14 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για την πανδημία: Γιάννης Γαβράς

O Γιάννης Γαβράς γράφει αποκλειστικά για το DownTown μια ιστορία με έμπνευση από την εποχή του κορονοϊού και τίτλο «Ανήσυχες µέρες».

Τετάρτη

Αλλεπάλληλοι συναγερµοί διέκοψαν βίαια την απαγγελία του ποιήµατός της. Τρία-τέσσερα κινητά τηλέφωνα χτυπούσαν λυσσασµένα µαζί, το δικό του όχι. Μετά, ακολούθησε το µήνυµα της Γενικής Γραµµατείας Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ). Μια αυστηρή γυναικεία φωνή προειδοποιούσε και τροµοκρατούσε: «Ακολουθούµε τους κανόνες υγιεινής, µένουµε σπίτι».

Η οµήγυρις της ποιητικής βραδιάς αποτελούνταν από καµιά δεκαπενταριά άτοµα. Κοιτάχτηκαν τροµαγµένοι και σαστισµένοι. Μετά το πρώτο σοκ, ακολούθησαν αστεία: «Μας πιάσανε!», «Μας βρήκε το κράτος», «Θέλουν να µας διαλύσουν», «Το κράτος απαγορεύει το διάβασµα ποίησης». Γέλια…

Η Βερονίκη ξανάρχισε δειλά-δειλά να διαβάζει το προ λίγου «σφαγιασθέν» ποίηµά της από το σηµείο που είχε σταµατήσει. Ωστόσο, από την κουζίνα, η φωνή της Πολιτικής Προστασίας συνέχιζε το δικό της ποίηµα. Ο ιός του τρόµου είχε σκάσει µύτη και στη χώρα µας εδώ και λίγες µέρες, µα τα πράγµατα δεν ήταν τόσο ανησυχητικά ακόµα. Ούτε και ο ίδιος ανησυχούσε ιδιαίτερα, έτσι σκέφτηκε να µη χάσει την αποψινή ποιητική βραδιά. Το υπόλοιπο βράδυ κύλησε ήσυχα, αν εξαιρέσεις το ευτράπελο µε τα µηνύµατα της ΓΓΠΠ, και γύρω στις 11.30µ.µ. το διέλυσαν ανανεώνοντας το ραντεβού τους για την επόµενη Τετάρτη, καλώς εχόντων των πραγµάτων. Τα πράγµατα, όµως, είχαν άλλη γνώµη… ∆ε βαίνουν καλώς.

 

Πέµπτη

Την άλλη µέρα ξύπνησε κανονικά να πάει στη δουλειά του. Ως συνήθως, υπέφερε το πρωί, νύσταζε, ζοριζόταν, δεν είναι πρωινός τύπος και ποτέ δε θα γινόταν, παρά τις φιλότιµες προσπάθειες που κατέβαλλε. Πολλές φορές του άρεσε να πηγαίνει µε τα πόδια στη δουλειά του, όµως σήµερα είχε αργήσει και ένιωθε λίγο βαρύς. Βγήκε έξω και πήρε το πρώτο λεωφορείο που πέρασε. Συνήθως, αυτή την ώρα το λεωφορείο είναι τίγκα, σήµερα όµως είναι µισοάδειο, «Περίεργο», σκέφτηκε, µα το µυαλό του δεν πήγε στην αιτία. Μόνο όταν έφτασε η ώρα να κατέβει, µόνο τότε… Μια επιβάτιδα τράβηξε την προσοχή του βγάζοντάς τον από τον πρωινό του λήθαργο που συνεχιζόταν µε ανοιχτά τα µάτια. Η καλοβαλµένη κυρία που καθόταν στα υπερυψωµένα καθίσµατα στην πίσω πλευρά του λεωφορείου έβγαλε από την τσάντα της ένα πακέτο µε υγρά µαντιλάκια και, αφού καθάρισε µε σχολαστική επιµέλεια τα χέρια της, τύλιξε µε το µαντίλι τα ακροδάχτυλά της για να κρατηθεί από τον στύλο και να σηκωθεί. Συγχρόνως, µε το άλλο της χέρι, ανέβασε το φουλάρι της σκεπάζοντας τη µύτη και το στόµα της. Τα µάτια της, που είχαν µείνει απέξω, σάρωναν τον χώρο και τα πρόσωπα των υπόλοιπων επιβατών. Το βλέµµα της σταµάτησε πάνω του µε καχυποψία και έµεινε καρφωµένο για λίγο εκεί, σα να είχε αναγνωρίσει το κοντινό της κρούσµα Κορονοϊού, τον µολυσµένο επιβάτη. Πάτησε το κουµπί της στάσης µε το δάχτυλο προστατευµένο από το µαντίλι και, όταν άνοιξαν οι πόρτες, εξαφανίστηκε µε ταχύτητα. Εκείνος απόµεινε κοιτώντας, έχοντας ένα συναίσθηµα αµηχανίας, ντροπής, ίσως ακόµα και ενοχής. Γρήγορα, όµως, συνήλθε από αυτές τις αρνητικές σκέψεις και απενοχοποίησε τον εαυτό του: «Έλεος, υπερβολές, θα αφήσω µια ψυχαναγκαστική να µε χαλάσει;».

Η µέρα στη δουλειά κύλησε βαρετά µε µια εκνευριστική κανονικότητα. Το µεσηµέρι γύρισε µε τα πόδια στο σπίτι, απολαµβάνοντας τον ανοιξιάτικο ήλιο και αποφεύγοντας τη δυσάρεστη αίσθηση του λεωφορείου και ίσως άλλο ένα ενοχλητικό περιστατικό σαν το πρωινό. Τόσοι µαλάκες κυκλοφορούν…

Γύρισε σπίτι, έφαγε κάτι πρόχειρο και ξάπλωσε για σιέστα. Τινάχτηκε απότοµα από το κρεβάτι πάνω στο µισάωρο. Χτυπούσε το τηλέφωνο. Ήταν η φίλη του, το σήκωσε απρόθυµα απαντώντας µε ένα ξερό «Ναι». Το άγχος και η ανησυχία της για την κατάσταση µεγάλωσαν τη δυσθυµία που έτσι κι αλλιώς ένιωθε µετά το βάρβαρο ξύπνηµα και τη διακοπή της ιερής σιέστας του.

«Έλα µωρέ, τώρα, µη σε πιάνει πανικός, τα παραλένε στις Ειδήσεις. Μην τους ακούς». Προσπάθησε να την καθησυχάσει, µάταια όµως. Άλλαξε κουβέντα:

«Τι θες να κάνουµε το Σαββατοκύριακο;»

«Έχω εισιτήρια για το θέατρο το Σάββατο», είπε εκείνη.

«Α, τέλεια».

Σχεδίαζαν να πάνε σε αυτή την παράσταση εδώ και έναν µήνα, όµως, όλο κάτι συνέβαινε και το ανέβαλλαν.

«Θέατρο το Σάββατο και αύριο σινεµά; Παίζει µια καλή ταινία στο σινεµά της γειτονιάς, είδα καλές κριτικές».

Έκλεισαν το τηλέφωνο γελώντας, µε πειράγµατα και αστεία. Ήταν σαφώς πιο χαλαροί και χαρούµενοι και οι δύο σε σχέση µε την αρχή της συνοµιλίας τους. Λογάριαζαν, όµως, χωρίς τον ξενοδόχο. Όπου ξενοδόχο, βάλτε τον γνωστό ιό…

 

Παρασκευή

Παρασκευή απόγευµα κανόνισαν να πάνε για καφέ και µετά σινεµά. «Τα ’µαθες; Έκλεισαν τα σινεµά και τα θέατρα», του είπε στο τηλέφωνο η Αλίκη.

«Ε, πάµε για καφέ και ποτό τότε», αντιπρότεινε ο Γιώργος.

«Θα τα κλείσουν και αυτά αύριο», του είπε.

Κάθισαν στην αυλή του καφέ. Λίγος κόσµος. Ήταν το τελευταίο βράδυ που έµεναν ανοιχτά τα καφέ/µπαρ και εστιατόρια. Ο Γιώργος ένιωθε ένα µούδιασµα στην ατµόσφαιρα, µια ψύχρα. «Τα πράγµατα είναι σοβαρά», σκέφτηκε. «Τι θα κάνουµε µε κλειστά τα µπαρ;» Όχι, δεν είναι ότι πήγαινε κάθε βράδυ στα µπαράκια. Είναι η ιδέα ότι θα είναι κλειστά που τον τρελαίνει… η απαγόρευση. Περίεργο ον ο άνθρωπος. Στο διπλανό τραπέζι, ένα ζευγάρι διαφωνούσε. «Είναι παράκρουση όλο αυτό!» έλεγε αυτός έξαλλος.

Ο Γιώργος ξαφνικά σκοτείνιασε. Βυθίστηκε στις σκέψεις του. ∆εν άκουγε πια την Αλίκη που του µιλούσε. Την κοιτούσε αποσβολωµένος µα δεν την άκουγε. Όλο αυτό το σκηνικό, αυτή η νέα ζοφερή πραγµατικότητα, του φαινόταν σα να µη συµβαίνει πραγµατικά, σα να βλέπει µια ταινία, ένα θρίλερ. Τον έπιασε µια έντονη επιθυµία να πιει όλο το µπαρ. Τελευταία µέρα ανοιχτά τα µπαρ, προλαβαίνει. Ήθελε να πιει και να µεθύσει σα να µην υπάρχει αύριο. Και πού το ήξερε αν θα υπάρχει αύριο; Έτσι που αλλάζουν τα δεδοµένα από µέρα σε µέρα… Θυµήθηκε, όµως, ότι έχει κόψει το αλκοόλ εδώ και κάτι χρόνια και αποφάσισε να αναβάλει για την ώρα το επόµενο µεθύσι του. Γύρισαν σπίτι αγκαλιασµένοι, χωρίς να µιλάνε όµως. Ο Γιώργος συνέχισε να είναι βαρύς και στον κόσµο του, ακόµα και την ώρα που έκαναν σεξ. Σίγουρα, οι ενηµερωτικές εκποµπές µε επιδηµιολόγους, λιµοκοντόρους πολιτικούς και τροµολάγνους δηµοσιογράφους δεν είναι ό,τι καλύτερο για την ερωτική ζωή ενός ζευγαριού.

 

Σάββατο

Το πρωινό το Σαββάτου έφερε µια ζεστή ανοιξιάτικη µέρα, 23 βαθµοί. Μεγάλη αντίφαση µε τα νέα και τις συστάσεις της προηγούµενης από τους ειδικούς. Ποιος κάθεται µέσα µε τέτοιο καιρό; Πώς µπορείς; Είναι άρρωστο. ΟΚ, από σήµερα, όλα κλειστά, όµως δεν µπορούµε να πάµε στη θάλασσα µια βόλτα; Ήπιαν µαζί έναν γρήγορο καφέ και ετοιµάστηκαν µε κέφι για να αδράξουν τη µέρα. Μπήκαν στο αµάξι και µέσα σε λίγη ώρα ήταν στην παραλιακή. Πάρκαραν στη Βούλα και περπάτησαν µέχρι το Καβούρι. Βλέποντας κόσµο να κάνει ηλιοθεραπεία και τους πιο τολµηρούς να βουτάνε, µετάνιωσαν και οι δύο που δεν πήραν τα µαγιό τους.

Η θάλασσα, το νερό, ο ήλιος όλα τα γιατρεύει, όλα τα ξεχνάς. Το παραλιακό µονοπάτι ήταν γεµάτο παρέες, ζευγάρια, ποδηλάτες, οικογένειες, όλοι απολάµβαναν τη βόλτα σα να µην συµβαίνει τίποτα. Κάτι από ανεµελιά καλοκαιριού. Ο Γιώργος έριξε την ιδέα να συνεχίσουν τη βόλτα τους προς το Σούνιο. Φτάνοντας στο Ναό του Ποσειδώνα, έµειναν έκπληκτοι από την πολυκοσµία, τουρίστες οι περισσότεροι. ∆ύο οδηγοί ταξί συνοµιλούσαν:

«Μ’ αρέσει που είπαν από τα κανάλια να µείνουµε όλοι σπίτι, τόσο κόσµο δεν έχει ούτε τον Αύγουστο».

«Να δεις που θα κολλήσουν τους γονείς τους όλοι αυτοί».

Η βόλτα στη θάλασσα τους είχε αναζωογονήσει. Το µόνο που τους έλειπε ήταν να φάνε θαλασσινά σε ένα ταβερνάκι στην ακρογιαλιά για να ολοκληρωθεί η ευτυχία του Σαββάτου. Όµως, οι συνθήκες βλέπετε…

Το βράδυ, στον καναπέ του σπιτιού, προσγειώθηκαν ανώµαλα, βλέποντας τον «τηλε-εισαγγελέα» παρουσιαστή του δελτίου ειδήσεων να «κράζει» όλον αυτόν τον κόσµο που βγήκε βόλτα στη θάλασσα, κόντρα στις συστάσεις του «Μένουµε Σπίτι». Ο δηµοσιογράφος τους µάλωνε, κουνώντας το δάχτυλο, µιλώντας για ανευθυνότητα και απαράδεκτη συµπεριφορά και ανωριµότητα. Ένιωσε σαν τα µικρά παιδιά που έχουν κάνει µια σκανταλιά και έπειτα τα µαλώνουν. Κοιτάχτηκαν µε ένα βλέµµα συνενοχής και φόβου. Όλες οι εικόνες της βόλτας ήρθαν στο µυαλό του µία-µία. Ήρθαν σε επαφή µε κάποιον άλλον; Κράτησαν αποστάσεις ασφαλείας στον περίπατό τους; Πού ακούµπησαν; Τι έπιασαν; Η Αλίκη θυµήθηκε ότι στο Σούνιο ένας τουρίστας προθυµοποιήθηκε να τους βγάλει µια φωτογραφία µε το κινητό της.

«Ε, και;».

«Τι ε και, ρε Γιώργο; Έπιασε το κινητό µου µε τα χέρια του και το χρησιµοποίησα χωρίς να το απολυµάνω».

Ανησυχίες. Νέες ανησυχίες… ∆εν κυκλοφορούµε πλέον χωρίς αντισηπτικό…

 

Κυριακή

Την Κυριακή ο Γιώργος ήθελε να αποµονωθεί σπίτι του. Ο πολύβουος δρόµος της γειτονιάς του ήταν αγνώριστος µε τα µαγαζιά κλειστά, απόγευµα και δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μπήκε στο σπίτι κακόκεφος, έπλυνε τα χέρια του σχολαστικά, καθάρισε µε υγρό µαντιλάκι το τηλέφωνό του, έβγαλε τα ρούχα του έξω στο µπαλκόνι να αεριστούν.

Κοίτα που γίνεται και αυτός ψυχαναγκαστικός σιγά-σιγά. Μίλησε στο τηλέφωνο µε τους ηλικιωµένους γονείς του, πιο πολύ για αυτούς φοβόταν. Ευπαθείς οµάδες…

«∆εν πιστεύω να πηγαίνετε σε τίποτα εκκλησίες;».

«Όχι παιδί µου».

Η Ιερά Σύνοδος συνεδρίαζε για άλλη µία φορά χωρίς να αποφασίζει το αυτονόητο κλείσιµο των ναών. Θύµωσε, έβρισε και έκλεισε την τηλεόραση. Έβαλε µουσική. Το ραδιόφωνο είναι πάντα καλύτερη επιλογή. Ένας φίλος στη µοναξιά, όπως και τα βιβλία.

Ξαφνικά, του ήρθε ένα φλας από το πουθενά. «Η Αλίκη, κι αν έχει κολλήσει η Αλίκη; Μήπως αυτό το meeting που είχε µε τους Ιταλούς στη δουλειά της; Α όχι, µου είπε ότι ακυρώθηκε». Στρεσαρίστηκε από τις σκέψεις του. «Μήπως πρέπει να σταµατήσω να τη βλέπω για λίγο καιρό;». Μήπως το ένα; Μήπως το άλλο; «Πρέπει να τη χωρίσω, πρέπει να χωρίσουµε». Βγήκε στο µπαλκόνι για ένα τσιγάρο µπας και ησυχάσει το µυαλό του από τις σκέψεις. Στο απέναντι πεζοδρόµιο, δύο περαστικοί µε µάσκα. Ο ένας και µε γάντια. Τι ζούµε… Χηµικός πόλεµος. Όσα φέρνει ο ιός. ∆υστοπία. Τι θα κάνουµε µε την καραντίνα; Πώς θα αντέξουµε; Ένας άνθρωπος της βόλτας, του έξω, της κίνησης, πόση µουσική να ακούσει, πόσες ταινίες να δει, πόσα βιβλία να διαβάσει; Και τι θα τρώει, delivery συνέχεια; ∆εν πολυµαγειρεύει. Θυµήθηκε παλιές ταινίες που είχε δει µε σενάρια επιστηµονικής φαντασίας, είκοσι και τριάντα χρόνια πριν. Και τώρα… είναι πραγµατικότητα. Τα ζούµε αυτά. Φοβόταν και τους άλλους «ιούς», σαν παρενέργειες από την καραντίνα. Τον ιό του πανικού, τον ιό της θλίψης και της κατάθλιψης, τον ιό της µοναξιάς, της αδράνειας, της παχυσαρκίας. Κοίταξε ψηλά και είδε τον ήλιο να του χαµογελάει ψιλοειρωνικά ίσως, κόντρα σε αυτή την κατάσταση. ∆ε χαµπαριάζει ο ήλιος. ∆ε χαµπαριάζει η φύση. «∆εν µπορεί, θα νικήσουµε», σκέφτηκε.

Θα περάσει και αυτό. Κάτω από τα πόδια του, οι έρηµοι δρόµοι της πόλης, µε τα κλειστά µαγαζιά και τους ελάχιστους µασκοφόρους διαβάτες, έχουν παραδοθεί στον τρόµο του Κορονοϊού.

Όσο καλπάζει ο ιός
τόσο στενεύει ο κλοιός
µα δεν µπορεί, γιατί το φως
θα νικήσει το σκοτάδι
πάντα το φως,
δεν γίνεται αλλιώς

* Ο Γιάννης Γαβράς είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα Σαµποτάζ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας.