Είχε τη στόφα. Το άστρο. Το τσαγανό. Η Λυδία Κονιόρδου ποτέ δεν εφησύχασε, δεν προτίμησε το μαξιλαράκι της ασφάλειας. Και η ζωή τη δικαίωσε. Σε ό,τι κι αν έκανε ήταν απλώς «καταδικασμένη στην επιτυχία».
ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΝΙΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
Μα πώς να περιγράψει κανείς τη Λυδία Κονιόρδου; Μια γυναίκα-σύμβολο, μια περσόνα-οδηγό, μια προσωπικότητα που ακτινοβολεί, ένα ελεύθερο πνεύμα, ρηξικέλευθο, που ήθελε πάντα να ανοίγει δρόμους. Μεγαλωμένη στην Κηφισιά με όχι ιδιαίτερα οικονομικές ευκολίες, είχε το όνειρο να χαράξει το δικό της δρόμο, ένα δρόμο που θα άνοιγε μόνη της. Με πολυτιμότερο σύμμαχο τη γνώση. Πάντα ξεχωριστή, από μικρή, με επιτυχίες σε ό,τι κι αν καταπιανόταν. Στο βόλεϊ, στο θέατρο, αργότερα ως υπουργός Πολιτισμού. Πρωταγωνίστρια της ζωής. «Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν ήταν στο νου μου η αναζήτηση της επιτυχίας, της επιβράβευσης ή της πρωτιάς. Έκανα ό,τι με ευχαριστούσε ή μου έδινε ένα νόημα. Ασυνείδητα ως παιδί, έφηβη ή στα πρώτα μου νεανικά βήματα και πιο συνειδητά όταν μεγάλωσα. Όμως αυτές οι πρώτες, ασυνείδητες, ενστικτώδεις επιλογές με διαμόρφωσαν ως άνθρωπο και επηρέασαν τη μετέπειτα εξέλιξή μου. Είμαι ευγνώμων στη μητέρα μου, στη γιαγιά και στον παππού μου, που δεν με περιόρισαν ούτε εμπόδισαν τις επιλογές μου, παρόλο που μερικές φορές θα επιθυμούσαν κάτι άλλο για μένα. Βρήκα στα βιβλία της μάνας μου ένα βιβλίο που αναφερόταν στη μη αυταρχική διαπαιδαγώγηση! Αυτό που με έμαθαν όμως ήταν η πίστη στο δίκιο, ο σεβασμός του άλλου και ο χρυσός κανόνας: δεν κάνω στον άλλον ό,τι δεν θα ήθελα να μου κάνουν. Προσπαθώ στη ζωή μου όσο μπορώ να τον τηρώ. Δεν ήμουν αυτό που λένε πρώτη μαθήτρια. Τα έπαιρνα γρήγορα, αλλά μελετούσα σε βάθος μόνο ό,τι με ενδιέφερε. Κάποια στιγμή μαγεύτηκα από τη σκάλα του DNA και έγινα πολύ καλή στη φυσική και τη χημεία. Όμως ήμουν σκράπας στα μαθηματικά κι έτσι το όνειρο για τη Βιολογία πήγε περίπατο.» Από μικρή αισθανόταν καλλιτέχνις: «Παρατηρούσα την ομορφιά στα σχήματα, στα χρώματα, στους ήχους, στις συμπεριφορές των ανθρώπων. Και ομορφιά βρίσκεις παντού, ακόμα και σε ό,τι φαινομενικά είναι άσχημο, στα σκουπίδια, στις λάσπες, στα λερωμένα χέρια ενός εργάτη, στην τυχαία μουσική που γεννιέται από τα αυτοκίνητα ή κάποιο μηχάνημα. Όλα αυτά με μάγευαν, πέρναγα ώρες να τα χαζεύω και να φτιάχνω με τα χέρια μου παιχνίδια από πράγματα που άλλοι πέταγαν. Ήμουν από νωρίς οπαδός της ανακύκλωσης. Το πρώτο σπίτι που νοίκιασα με το μισθό μου από το Θέατρο Τέχνης επιπλώθηκε από πράγματα που έβρισκα εγώ και άλλοι συνάδελφοι στα σκουπίδια. Είχε μεγάλη πλάκα, βγαίναμε το βράδυ για σκουπιδότσαρκες και βρίσκαμε “θησαυρούς” – έτσι μας φαινόταν. Και η σκηνική μαγεία συχνά δημιουργείται με ευτελή υλικά που μεταμορφώνονται ποιητικά! Το έβλεπα να το κάνει υπέροχα ο Διονύσης Φωτόπουλος. Το έχουν κάνει και πολλοί άλλοι στο θέατρο. Ξαναγυρνάω όμως στην εφηβεία, στα χρόνια που αναζήτησα τον αθλητισμό ενστικτωδώς. Δεν μου ταίριαζε ο κλασικός αθλητισμός. Δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να βγω “πρώτη”! Μια φορά έτρεχα σε σχολικούς αγώνες και τα παράτησα στη μέση επειδή δεν έβρισκα νόημα. Όμως τα ομαδικά αθλήματα ήταν σκέτη χαρά! Παιχνίδι! Άμιλλα. Πέρασα υπέροχα χρόνια με τις συναθλήτριες και τον προπονητή μας στον ΖΑΟΝ, που όλοι μαζί –και το τονίζω: όλοι μαζί– καταφέραμε να πάρουμε πρωταθλήματα, να κερδίσουμε εμείς, ένας πιο μικρός σύλλογος, ομάδες με πολύ περισσότερους πόρους!».
Ο αθλητισμός, όμως, δεν ήταν ο φάρος της: «Η τέχνη ήταν αυτή που με τραβούσε από το μανίκι κι έτσι δεν συνέχισα στον αθλητισμό. Η μουσική ήταν από παιδί το προφανές ταλέντο μου. Όμως, για να γίνεις μουσικός, πρέπει να σπουδάσεις χρόνια σε ωδείο ώστε να εξελιχθείς σωστά. Εγώ, πέρα από περιστασιακά μαθήματα πιάνου που μου έκαναν φίλες της μητέρας μου δεν είχα τη δυνατότητα να σπουδάσω.»
Πέρασε στο πανεπιστήμιο επειδή «έτσι γινόταν τότε, όλοι έδιναν εξετάσεις να μπουν σε μια σχολή». «Έδωσα εξετάσεις με δύο μήνες φροντιστήριο για τη Νομική επειδή το ήθελε η μητέρα μου και ήταν αυτό που συνηθιζόταν. Όμως δεν με ενδιέφερε και γι’ αυτό πέρασα στην Αγγλική Φιλολογία στην Αθήνα στα τραυματικά χρόνια της χούντας. Παρ’ όλα αυτά, η δικτατορία με ξύπνησε ως δημοκρατικό πολίτη και συνειδητοποιήθηκα ιδεολογικά. Ακόμα, το θεατρικό τμήμα ήταν ένα καταφύγιο όπου ερχόμασταν σε επαφή με τα μεγάλα ποιητικά κείμενα. Η “Ορέστεια” στην αρχαία και τη νεοελληνική γλώσσα και η αναζήτηση που έγινε με την καθοδήγηση του Νίκου Παροίκου ήταν για μένα καθοριστική εμπειρία που με έσπρωξε να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έδωσα μόνο στο Εθνικό γιατί δεν είχε δίδακτρα και επειδή δεν ήθελα να με αποθαρρύνουν από το σπίτι μου. Όταν πέρασα στη σχολή και τους το ανακοίνωσα δεν μπορώ να πω ότι χάρηκαν αλλά δεν μου το απαγόρευσαν κιόλας. Πιστεύω ότι ήλπιζαν να μου περάσει, σαν ένα χόμπι!»
Αλλά ευτυχώς δεν της πέρασε…
ΖΗΝ ΕΠΙΚΙΝΔΎΝΩΣ
Kάθε επιλογή που έκανα (και νομίζω ότι και τώρα είναι αργά πια να αλλάξω) δεν την καθόριζε η σίγουρη επιτυχία, η αποδοχή, η οικονομική εξασφάλιση. Παρ’ όλες τις δυσκολίες στο οικονομικό θέμα δεν μεγάλωσα με φόβο. Έμαθα να πιστεύω στις δυνάμεις μου. Και αφού θα έκανα κάτι που μου αρέσει και θα έδινα όλες μου τις δυνάμεις σ’ αυτό, η ζωή μου θα ήταν γεμάτη! Αν αυτό έφερε τελικά την αναγνώριση, τόσο το καλύτερο. Οι επιλογές μου στο θέατρο γίνονταν μόνο με καλλιτεχνικά κριτήρια. Το ρίσκο ήταν πάντα μέσα στο μυαλό μου. Δεν επέλεγα τη σιγουριά, την ασφάλεια. Επί δέκα χρόνια ήμουν στο βασικό μισθό. Δεν με πείραζε γιατί ήμουν ευτυχισμένη.»
Ένας άνθρωπος που την καθόρισε ήταν ο Κάρολος Κουν: «Στον Κουν βρήκα το Δάσκαλο, ένα σπάνιο δημιουργό που σου έδινε απλόχερα έμπνευση για τρεις ζωές. Νιώθω πολύ τυχερή που με δέχτηκε. Νιώθω πάντα πίσω μου τη σκιά του, τη ματιά του, και αναρωτιέμαι αν θα συμφωνούσε με αυτό που κάνω στη σκηνή. Μου έβαλε από νωρίς πολύ ψηλά τον πήχη. Δεν μπορώ να παίρνω την όποια απόδοσή μου στο θέατρο δεδομένη. Πάντα, όταν αρχίζει μια νέα συνεργασία, αισθάνομαι ότι δεν είμαι ηθοποιός, ότι ξεκινώ απ’ το μηδέν. Είναι βασανιστικό αυτό, όχι επειδή νιώθω ανασφάλεια, αλλά επειδή δεν μπορώ να επαναλάβω αυτό που έκανα. Πρέπει να ξεκινήσω απ’ την αρχή. Ακόμα και η επανάληψη της ίδιας παράστασης μετά από καιρό μου φαίνεται βουνό. Θυμάμαι την πλήρη ταπείνωση που ένιωσα όταν ξεκίνησαν οι πρόβες της “Φόνισσας” του Παπαδιαμάντη με τον Σωτήρη Χατζάκη. Εκεί όμως πιστεύω σε όλους μας συνέβη το “ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται”. Μας δόθηκε η χάρη, έγινε μια ανεπανάληπτη παράσταση, που εμένα τουλάχιστον με πήγε πολύ μακριά.» Στη λογική του ρίσκου έκανε την έκπληξη. Άφησε όμως πίσω την ασφάλεια του Θεάτρου Τέχνης και άλλαξε πόλη: «Ακόμα πήρα το ρίσκο αφήνοντας τη σιγουριά της Αθήνας και πιστεύοντας σε αυτό που μας πρότεινε ο Κώστας Τσιάνος με την ιστορική πια παράσταση της “Ηλέκτρας” του Θεσσαλικού. Είμαι τυχερή φαίνεται γιατί το ρίσκο και το ένστικτό μου μού βγαίνουν σε καλό. Είμαι τυχερή που δούλεψα δίπλα στον Βογιατζή, τον Βασίλιεφ, τον Κόκκο, τον Γουίλσον.» Με μια εσωτερικότητα που την ξεχωρίζει υπηρέτησε αυτό που λέμε «μυστηριακό θέατρο». Το μεγάλο κοινό δεν ήταν ποτέ ο πραγματικός στόχος της – άλλο αν αυτό την ακολούθησε πιστά και πειθήνια, υποκλινόμενο σε ένα τεράστιο ταλέντο. «Υπηρέτησα και υπηρετώ στο θέατρο το ποιητικό, συχνά μουσικό θέατρο. Είναι μυστηριακό, μιας και η απαρχή του θεάτρου είναι διονυσιακή λατρεία. Η μεταμόρφωση του ηθοποιού είναι ένα μικρό μυστήριο. Δεν έχω παίξει μόνο στην Επίδαυρο και στα μεγάλα θέατρα. Έχω παίξει στα πρώτα μου χρόνια, το 1975, με την Ασπασία Παπαθανασίου σε μέρη που δεν είχε ξαναπεράσει το θέατρο. Σε αλάνες, σχολεία, γήπεδα, πλατείες. Μεγάλη εμπειρία. Το ίδιο και με τις περιοδείες του Θεσσαλικού. Μετά στην Αθήνα έπαιξα σε μικρούς χώρους, στο Υπόγειο του Κουν, στο Κυκλάδων, στο Πολιτεία, με τον Κωνσταντίνο τον Χατζή σε πολύ ωραίες συνεργασίες σε γκαράζ, μέσα σε ένα φωταγωγό σε ημιυπόγειο. Δεν έχω παίξει μόνο τραγωδία, αλλά και σύγχρονο ελληνικό θέατρο, Αναγνωστάκη, Καμπανέλλη, Μπρεχτ, Τσέχοφ. Δεν με νοιάζει αν οι θεατές είναι πολλοί ή λίγοι. Κάθε φορά η ερμηνεία μου είναι αφιερωμένη εξαιρετικά στον ιδανικό θεατή που η ψυχή του είναι ορθάνοιχτη να επικοινωνήσει μαζί μου και με την παράσταση. Γι’ αυτόν παίζω κάθε φορά, ψιθυριστά σε αυτόν προσπαθώ να πω την αλήθεια μου. Έτσι δεν έχω τρακ στο μεγάλο κοινό, αλλά ούτε με στεναχωρεί όταν είναι λίγοι οι θεατές. Μετράει αν συμβαίνει η επικοινωνία, είτε με ένα θεατή είτε με δέκα χιλιάδες.»
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΌΡΑΣΗ
Από τους μυστηριακούς χώρους στην τηλεόραση, στην καθημερινή, επιτυχημένη σειρά του Αντρέα Γεωργίου «Η Γη
της Ελιάς», στο Mega. Πώς πήρε αλήθεια την απόφαση να πει το «ναι» σε αυτή την πρόταση; Γιατί τώρα; Δεν υπήρχε κάποια ενδιαφέρουσα πρόταση ή δεν τολμούσαν να την προσεγγίσουν; «Τα τελευταία χρόνια είχε γίνει έντονη η επιθυμία μου να πειραματιστώ και να δοκιμαστώ μπροστά σε μια κάμερα. Είναι πολύ διαφορετικό το μέσον. Δεν είναι ούτε πιο εύκολο ούτε πιο δύσκολο. Απλώς είναι άλλο. Πέρασαν πολλά χρόνια που δεν μπορούσα να υπηρετήσω και το θέατρο και την κάμερα ταυτόχρονα. Είχα πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις για σινεμά και τηλεόραση αλλά δεν γινόταν. Τώρα η πρόταση του Αντρέα Γεωργίου με πέτυχε στην κατάλληλη στιγμή με μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση. Και με πολύ κέφι συμμετέχω στη σειρά. Ο Αντρέας έχει ένα χάρισμα: Δημιουργεί καλή ατμόσφαιρα στους συνεργάτες. Προσωπικά, έχω συνδεθεί με όλα τα μέλη των συνεργείων, με τους συναδέλφους, με τους σκηνοθέτες. Είναι για μένα μια νέα πρόκληση σε συνθήκες όχι θεατρικές να αποτυπώσω την αλήθεια ενός ρόλου. Νιώθω σαν τους καλλιτέχνες των γκράφιτι που πρέπει γρήγορα και σε αντίξοες συνθήκες, όχι στην ησυχία και στο χρόνο του ατελιέ τους, να παραδώσουν στο κοινό ένα έργο τέχνης. Μου έρχεται στο νου η παραδοξολογία του Μπέκετ: “fail again, fail better”. Κάθε φορά, λοιπόν, κι εγώ μαθαίνω και αποτυγχάνω λίγο καλύτερα.»
ΓΙΑ ΤΌ #MeToo
Ένας χρόνος πέρασε από τότε που άνοιξαν τα στόματα στην Ελλάδα και το κίνημα #MeΤoo είναι πια γεγονός στο ελληνικό θέατρο. Τι συνέβη και άνοιξαν τώρα τόσα στόματα μαζί; Τέτοια φαινόμενα δεν υπήρχαν και στο παρελθόν; «Νιώθω βαθιά λύπη για όσα έχουν αποκαλυφθεί για συναδέλφους στο χώρο του θεάτρου. Από την άλλη, είναι και μια βαθιά ανακούφιση που όλη αυτή η βία και η υποκρισία βγαίνει στο φως. Όχι μόνο στο θέατρο, αλλά στο εγχώριο και διεθνές τζετ σετ, στην εκκλησία και όπου αλλού. Μπράβο στη Σοφία Μπεκατώρου που το ξεκίνησε στην Ελλάδα. Υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα. Σε αρκετούς χώρους τα στόματα είναι κλειστά ακόμα και επικρατεί φόβος.» Ίσως μια κλισέ ερώτηση, αλλά αναμενόμενη. Μετά από τόσα χρόνια πορείας, στην αρχή της καριέρας της αντιμετώπισε παρόμοιες συμπεριφορές; «Δεν είχα σοβαρά συμβάντα στη ζωή μου, αν και δεν μου χαρίστηκε τίποτα. Στον τομεα της σκηνοθεσίας δεν ένιωσα ρατσισμό. Αντίθετα, ένιωσα ότι κέρδιζα την εμπιστοσύνη των συνεργατών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, υπήρχε σεβασμός. Τα “κρούσματα” ήταν αμελητέα ή εγώ τα προσπέρναγα και δεν έδινα σημασία.» Φαίνεται να έχει κατακτήσει τα πάντα: Καταξίωση, φήμη, κοινωνικό status. Υπάρχει αλήθεια κάτι που της λείπει; Είναι αφοπλιστική: «Θέλω να γράψω μουσική. Θα το κάνω όταν μεγαλώσω!!!»