Χρήστος Φερεντίνος : Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού

Ο τόσο οικείος παρουσιαστής, που έμαθε από μικρός να έχει σεβασμό στην τηλεόραση και να γνωρίζει πως η ζωή δεν είναι παιχνίδι, μας αφηγείται τη ζωή του.

Τα πρώτα χρόνια.

Έχω πολλές έντονες μνήμες από την παιδική μου ηλικία και το Πολυτεχνείο το 1973, που ήμουν 6-7 χρονών. Θυμάμαι εκείνο το κλίμα. Τον πατέρα μου μαζί με έναν γείτονα να μαζεύει παιδιά χτυπημένα στην πολυκατοικία. Να προσφέρουν πρώτες βοήθειες. Ήταν ένα γεγονός που με έκανε να μάθω από μικρός πως η ζωή μπορεί να ανατραπεί σε μια στιγμή. Και πως οι άνθρωποι μπορούν να δείξουν αλληλεγγύη και συμπόνια ο ένας στον άλλον στις δύσκολες στιγμές. Πάντα θαύμαζα τους γονείς μου για τον τρόπο που λειτούργησαν τότε, που δε σκέφτηκαν όπως άλλοι να μείνουν πίσω από τις κλει-στές πόρτες για να «μην ανακατευτούν».

Η νομική.

Πέρασα με τη δεύτερη στην Νομική Αθηνών. Τον πρώτο χρόνο ήταν όλα καλά. Μετά, κάτι κλοτσούσε μέσα μου. Κατάλαβα ότι κάτι άλλο ήθελα να κάνω. Δούλεψα σ’ έναν εκδοτικό οίκο, έκανα τις εξωτερικές δουλειές, μετά με έναν φίλο μου ντετέκτιβ έκανα παρακολουθήσεις για ένα τετράμηνο, και μετά δούλεψα στον ιππόδρομο που ήταν καθοριστικός για μένα. Εκεί έμαθα ουσιαστικά να αξιολογώ τους ανθρώπους.

Radio days.

Μετά τη νομική, πήγα στον ραδιοφωνικό σταθμό 9,84 και ανακάλυψα έναν μαγικό κόσμο. Έκανα ρεπορτάζ. Τότε ήταν πολύ σημαντικό το ραδιόφωνο. Έπρεπε να μιλάς σωστά ελληνικά, να είσαι ετοιμόλογος, να ελέγχεις τα πάντα, όλα να είναι άψογα. Και πρόσεχα πολύ, διάβαζα πολύ, ενημερωνόμουν για τα πάντα. Έτσι ήταν τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Και μετά, ήρθε το ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ και η τηλεόραση.

Αυτό δεν πήγε καλά.

Η πρώτη απόπειρα στον ΣΚΑΪ ήταν όταν αντικατέστησα μια μέρα τη Σεμίνα Διγενή που ήταν σε ένα ταξίδι στη Λιβύη. Είχα βγει μ’ έναν συνεργάτη της Σάββατο πρωί και εκεί που διάβαζα τις εφημερίδες χτυπάει το τηλέφωνο και η τηλεφωνήτρια μού λέει ότι με θέλει ο Βούλγαρης, ο τότε διευθυντής. Όταν πήγαμε μας είπε: «Όπως είστε, σταματήστε, κάντε αποφώνηση και κλείστε την εκπομπή». Ήμασταν φρικτοί. Δεν ακουγόμασταν. Αν μου έχει ξανασυμβεί; Ναι, στον 9,84. Κάλυπτα τις φωτιές. Γενικά, όπου υπήρχε φωτιά, εμένα έστελναν. Έλεγα: «Περιμένουμε την Πυροσβεστική, αργεί, γιατί αργεί;». Και στην τρίτη ανταπόκριση είπα: «Δεν έχει έρθει, λογικό να μην έχει έρθει, μάλλον θα παίζουν κανένα ταβλάκι». Έγινε χαμός. Δεν είχα καταλάβει το μέγεθος της καταστροφής που είχα προκαλέσει. Πήρε η Πυροσβεστική να διαμαρτυρηθεί και μου λένε από τον σταθμό: «Φύγε. Είμαστε δημοτικός σταθμός, πρέπει να σεβόμαστε κάποια πράγματα». Ήταν η πρώτη μου απόλυση, πριν καν προσληφθώ. Μου είχε κοστίσει πάρα πολύ τότε. Ευτυχώς, μετά από 10 μέρες παρενέβη ο Κωνσταντίνος Ζούλας, με τον οποίο είχαμε, και έχουμε, μια εξαιρετική σχέση, είπε: «Ένα άστοχο χιούμορ ήταν» και ξαναπροσλήφθηκα.

That’s entertainment.

Εγώ συνέχιζα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ ως ρεπόρτερ και πολύ μάχιμος. Όταν μου πρότειναν να κάνω εκπομπή, σκέφτηκα να κάνω με ανθρώπους που συναντώ στον δρόμο, γιατί είχα, και έχω, αυτό το κομμάτι της επικοινωνίας. Πάντα, αν βρω ένα πρόσωπο που με ιντριγκάρει, θα μιλήσω μαζί του, μου αρέσει να γνωρίζω περίεργους ανθρώπους. Έτσι προέκυψε για 2 χρόνια το ραδιοφωνικό, «Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», το οποίο και εξέλιξα και έγινε μετά στην τηλεόραση το «ΑΚΟΥ ΝΑ ΔΕΙΣ». Είχε επιτυχία! Μετά, έγιναν «Οι φάρσες» στον AΝΤ1 , το «Hakuna Matata» στο Mega, το «Μονομάχος» – που κάνω και φέτος– στον ΣΚΑΪ. Έκανα το «Fort Bayard» στο Star και φεύγω και κάνω το «Deal» στον ANT1. Δυο προγράμματα που παίζονταν ταυτόχρονα. Νομίζω ότι μπορεί να είμαι και ο μοναδικός παρουσιαστής που έκα- νε εκπομπή σε δυο διαφορετικά κανάλια ταυτόχρονα, μάλιστα προβάλλονταν την ίδια ώρα το «Super deal» και το «Fort Boyard» και πήγαιναν και τα δύο τότε πάρα πολύ καλά! Ήταν όμως λίγο αμήχανο να ανταγωνίζομαι τον εαυτό μου από το ένα κανάλι στο άλλο…

Το πρωινό με τα μαύρα σύννεφα.

Το πρωινό; Την πρώτη βδομάδα κάναμε 40%, αλλά μετά είχε φθίνουσα πορεία, βέβαια το 20% που κάναμε εμείς τότε ως δεύτεροι είναι στο σημερινό τηλεοπτικό το πίο τρελή επιτυχία. Με τη Σίσσυ Χρηστίδου, με την οποία είχα, και έχω, πολύ καλές σχέσεις, το προσπαθήσαμε πάρα πολύ. Αλλά γνωρίζαμε ότι ήμαστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι, με αντίθετες απόψεις κάποιες φορές για το πώς βλέπουμε και πώς ιεραρχούμε τα πράγματα. Κάναμε κι οι δυο την προσπάθειά μας, αλλά τελικά ήρθα με αξιοπρεπώς δεύτεροι. Και τώρα, όποτε συναντιόμαστε, γελάμε για εκείνη τη σεζόν. Ίσως κι εμένα δε μου πάει αυτό το είδος. Βλέπω και τώρα πώς γίνονται. Πρέπει να είσαι συνέχεια σε εγρήγορση, να κριτικάρεις τους άλλους, ενδεχομένως να συγκρούεσαι, να εκτίθεσαι, και να δέχεσαι επιθέσεις, να είσαι έτοιμος να φας cancel. Και εγώ δεν είμαι άνθρωπος που του αρέσει γενικώς να τσακώνεται. Δε μου αρέσει να κρίνουμε τους πάντες και τα πάντα με μεγάλη ευκολία. Και όταν το κάνουν και σε μένα με πειράζει. Ναι σαφώς, όχι όπως παλιότερα, αλλά δεν παύει να με ενοχλεί. Υπάρχει μια ευκολία στο ότι ο καθένας μπορεί να μπει στα social και να πει ό,τι θέλει για σένα, μόνο και μόνο επειδή βγαίνεις στην τηλεόραση. Κάτσε λίγο. Σκέψου. Μπες και στα παπούτσια του άλλου. Όχι, δε μου πάει το πρωινό. Μου αρέσει το concept του «Deal», που είχα μια ομοψυχία, μια αλληλεγγύη με τους παίκτες, και την απόφαση την έπαιρνε ο τραπεζίτης. Αυτή η εξίσωση, ότι είμαι με τους παίκτες εναντίον του συστήματος, είναι κάτι που ταιριάζει και στη δική μου ψυχοσύνθεση. Ακουμπάει στο πώς σκέφτομαι ταπράγματα. Δε μου βγαίνει να είμαι ανταγωνιστικός. Μου βγαίνει να τρολάρω τα πράγματα, να βάζω τρικλοποδιές, να πειράζω τις καταστάσεις. Δε θα ήμουν όμως καλός να κάνω ένα σκληρό reality και να προσπαθώ να εκμαιεύσω από τον άλλον πράγματα και συναισθήματα που θα τον εκθέσουν. Ναι, σαφώς και ο «Μονομάχος» είναι ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι, αλλά είναι σε άλλο επίπεδο. Είναι στις γνώσεις. Δεν είναι στις σχέσεις. Άλλοι μπορούν να το κάνουν πολύ καλύτερα. Εγώ δεν μπορώ να βγάλω τέτοιο υλικό.

Όταν τα παιδιά γίνονται ενήλικες.

Οι δυο δίδυμοι γιοι μου είναι πια 20 χρονών. Αλλάζουν οι ηλικίες, αλλάζουν και οι σχέσεις. Όταν ήταν στην εφηβεία δε μας ήθελαν και λογικό. Από απόσταση και δυο κουβέντες στο τηλέφωνο στα βιαστικά. Τώρα που μεγάλωσαν και με τους δυο αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε για πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Επικαιρότητα, τι συμβαίνει στη Μέση Ανατολή, για τις εκλογές. Και οι δύο αρχίζουν να ενδιαφέρονται για πιο κοινωνικά θέματα. Τι συμβαίνει. Μένουμε μαζί, θα παρακολουθήσουμε αγώνες ποδοσφαίρου, έχει αρχίσει μια νέα φάση. Είναι κάτι καινούργιο για μένα και το απολαμβάνω. Ξέρεις, η σχέση από πατέρας–γιοι, από ένα σημείο και μετά, αποκτά και μια ακόμα διάσταση αυτή της αντρικής φιλίας. Λειτουργώ ως ο άνθρωπος που μπορούν να εμπιστευτούν στη δύσκολη φάση.

Με τι ασχολούνται;

Ο ένας με τον αθλητισμό και ο άλλος διοίκηση επιχειρήσεων. Αν με βλέπουν στην τηλεόραση; Που και που. Ο «Μονομάχος» τούς αρέσει πολύ όπως και στους φίλους τους. Με ρωτούν «μπορούν να έρθουν οι φίλοι μας να παίξουν;» Τους αρέσει που είμαι αναγνωρίσιμος και αγαπητός στον κόσμο, όμως δεν τους ενδιαφέρει καθόλου το κομμάτι της δημοσιότητας για τους ίδιους κι από ό,τι έχω καταλάβει ούτε μέσα από τα social media. Προς το παρόν, τους είναι εντελώς αδιάφορο.

Το άγχος της ηλικίας.

Φυσικά και το έχω. Είμαι 57 κι όταν αρχίζει στις παρέες η συζήτηση για το πόσο είσαι δεν είναι για μένα και το πιο ευχάριστο. Κοινωνικά δεν είναι αποδεκτή ακόμη η ηλικία. Δε μου αρέσει να λέω αυτό το νούμερο. Το είχε πει και ο Πασκάλ Μπρυκνέρ όταν τον ρώτησαν τι συμβουλή θα έδινε στους άντρες που είναι πάνω από τα 50. Απάντησε: «Θα τους έλεγα να κάνουν τα όνειρά τους, να ακολουθούν το ένστικτό τους, να τολμούν, και να κάνουν ό,τι τους πει ο γιατρός και να ακολουθούν τις οδηγίες για τα παυσίπονα».

Nέα σχέση;

Τι να σου πω. Άμα κάτσει. Αλλά τώρα είμαι πολύ ήρεμος. Το να συγκατοικήσω πάλι με τρομάζει. Μπορεί και να μεγαλώνω και να θέλω λίγο περισσότερο την ελευθερία και την ησυχία μου. Νομίζω ότι αν μπω σε σχέση θα έχει ο καθένας το δικό του σπίτι. Ο καθένας να έχει τον δικό του χώρο και να συναντιόμαστε σε άλλη συνθήκη.

Η βραδινή μουσική εκπομπή.

Την ετοιμάζουμε. Έχει πολλές απαιτήσεις, γιατί συμμετέχουν πολλά άτομα, αλλά είναι κάτι που με γεμίζει. Θα μοιάζει με εκπομπές αντίστοιχες όπως το «Στην υγειά μας», που έκανε ο φίλος μου ο Σπύρος Παπαδόπουλος που είναι ο γκουρού του είδους. Θα είναι για έναν περιορισμένο αριθμό εκπομπών και είναι κάτι που απαιτεί πολλή ενέργεια. Αλλά μου αρέσει πάρα πολύ, οπότε εξισορροπεί την κούραση.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΖΟΓΚΑ