14 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για την πανδημία: Βαγγέλης Προβιάς

Ο Βαγγέλης Προβιάς γράφει αποκλειστικά για το DownTown μια ιστορία με έμπνευση από την εποχή του κορονοϊού και τίτλο «Ολοµόναχος».

Φωτογραφία: Aναστασία Χριστιανοπούλου

Σε λίγες ώρες ξημερώνει η γιορτή μου. Είναι δέκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Ιστορική ημέρα, η δεύτερη της απαγόρευσης μετακινήσεων, για την προστασία της δημόσιας υγείας. Πάνω από εβδομάδα τώρα, βγαίνω μόνο για τα αναγκαία. Έχουν ακυρωθεί μαθήματα, παρουσιάσεις, μεταφράσεις που είχαν δρομολογηθεί, αλλά σήμερα, απόψε, έχω ανάγκη μια βόλτα – χωρίς συγκεκριμένο λόγο, για τη βόλτα. Στέλνω το μήνυμα, λαμβάνω την απόκριση, φοράω αθλητικά παπούτσια και κατεβαίνω. Λίγα μέτρα παραπέρα από την είσοδο της πολυκατοικίας, το αυτοκίνητό μου. Την προηγούμενη μέρα χρειάστηκε οδική βοήθεια για να πάρει μπροστά, είχε αδειάσει η μπαταρία. Ο κύριος που ήρθε μου είπε για λίγες μέρες να το κινώ καθημερινά, ή έστω να το βάζω μπρος, να δουλεύει. Σκέφτομαι: Να μια καλή ευκαιρία, απόψε, για μερικές βόλτες στο τετράγωνο. Ανεβαίνω στο σπίτι να πάρω το κλειδί (και ένα cd) και είμαι έτοιμος για τη βόλτα με το αυτοκίνητο. Τη σύντομη, πίστευα. 

Μα η πόλη με πλάνεψε. Χωρίς να το καταλάβω, σε ελάχιστα λεπτά, είχα φτάσει στην Ομόνοια. Μεταλλικές τάβλες, με graffiti, περιστοιχίζουν την πλατεία, αποκλείουν την πρόσβαση στο καινούργιο σιντριβάνι, που λειτουργεί κανονικά. Νερό, πηγή ζωής. Τα χρώματα στους πίδακες αλλάζουν. Και τότε, μια ανάμνηση ζωντανεύει: Πριν από κάμποσα χρόνια, που όμως μοιάζουν σαν εχτές, πανηγύριζα σε αυτή την πλατεία, μαζί με χιλιάδες άλλους, ένα ποδοσφαιρικό κύπελλο που μας γέμισε αυτοπεποίθηση και ασφάλεια για το μέλλον. Μα, αμέσως, το μυαλό με παρασέρνει σε κάτι άλλο, ακόμη πιο πίσω στον χρόνο. Ξημέρωμα Σαββάτου. Μόλις έχω σχολάσει από τη βραδινή δουλειά και τρώω στα όρθια έξω από ένα τυροπιτάδικο. Με πλησιάζει απειλητικά ένα λιπόσαρκο παλικάρι, στην ηλικία μου, με βρόμικα ρούχα και σκυφτό κεφάλι, να ζητήσει ελεημοσύνη. Κάτι μου θυμίζει! Διαπιστώνω ότι είναι ένα παλιός συμμαθητής μου, από τα αλητάκια της τάξης, μα καλό παιδί. Μετά βίας αρθρώνει τις λέξεις. Έκπληκτος, τον κοιτάω, παγωμένος. Εκείνος, απογοητευμένος, νομίζει ότι τον αγνοώ και εξαφανίζεται στη γωνία του δρόμου. Δεν κατάφερα να τον βρω, όταν συνήλθα.

Επιστρέφω στο παρόν, έχω φτάσει στην οδό Μάρνη. Περνάω μπροστά από το κτίριο όπου βρισκόταν το Ρόδον, ο συναυλιακός χώρος. Κάποτε, παρέα με έναν έρωτα που έσβησε άδοξα και μίζερα, αλλά για κάποιον λόγο ακόμη τσιμπάει, είδα εκεί την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, στην ακμή της, να τραγουδά, «όλοι στον θάνατο είμαστε ίσοι». Έχω ακόμη το πρόγραμμα της παράστασης. Ακόμη πιο πίσω, ήμουν από τους ολιγάριθμους τυχερούς θεατές της πρώτης μεγάλης, εντυπωσιακής συναυλίας των Στέρεο Νόβα… Είναι πολλά χρόνια που έκλεισε το Ρόδον. Στη θέση του, ένα supermarket. Τα supermarket είναι τα αγαπημένα μου μέρη στον κόσμο – αλλά θα προτιμούσα το Ρόδον να υπάρχει ακόμη.

Είμαι πια στην ΑΣΟΕΕ. Και από εδώ έχω μια παράξενα δομημένη ανάμνηση (πόσο μη γραμμικά λειτουργεί το μυαλό και η καρδιά): Εδώ σπούδαζε μια άλλη συμμαθήτριά μου. Μια μέρα περνώντας με το τρόλεϊ μπροστά από τη σχολή την είδα, δίχως να με αντιληφθεί, να βγαίνει, γελώντας, με τα βιβλία της. Φορούσε ένα πανέμορφο πράσινο φόρεμα. Ήταν 3 χρόνια μετά τη Γ’ Λυκείου και δεν ξέρω πώς κρατήθηκα και δεν πετάχτηκα από το παράθυρο του τρόλεϊ για να τη φιλήσω. Η τριετία μου φαίνονταν τόσο μεγάλο διάστημα, τότε… Περάσαν και άλλα, πολλά χρόνια. Η συμμαθήτριά μου εκείνη έχασε τον γιο της από μια ανίατη ραγδαία ασθένεια. Ήταν 12 ετών. Δεν μπορώ να δω πράσινο φόρεμα, ή να περάσω μπροστά από την ΑΣΟΕΕ, δίχως να χάσει η καρδιά μου ένα χτύπο.

Στην Πατησίων δεν υπάρχει σχεδόν κανένα αυτοκίνητο. Άδειες η πλατεία Αμερικής, η πλατεία Κολιάτσου. Περνάω μπροστά από ακόμη ένα supermarket που κάποτε ήταν κινηματογράφος. Αναδύεται από τη μνήμη η εικόνα ενός τεράστιου πλήθους να περιμένει να κόψει εισιτήριο για το μεγάλο blockbuster της εποχής, το Terminator 2. Λίγο παρακάτω, δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό. Στρίβω αριστερά, και είμαι σε μια γειτονιά βγαλμένη, θαρρείς, από δυστοπικό διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη. Στενοί δρόμοι, γκρίζες πολυκατοικίες δίχως μπαλκόνια, ελάχιστα πεζοδρόμια. Από τις συνοικίες που έχουν καταχνιά ακόμη και όταν ο ήλιος λάμπει. Η αισθητική τής αντιπαροχής που, όμως, έσωσε κόσμο από τη φτώχεια. Σε μια τέτοια μίζερη πολυκατοικία, αυτή που ήρθα να δω, υπήρξα αποδέκτης σπάνιας γενναιοδωρίας και καλοσύνης. Από έναν άνθρωπο που όσο και να ψάχνω, δεν έχω καταφέρει να μάθω τι απέγινε, 27 χρόνια μετά. Έχω ξαναέρθει με το αυτοκίνητο στην πολυκατοικία αυτή, έχω παρκάρει για να κοιτάζω την είσοδο, έχω νοσταλγήσει. Μα τώρα είναι διαφορετικά.

Κοντεύει ώρα που κινούμαι στην ολόιδια αλλά εντελώς διαφορετική πόλη. Φεύγω από τον Άγιο Λουκά, αφήνω την τυχαιότητα να με κατευθύνει. Ανεβαίνω την οδό Καυταντζόγλου, για κάμποση ώρα, στρίβω και… τι υπέροχο θαύμα, βρίσκομαι σε μια γειτονιά από την οποία βλέπω από ψηλά μια υπέροχη πανοραμική εικόνα της νυχτερινής Αθήνας. Η Ακρόπολη, ο Λυκαβηττός, ο Υμηττός, οι κορυφές γύρω από την πόλη, τις αναγνωρίζω φευγαλέα, όπως κινούμαι αργά. Είναι όμορφα, περιστοιχίζομαι από καλοφτιαγμένες μονοκατοικίες και μικρές διπλοκατοικίες, θυμίζει περιποιημένη επαρχιακή πολιτεία. Ξαφνικά, φτάνω σε ένα πάρκο, φαίνεται μεγάλο. Ακολουθώ τον περιμετρικό δρόμο, κάνω ολόκληρο τον γύρο του… περνώ μπροστά από τέσσερις πέντε εισόδους του. Στις μεταλλικές πύλες διακρίνω χαρτιά λευκά, με μεγάλα μαύρα γράμματα. Ανακοινώσεις. Δεν χρειάζεται να διαβάσω τι γράφουν. Ξέρω. Απαγορεύεται η είσοδος. Σε μια πινακίδα κυκλοφορίας γράφει «Αττικό Άλσος».

Αφήνομαι να με οδηγήσουν οι κεντρικοί δρόμοι, στρίβω εκεί όπου υπάρχουν φανάρια και διασταυρώσεις με κάποια μεγάλη οδό. Και να, φτάνω κάπου γνώριμα! Στα Δικαστήρια, στην Κυψέλη. Με προσπερνά μια μεγάλη γρήγορη μηχανή, με σβηστό το φως πορείας, που τη βλέπω μπροστά να παραβιάζει όλα τα κόκκινα φανάρια. Χάνεται σε μια στροφή. Ξαναβγαίνω στην Πατησίων. Στα δεξιά,  ένα μαγαζί με σάντουιτς και καφέ, που κλείνει για την ημέρα, έχει κολλημένο στη βιτρίνα του ένα φύλλο χαρτί, «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ». Τώρα; Τέτοιες μέρες; Ποιον λάκκο έχει η φάβα; Έχω φτάσει μπροστά στον κινηματογράφο Αλεξάνδρα, όπου είχα δει τον Dracula του Coppola. Τότε. Μαζί με δύο φίλους, τον Α. και τον Τ., αγαπημένους τότε, με τους οποίους χαθήκαμε. Παρακάτω, στη γωνία με την Αλεξάνδρας, η πολυκατοικία σε ένα διαμέρισμα της οποίας μέναμε, για μικρό διάστημα, με τη μητέρα και την αδελφή μου όταν ήρθαμε στην Αθήνα από το νησί, στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Αρχίζω και νυστάζω, αλλά έχω πολλή λαχτάρα να εσωτερικεύω περισσότερο αυτήν την ιστορική στιγμή, αυτήν την άδεια Αθήνα, την υπέροχη απουσία που τη γεμίζει. Είναι εντυπωσιακό πώς ένα χωριό στο οποίο όλοι είναι στα σπίτια τους δεν σου δίδει την αίσθηση εγκατάλειψης και ερημιάς που αποπνέει η πόλη όταν δεν υπάρχει κυκλοφορία στους δρόμους. Η πόλη είναι μετακίνηση, εξωστρέφεια, πλημμύρα οχημάτων, και ανθρώπων, και εντάσεων… Κατεβαίνω την Αγίου Κωνσταντίνου, περνάω μπροστά από το δρομάκι που βρίσκεται το υπό κατάρρευση απομεινάρι ενός άθλιου ξενοδοχείου ημιδιαμονής, πάρα πολύ φτηνού, όπου νοίκιαζα ένα δωμάτιο για μερικούς μήνες τη χρονιά που πέθανε η μητέρα μου. Σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν.

Οδηγώ, οδηγώ, οδηγώ. Στο cd player, το τελευταίο άλμπουμ των Pet Shop Boys – ακόμα μια σταθερά στη ζωή μου, από την εφηβεία μου. Μα δεν ακούω τη μουσική. Τις σκέψεις μου ακούω, τη νοσταλγία, την ανησυχία μου για όσα συμβαίνουν. Ζω κάτι συναρπαστικό, μοναδικό. Δεν αναφέρομαι μόνο στην παράνομη βόλτα μου, αλλά και στην κοινή μας εμπειρία, την πανδημία. Κάπου μετά την πλατεία των Αγίων Αναργύρων (ναι, έχω φτάσει τόσο μακριά), με σταματά ένα κόκκινο φανάρι. Οδηγώ το μόνο αυτοκίνητο στο δρόμο, δίπλα μου ένα μηχανάκι, περιμένει και εκείνο το πράσινο. Σκέφτομαι ότι δεν έχει νόημα, ας φύγω, γύρω δεν κινείται κανείς, είμαι σχεδόν έτοιμος να ενδώσω στον πειρασμό… αλλά υπάρχει μια παράξενη ηδονή σε αυτήν την πειθαρχία, σε αυτόν τον περιττό σεβασμό προς έναν κόκκινο σηματοδότη. Τελικά, ανάβει το πράσινο, ξεκινώ, το σκούτερ φεύγει γρήγορα μπροστά – στην πλάτη του οδηγού, στο σκούρο μπλε μπλουζάκι του, με μεγάλα λευκά γράμματα είναι γραμμένο ΔΙ.ΑΣ. Αστυνομικός.

Άνω Λιόσια, Φυλή, Ζεφύρι, Ασπρόπυργος, γράφουν οι πινακίδες. Ολομόναχος, ολομόναχος, ολομόναχος. Μόνη παρουσία του «άλλου», ελάχιστα οχήματα με τα οποία διασταυρώθηκα σε μια βιομηχανική περιοχή που δεν αναγνωρίζω, σε μια λεωφόρο με μεγάλες αποθήκες, βιοτεχνίες, πύλες βιομηχανικών προαυλίων. Φορτηγά, ένα περιπολικό, δύο τρία τζιπάκια εταιρειών φύλαξης χώρων.

Έχω αρχίσει και νυστάζω. Πολύ. Περασμένες δυόμισι η ώρα. Η λεωφόρος στη βιομηχανική περιοχή δεν λέει να τελειώσει, αγχώνομαι ότι απομακρύνομαι πολύ. Ευτυχώς, πάνω στην ώρα, μια πινακίδα, με καθοδηγεί αριστερά, προς το κέντρο του Ασπρόπυργου. Γνώριμη περιοχή, έχω κάνει μαθήματα. Στρίβω, ανακουφισμένος. Περνώ μπροστά από το αστυνομικό τμήμα της πόλης, σε πέντε λεπτά είμαι στην Αθηνών-Κορίνθου, σε οικεία πορεία επιστροφής. Έχω αρχίσει να συνηθίζω τη νέα, τόσο πρωτοφανή εικόνα των οδικών αρτηριών που γνωρίζω μόνο κατακλυσμένες από αυτοκίνητα, βιασύνη, εκνευρισμό, και η έρημη λεωφόρος Αθηνών δεν με εντυπωσιάζει.

Και όμως, αυτό το κομμάτι της διαδρομής μού επιφυλάσσει τις πιο εντυπωσιακές εικόνες. Το Γκάζι – φάντασμα, χωρίς ούτε έναν περαστικό, έναν γλεντζέ, ένα ταξί, χωρίς ουρές έξω από τα νυχτερινά μαγαζιά, χωρίς καντίνες και παρκαδόρους. Ένα περίπτερο μονάχα ήταν ανοικτό, και αυτό κατέβαζε ρολά…

Και μετά, η πιο αξέχαστη (και, ντρέπομαι, πολύτιμη!) εικόνα. Στρίβω από την Ιερά oδό αριστερά, στην οδό Πειραιώς. Από «πάνω» μου η Ακρόπολη, πίσω η Τεχνόπολη. Μέχρι εκεί που μπορώ να δω, ώς την Ομόνοια πέρα μακριά, όπου διακρίνω τον χρωματικό απόηχο από το καινούργιο σιντριβάνι, σε όλη αυτήν την ευθεία, δεν υπάρχει ούτε ένα αυτοκίνητο, ούτε μια ελάχιστη ένδειξη κίνησης, ούτε ένα κόκκινο φρένου ή λευκός προβολέας αυτοκινήτου. Απολύτως τίποτε. Η Πειραιώς ένας άδειος δρόμος, μαγικός, ανατριχιαστικός, πανέμορφος. Είμαι σίγουρος ότι ο Kubrick θα ακουστεί: «Cut! To έχουμε!».

*

Λίγες ώρες μετά την άφιξή μου στη Νέα Υόρκη, στο πρώτο μου ταξίδι στην πόλη-όνειρο για τη γενιά μας, έγινε blackout. Όλη η Aνατολική Aκτή των ΗΠΑ δεν είχε ηλεκτρικό για τρεις μέρες. Έτσι πρωτοέζησα το Μεγάλο Μήλο για ένα Σαββατοκύριακο, σε αυτές τις συνθήκες. Θεώρησα την εμπειρία ένα υπέροχο δώρο που μου έδωσε το προνόμιο να βρεθώ στο πιο ηλεκτροφωτισμένο σημείο του πλανήτη, την Times Square – μόνο που τώρα ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Τα κτίρια με τους γυάλινους τοίχους, οι διαφημιστικές ηλεκτρονικές πινακίδες, οι προσόψεις και βιτρίνες των καταστημάτων, των fast food, των θεάτρων, ήταν δίχως τεχνητό φως. Αισθανόμουν, κι αισθάνομαι ακόμη, πολύ τυχερός που είμαι ένας από τους ελάχιστους αναλογικά ανθρώπους που είδαν αυτήν τη σπάνια στιγμή της Νέας Υόρκης, του κόσμου όλου. Την Times Square φωτισμένη μόνο από τα φώτα των περιπολικών, των οχημάτων τροφοδοσίας, των πυροσβεστικών που περνούσαν σποραδικά. Η ξεχωριστή μου, μόνο για μένα, νεοϋορκέζικη στιγμή. Έχω και για την Αθήνα πια μια τέτοια μοναδική στιγμή.

*

Λίγο πριν φτάσω στο σπίτι, αυτό που φοβόμουν έγινε. Με σταμάτησαν αστυνομικοί για έλεγχο. Να δω τα χαρτιά σας; Δεν είχα χαρτιά, έδειξα το μήνυμα από το 13033. Μετακίνηση με αιτιολογία 6, για γυμναστική ή βόλτα το σκυλί. Ο αστυνομικός, όμορφος, σοβαρός, μεσήλικας, γοητευτικός, με ρώτησε με γελαστά μάτια: Καλά, το σκυλί πού είναι; Και: Έτσι κάνετε γυμναστική; Οδηγώντας; Πώς βρεθήκατε εδώ από το Παγκράτι; Για τη δουλειά βγήκα, απαντώ. Δουλειά; λέει αυστηρά. Ναι, είμαι γραφιάς, πρέπει να παραδώσω ένα κείμενο για «τη φάση» και ήθελα να περιηγηθώ. Με κοιτάζει σιωπηλά. Σοβαρεύει πιο πολύ. Αμάν, σκέφτομαι, 150 ευρώ πρόστιμο. Καλά, λέει, δεν θα έπρεπε, αλλά φύγετε, γυρίστε σπίτι. Επειδή είστε ένας στο αυτοκίνητο. Του υποσχέθηκα όμως να μη γράψω για τη μικρή παρατυπία του.

Φτάνω στο σπίτι. Παρκάρω στην ίδια θέση, τρεις σχεδόν ώρες μετά και είναι ακόμη κενή, στον πιο κεντρικό δρόμο του Παγκρατίου. Δεν βγαίνω αμέσως από το αυτοκίνητο, έχω βάλει ραδιόφωνο και παίζει το Μινόρε της Αυγής με την Αλεξίου, αγαπημένο τραγούδι της μητέρας μου. Θέλω να το ακούσω ολόκληρο. Είναι ωραίο βάλσαμο τα τραγούδια, όπως και οι βόλτες, όπως και η σκέψη, όπως και το γράψιμο…

*

Αναρωτιέμαι τι νόημα υπάρχει σε όλα αυτά. Τα διαβάζω ξανά, φοβάμαι ότι είναι ένα συνονθύλευμα εντυπώσεων, αναμνήσεων, σκέψεων, συνειρμών. Είναι κάτι άλλο όμως, εκτός από ξέσπασμα και καταγραφή παρανομίας για την οποία ίσως μπλέξω; Ποιον μπορεί να αφορούν; Και όμως… και όμως… υπάρχουν μικρά συμπεράσματα (επισημάνσεις, θα έλεγε ο φίλος μου ο Π. που του αρέσουν οι χλιαρότερες εκφράσεις) παντού:

Η σημασία των άλλων ανθρώπων, το πώς αποτελούν το βασικό συστατικό των αναμνήσεών μας. Αυτό είναι ίσως το μεγάλο κόστος της εποχής, ότι στερούμαστε χρόνο με τους ανθρώπους.

Αλλά και μια παράξενη, σχεδόν φοβερή, διαπίστωση: Μεγάλωσα σε έναν κόσμο που τα πέντε χρόνια έφερναν όσα σήμερα φέρνουν οι πέντε μήνες. Που οι βδομάδες έφερναν όσα φέρνουν σήμερα τα δέκα λεπτά. Πώς θα τα προλάβουμε όλα; Πώς θα καταφέρνουμε να τα αφομοιώνουμε;  Πώς θα μπορέσουμε να μη μας καίνε;

Και βέβαια, κάτι ακόμη. Ίσως το πιο ουσιαστικό. Αυτή η αθηναϊκή τοπογραφία των αναμνήσεων, τα σινεμά και οι συναυλιακοί χώροι που έκλεισαν, οι φιλίες που μαράθηκαν, η μάνα μου και ο γιος της συμμαθήτριάς μου που πέθαναν, οι έρωτες που ξεφούσκωσαν, οι αναμνήσεις που ξέφτισαν… τι άλλο είναι παρά μια επιβεβαίωση που την έχω πολλή ανάγκη; Ότι ανεξάρτητα από τις μικρές και μεγάλες απώλειες, ανθρώπων, συνηθειών, χώρων, καταστάσεων, εικόνων, αντέχουμε. Όπως θα γίνει και τώρα. Κάτι θα χάσουμε, κάτι θα κερδίσουμε. Κάτι θα μάθουμε. Θα σταθούμε για λίγο. Αλλά θα προχωρήσουμε.

Πώς το λέει ο ποιητής μας, ο Γκάτσος; Κάνε το δάκρυ σου χαρά, και τον καημό σου του γιαλού μαργαριτάρι.

* Ο Βαγγέλης Προβιάς είναι συγγραφέας, μεταφραστής και εισηγητής σεμιναρίων δημιουργικής γραφής. Η τελευταία του συλλογή διηγημάτων Πλατεία Μεσολογγίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ολκός.