Minas (1938-2020): Αποσπάσματα μιας συνέντευξης με τον διεθνούς φήμης Έλληνα σχεδιαστή

Έφυγε από τη ζωή ο κορυφαίος Έλληνας σχεδιαστής Minas. Μια συνέντευξη από το 2008 δίνει το στίγμα του δημιουργού αλλά και του ανθρώπου. Από τον Πάρη Κορμαρή

Ο θάνατός του ανακοινώθηκε από την οικογένειά του με μια συγκινητική ανάρτηση στο Instagram. Προσωπικά, είχα την τιμή να κάνω σχετικά πρόσφατα μια συνέντευξη μαζί του μέσω email, για ένα περιοδικό για την Ελλάδα που δεν έχει εκδοθεί ακόμη. Ήταν συνοπτική, στα αγγλικά, γιατί η έκδοση θα είναι αγγλόφωνη. Είχα όμως και την τύχη να τον έχω γνωρίσει από κοντά στις 20 Μαρτίου 2008, στο κατάστημά του στην Κηφισιά, για μια μεγάλη συνέντευξη η οποία είχε δημοσιευτεί τότε σε μηνιαίο αντρικό περιοδικό. Μέσα από επιλεγμένα αποσπάσματα, καταλαβαίνεις πολλά για την ιδιοσυγκρασία του και την κινητήριο δύναμη που τον έκανε διάσημο διεθνώς.

Πολύτιμους λίθους γιατί δεν χρησιμοποιείτε στα κοσμήματά σας;

Γιατί έχουν από φύσεως ένα δεδομένο σχήμα, το οποίο είμαι αναγκασμένος να ακολουθήσω και να αναδείξω, ενώ δεν είναι κάτι δικό μου. Δεν αντιλέγω για τα χρώματα, τη σπανιότητά τους και τα λοιπά. Εννοείται, είναι να τους χαζεύεις, αλλά σε υποχρεώνουν να τους βάλεις ψηλά. Τα πρώτα χρόνια που μάθαινα την τέχνη έφτιαξα κοσμήματα με άπειρα πετράδια. Στην Αμερική που πήγα δεν τους ενδιαφέρανε. Εκεί άρχισα να νιώθω περισσότερο την έννοια της επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Οι πέτρες δεν χρειάζονταν, υπήρχε εκτίμηση στο σχήμα. Γιατί, σε τελική ανάλυση, αυτό που πουλάω εγώ είναι λίγα γραμμάρια μέταλλο και το σχήμα. Είναι αυτό που βλέπεις, σκέτο, και δεν υπάρχει χώρος για ψέματα.

Πότε πήγατε στην Αμερική;

Το 1969, ένα μήνα πριν αρχίσει το Woodstock. Εγώ βέβαια, δεν είχα ιδέα γι’ αυτό, μετά έμαθα τι γινόταν, από τη φασαρία! Ούτε μιλούσα αγγλικά, μόνο τέλειαι ιταλικά, που με βοήθησαν. Είχα κάνει νωρίτερα διάφορα ταξίδια, με στόχο πάντα να δω τι γίνεται επάνω στη δουλειά μου. Στην Ελλάδα δεν γινόταν τίποτα, ήταν η χούντα και αποφάσισα να φύγω. Στη Νέα Υόρκη ήταν σαν να με πετάξανε σε ένα kindergarten, όπου παίζανε πιτσιρίκια και γινόταν της πουτάνας! Η τρομακτική διαφορά ήταν η πρόκληση, το challenge. Αν μπορείς να κάνεις κάτι καλά, καν’ το, αλλιώς πήγαινε σπίτι σου. Και με το που το έκανες αμέσως σε ρωτούσαν «What’s next?», δηλαδή τι είναι το επόμενο που θα κάνεις, πράγμα που εδώ δεν ρωτιέται ποτέ. Ακούγεται άγριο, αλλά αν έχεις φόρα και διάθεση σε βοηθάει. Αν φοβάσαι, όχι. Έμεινα εκεί 12 χρόνια, μέχρι το ’81.

Γιατί γυρίσατε στην Ελλάδα;

«The Ulysses syndrome», το σύνδρομο του Οδυσσέα, από το οποίο πάσχουν όλοι οι Μεσογειακοί. Οι βόρειοι Ευρωπαίοι αμερικανοποιούνται, δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω. Δεν λέω ότι ξεχνάνε την πατρίδα τους, αλλά φαίνεται ότι δεν τους λείπει. Οι μεσογειακοί πάσχουν, πρέπει να γυρίσουν σπίτι. Eίναι πολύ έντονες οι εικόνες που έχουν γραμμένες στο μυαλό, έτσι το εξηγώ εγώ. Ο ήλιος, το φως, τα φρούτα το καλοκαίρι, οι θάλασσες… Γι’ αυτό γύρισα και είμαι ευτυχής!

Έχετε πει κάποια στιγμή ότι γίνατε στη ζωή σας αυτό ακριβώς που είχατε φανταστεί…

Ναι! Έτσι, από μωράκι ζωγράφιζα στο χώμα – δεν υπήρχε άσφαλτος τότε. Εγώ δεν μπορώ να γράφω. Είμαι και φοβερά ανορθόγραφος, θεωρούσα ασήμαντα τα ωμέγα και τα έψιλον και τα όμικρον, υπερβολική κούραση, προς τι; Από 9 έως 16 χρόνων μάθαινα κλασικό βιολί –φανατικά όμως!–, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι θα γινόμουν τι; Yasha Heifetz; Για να γίνεις Yasha Heifetz θέλει θυσίες, όπως για να γίνεις Nureyev αν είσαι χορευτής. Αν αφήσεις μια μέρα το βιολί, αυτό σε ξεχνάει δύο! Δεν ήταν ο δρόμος μου, εν πάση περιπτώσει. Μου έμεινε το απωθημένο της μουσικής – frustrated musician. Μετά στράφηκα στον αθλητισμό κι έκανα ποδηλασία στον σύλλογο της ΑΕΚ. Κέρδισα το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στην ταχύτητα, το ’58, όταν ήμουν στα 20. Με βοήθησε πολύ ο αθλητισμός!

Από ποια άποψη;

Την υγεία της σκέψης. Σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Συναγωνίζεσαι. Αν χάσεις, έχασες, but you compete. Βέβαια, για να κάνω ποδηλασία σε επίπεδο πρωταθλητισμού, τα καλοκαίρια κοιμόμουνα από τις 9, το αργότερο 9:30 το βράδυ. Ούτε τσιγάρα, ούτε τίποτα. Πρωί πρωί μια βόλτα προς Βαρυμπόμπη, Τατόι, Αεροδρόμιο και πίσω στη Νέα Ιωνία όπου έμενα. Άλλαζα φανελάκι και πήγαινα με το ποδήλατο στη Βουκουρεστίου, απέναντι από το Παλλάς, όπου δούλευα. Το μεσημέρι διακοπή, Νέα Ιωνία με το ποδήλατο. Το απόγευμα πάλι δουλειά, το βράδυ πίσω με το ποδήλατο. Και πάνω-κάτω την Πατησίων, να παραβγαίνω τα λεωφορεία με άλλους ποδηλάτες! Τότε, βέβαια, δεν είχε τόσα αυτοκίνητα. Τώρα είναι χάος.

Μπορεί να σας έμεινε απωθημένο ότι δεν γίνατε μουσικός, αλλά με τη μουσική διατηρείτε μια ιδιαίτερη σχέση…

Μου αρέσει η μουσική, πολύ. Κάθομαι σ’ ένα μέρος και δουλεύω καθιστός ή κινούμαι ελάχιστα – ποιος θα μου κάνει παρέα; Πολλές φορές έχω σκεφτεί να γράψω έξω από το εργαστήριο “It’s only because of the music”. Νομίζω ότι τα πράγματα που κάνω είναι σαν μουσική. Από τη στιγμή που βρίσκουν την ισορροπία τους, it’s music!

Τι μουσική σας αρέσει;

Ωραία ερώτηση, αλλά πολύ δύσκολο να απαντηθεί. Από πιτσιρικάς έχω παρακολουθήσει τα πάντα, από τους Beatles και τους Rolling Stones όταν ξεκίναγαν, μέχρι οτιδήποτε άλλο. Μου αρέσει κάθε μουσική που σέβεται τον εαυτό της. Δεν μπορώ καθόλου αυτούς που ερμηνεύουνε τραγούδια που έχουν γράψει άλλοι. It’s not like this. Πρέπει να είναι fuckingoriginal, σαν τον Lou Reed ή τον Leonard Kohen, να γράφει κανείς μουσική, στίχους και να τραγουδάει ο ίδιος. Σήμερα η μουσική είναι μηρυκαστική. Έπαψαν να βγαίνουν καινούριες μελωδίες, μόνο αναμασάνε τα παλιά. Με το σταγονόμετρο να βρεις κάτι νέο, κι αυτό θα είναι ελάχιστο. Όλο αντιγραφές, remixes και επανεκτελέσεις.

Εσάς σας έχουν αντιγράψει;

Αν με έχουν αντιγράψει; Με έχουν ξεπατώσει! Ακόμα προσπαθούν να αντιγράψουν ό,τι μπορούν – τα πιο απλά πράγματα. Υπάρχουν δεκάδες εργαστήρια που φτιάχνουν αντίγραφα των κοσμημάτων μου, για να μην πω περισσότερα και ακουστώ υπερβολικός! Δεν έχει προστασία το design, ιδίως στην Ελλάδα, όπου τα πράγματα είναι πολύ φλου. Επειδή κάποιος μεταλλάσσει ελάχιστα αυτό που φτιάχνει, σου λένε «δεν είναι αντίγραφο». Πήγα μια φορά έναν που με αντέγραφε στο δικαστήριο. Είχε μαγαζί στο Κολωνάκι, σε έναν όροφο, και πουλούσε πράγματα που έλεγε ότι ήταν δικά μου – δεν είχε βάλει φυσικά την υπογραφή μου, γιατί τότε θα ήταν πλαστοπροσωπία. Αγόρασα κάποια κοσμήματα και τον πήγα στο Δικαστήριο με την απόδειξη. Ο Δικαστής με ρώτησε «Γιατί τα πράγματά σας είναι art»;  Έχασα το temper μου και του απάντησα «Αυτό δεν μπορώ να το πω εγώ, αλλά ούτε κι εσείς. Πρέπει να φωνάξουμε τεχνοκριτικό». Με πέταξε έξω! Αλλά, όπως μου είπε ο Keith Richards, «you never take art to the court». Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα διδάγματα στη ζωή μου.

Πότε τον γνωρίσατε;

Το ’93, στη Μύκονο. Λαμπερό άτομο! Τυχαίο δεν είναι τίποτα. Star! Fuckin’ star! Anyway, γίναμε καλοί φίλοι, πήγα σπίτι του, ξανάρθε. Φοράει το ρολόι που σχεδίασα για τον Georg Jensen, ένα απλό ρολόι, που όμως έχει αεραγωγό στο κάτω μέρος για να μην ιδρώνει το χέρι. Φωτογραφήθηκε στο περιοδικό GQ με αυτό.

Ποιοι άλλοι χαίρεστε που έχουν αντικείμενά σας;

Πολλοί, αλλά σιχαίνομαι να λέω ονόματα. Δεν θέλω πολύ publicity. Ιδίως σε ένα μικρό μέρος σαν την Ελλάδα, καίγεσαι γρήγορα. Πάντως, για μένα είναι μεγαλύτερο credit να έχει τα πράγματά μου ένας καθηγητής του ΜΙΤ, από κάποιον που είναι διάσημος επειδή βγαίνει στην τηλεόραση.

Σας αρέσει να συναναστρέφεστε τους πελάτες στα καταστήματά σας;

Ναι, αν και στην Κηφισιά δεν είμαι σχεδόν καθόλου. Στη Μύκονο είμαι, γιατί πηγαίνω τα βράδια και βάζω τη μουσική μου. Περίεργο πράγμα: Ίδια μουσική παίζει και στην Κηφισιά, αλλά δεν μπήκε ένας να ρωτήσει: «Ποιο κομμάτι είναι αυτό;» Ποτέ! Στη Μύκονο συμβαίνει συνέχεια. Τον Αύγουστο δεν υπάρχει περίπτωση να κλείσεις νωρίτερα από τις 2:30 μετά τα μεσάνυχτα – δεν σε αφήνει ο κόσμος. Είναι σαν πάρτι κάθε βράδυ. Μέσα σε δύο μήνες, you get the satisfaction όλης της χρονιάς. Μετά ερημώνει.

Μένετε κάθε καλοκαίρι στη Μύκονο;

Την επέλεξα από την αρχή που επέστρεψα στην Ελλάδα και ξεκίνησα να φτιάχνω το σπίτι μου το ’86. Και, όποιον σημαντικό άνθρωπο γνώρισα για τη δουλειά μου, ήτανε χάρη στη Μύκονο – από τους Rolling Stones, μέχρι τους Δανούς της Royal Copenhagen, βασιλείς, πρίγκιπες, designers. Στη Μύκονο πάνε όλοι, όχι στην Κηφισιά!

Αυτό το είχατε προβλέψει πηγαίνοντας στο νησί;

Όχι, αλλά ένιωθα το glamour, τη σεξουαλικότητα, το διεθνές προφίλ που έχει η Μύκονος – έτσι είναι, ακόμα και με τον χαβαλέ που έχει επικρατήσει τώρα. Όλοι περνάνε από κει. Αλλιώτικος τόπος. Είναι βέβαια και η Δήλος δίπλα, ιδιαίτερο μέρος, γεμάτο ενέργεια. Έχει αυτή την αγνότητα της αρχαιότητας και πάντα φως, ένα φως απίστευτο!

Τρέφετε εκτίμηση για την Αρχαία Ελλάδα…

Μεγάλη! Γιατί έγιναν τόσα πολλά και αξεπέραστα σε ένα μέρος; Γιατί γράφτηκαν τόσα βιβλία, πώς έγιναν τέτοια γλυπτά, όλα τα απίστευτα έργα; Έκτοτε η ιστορία της Ελλάδος παύει σχεδόν να με ενδιαφέρει. Αυτό που έγινε μετά το 1821 είναι μια εταιρεία κράτους και εκκλησίας, που μας διέλυσε. Τα έχουνε μισά μισά και είναι όλα αδιευκρίνιστα. Η ελληνική ράτσα έχει special αρετές, αλλά διαλύονται από τα παιδικά μας χρόνια στα σχολεία. Η εκπαίδευση είναι τριτοκοσμική. Βίοι Αγίων και παρελάσεις. Αν είσαι σε καλό σχολείο, μπορεί να πας καμιά φορά στον Παρθενώνα ή στους Δελφούς, αλλιώς χέστηκαν! Επίσης, είναι λες κι έχει απαγορευτεί η λέξη «αισθητική», λες κι είναι άγνωστη. Μόνο οι ξένοι τη χρησιμοποιούν: aesthetics.

Εκτός από τη μουσική, παρακολουθείτε τις τέχνες;

Ευτυχώς που υπάρχει στον κόσμο η τέχνη! Είναι μια αναπνοή. Βλέπεις τι κάνουνε οι πλούσιοι όταν γερνάνε; Μαζεύουν πίνακες. Τι να τα κάνουν τα λεφτά; Πίνακες. Πώς θα δείξουν ότι είναι καλοί και πλουσιότεροι από τους άλλους; Μαζεύουν έργα τέχνης και μετά τα δωρίζουν.

Με το χρήμα πώς τα πάτε;

Έχω μια σχέση μάλλον εχθρική. Μόλις έρθει στα χέρια μου, πρέπει να σπαταληθεί. Υπάρχουν τόσα πράγματα στο μυαλό μου που πρέπει να γίνουν –πράγματα να φτιαχτούν, υλικά κι εργαλεία να αγοραστούν–, τι να τα κάνουμε τα λεφτά να κάθονται;

Κι όταν έρθει η στιγμή να αποτιμήσετε πόσο πρέπει να πουληθεί κάτι;

Κάθε πράγμα έχει τον βαθμό δυσκολίας του και τις ώρες που απαιτήθηκαν για να φτιαχτεί, πέρα από το δικαίωμα ότι είναι κάτι που εμπνεύστηκες εσύ. Δεν υπάρχει κάποια φόρμουλα.

Οικογένεια πότε κάνατε;

Στα 50 μου παντρεύτηκα. Τώρα έχω δύο αγόρια. Ο μεγάλος, ο Αρίων, τελείωσε το ναυτικό και πάει στην Αγγλία. Ο μικρός, ο Προμηθέας, είναι στα 15. Αβάπτιστα, ας γίνουν ό,τι μάρκα θέλουν όταν μεγαλώσουν. Δεν θα τους πω εγώ ποιος τους έκανε, γιατί δεν ξέρω. Κάθε άνθρωπος που φτιάχνεις είναι μια άλλη ψυχή. Ας γίνει ό,τι γουστάρει, μόνος του. Και για το σχολείο, δεν τους πίεσα! Εγώ πήγα σχολείο μέχρι τα 15, που άρχισα να δουλεύω στον Βουράκη. Ένιωθα μειονεκτικά, πήρα λοιπόν τότε μια μέθοδο Linguaphone με δίσκους 45 στροφών κι έμαθα ιταλικά. Τα ξεπάτωσα! Εκείνο που μου έκανε πάντα εντύπωση είναι ότι πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι δεν πήγαν σχολείο, ή αν πήγαν ήταν failures. Γιατί, δεν πας στο ωδείο να γίνεις Μότσαρτ. Ούτε πας στη σχολή καλών τεχνών για να γίνεις Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ξέρεις τι κάνουν τα σχολεία; Διδάσκουν τη γνώση εκείνων που δεν πήγαν σχολείο! Μην παρεξηγηθώ, δεν θέλω να πω ότι είμαι ευφυΐα. Απλά, κάποιος που έχει να πει κάτι, τελικά το λέει. Κι εγώ στη ζωή μου έκανα κάτι, αφήνω ένα mark.

Τελικά το επώνυμό σας το ξέρει κανείς;

Ναι, είναι Σπυρίδης. Το έχω για την εφορία.