αρκετά αληθοφανείς λόγους.
Ας πούμε, επειδή είμαι λάτρης της Φόρμουλα 1 και πάντα ήθελα να δω από κοντά το σιρκουί του Μονακό.
Ας πούμε, επειδή είμαι σινεφίλ και θέλω να περπατήσω στην Κρουαζέτ, κατά προτίμηση με κάποια νεαρή στάρλετ στο πλευρό μου.
Ας πούμε, επειδή μου αρέσει η πένα του Σκοτ Φιτζέραλντ και θα ήθελα να βρεθώ για λίγο στα μέρη όπου ερωτεύτηκαν οι ήρωες από το βιβλίο του Τρυφερή Είναι η Νύχτα.
Ας πούμε, τέλος, επειδή θα ήθελα να δω το σπίτι όπου έζησε ο Καζαντζάκης στην Αντίμπ.
Η αλήθεια είναι ότι κέρδισα το ταξίδι σε μια κοπή πίτας.
Στο μεταξύ, χτυπάει το τηλέφωνο. Το σταθερό. Για μια στιγμή τρομάζω, το σταθερό μου τηλέφωνο έχει να χτυπήσει κάποια χρόνια κι έχω ξεχάσει τον ήχο του. Σηκώνω με επιφύλαξη το ακουστικό, σα να πιάνω βραστό αστακό (μια αναφορά στον Νταλί, αν μ’ εννοείτε).
«Είστε ο κύριος…;» ρωτάει μια φωνή που παραπέμπει σε μεσόκοπη μικροαστή.
«Δεν μπορώ να γνωρίζω με βεβαιότητα ποιος ακριβώς είναι ο εαυτός μου που σας μιλάει αυτήν τη στιγμή», λέω. «Ο εγκλεισμός έχει ταράξει την πολλαπλότητα της προσωπικότητάς μου κι έτσι βρίσκομαι αιωρούμενος στο κβαντικό σύμπαν του Χάιζενμπεργκ, όπου τα πάντα είναι πιθανά».
Εκείνη αδίστακτη: «Σας παίρνω για μια προσφορά τηλεοπτικής πλατφόρμας που…».
Κατεβάζω το ακουστικό. Προσβάλλομαι όταν οι άλλοι δεν εκτιμούν τις πνευματικές μου φιοριτούρες κι αντί για θαυμασμό και επιφωνήματα μου προσφέρουν τηλεοπτικά προϊόντα.
Για να ξεθυμάνω, κάνω μια βόλτα ώς το μπάνιο. Στέκομαι μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη. Για να περάσει η ώρα, αποφασίζω να ξυριστώ. Με τελετουργικές κινήσεις απλώνω αφρό στο πρόσωπό μου, πιάνω το ξυράφι κι απαλλάσσομαι από μουστάκι και υπογένειο. Τώρα πια δεν μοιάζω με τον Κομφούκιο.
Περιφέρομαι στο σαλόνι. Απέξω ακούγεται μια σειρήνα ασθενοφόρου. Ευτυχώς, δεν ανήκω στις ευπαθείς ηλικίες. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Πρόκειται για μια ωραία αίσθηση. Αν μάλιστα ήμουν νέος, ήγουν άτρωτος, μπορεί να έβγαινα έξω και να συνέδραμα με τον τρόπο μου στη διασπορά του ιού και άρα στον εξαφανισμό της γερουσίας. Αναπολώ για λίγο την περίφημη Κέως Πολιτεία, όπου στα αρχαία χρόνια οι πολίτες της νήσου Κέας (Τζια, για τους νεοέλληνες) είχαν θεσπίσει τον θάνατο για όσους έφταναν τα εβδομήντα έτη. Καθαρά πράγματα. Ύστερα σκέφτομαι ότι δεν απέχω και πολύ από τα εβδομήντα και ότι καλό θα ήταν να αυξηθεί κάπως το όριο. Τα ενενήντα είναι μια καλή ηλικία υπό τις σημερινές συνθήκες (αυτό να το θυμηθώ όταν θα πλησιάζω τα ενενήντα).
Εκείνη τη στιγμή, κάποιος χτυπάει την πόρτα. Νιώθω όπως ο Ρασκόλνικοφ στο Έγκλημα και Τιμωρία, που τον κυνηγάει η σπιτονοικοκυρά του για το νοίκι. Έπειτα, θυμάμαι ότι περιμένω ντελίβερι για το δείπνο μου.
Ανοίγω την πόρτα. Μπροστά μου στέκεται ένας Ινδός, ή Πακιστανός, ή Αφγανός – πάντως Καυκάσιος δεν είναι. Φοράει μάσκα ιατρική. Στα χέρια γάντια μιας χρήσεως, με τα οποία μεταφέρει από το μεσημέρι όσα μικρόβια έχει συναντήσει στο διάβα του. Μου παραδίδει μια χάρτινη σακούλα με το φαγητό μου: γαρίδες με σάλτσα μασάλα και ρύζι μπασμάτι. Κάποτε έτρωγα αυτό το έδεσμα με την αγαπημένη μου, όμως η αγαπημένη μου έχει κρυφτεί στο σπίτι της στα νότια προάστια και αρνείται να με συναντήσει λόγω της επιδημίας. Αναρωτιέμαι αν έχει βρει άλλον εραστή.
Ανοίγω την τηλεόραση για να δειπνήσω με παρέα. Πρώτα πέφτω πάνω σε ειδήσεις για τον ιό, ύστερα σε συζητήσεις για την πανδημία, έπειτα σε εικόνες από πομπή με φέρετρα, κατόπιν σε ερημωμένες πόλεις. Διάβολε, μου λείπουν ήδη οι σεισμοί, τα εγκλήματα πάθους, οι μπούκες με κλεμμένα αυτοκίνητα και τα ανατιναγμένα ΑΤΜ. Πού πήγε ο παλιός καλός κόσμος; Πού χάθηκαν τα Εξάρχεια; Οι πρόσφυγες στα σύνορα πού πήγαν;
Διαμιάς, μια άλλη πραγματικότητα με περιβάλλει, όπως το πρόσωπό μου που δεν μοιάζει πια με του Κομφούκιου, αλλά στίλβει σαν καλογυαλισμένο παπούτσι.
Τώρα θα ήμουν στην Κυανή Ακτή, αλλά δεν είμαι.
Μάρτιος του δίσεκτου 2020 – εν μέσω κορονοϊού.
* Ο Άρης Σφακιανάκης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα Η Σκιά του Κυβερνήτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.