Γιώτα Γιάννα: Μια συνέντευξη μάθημα- ζωής στο DownTown

Έναν κρύο Γενάρη του 2016, βρεθήκαμε στο σπίτι της, μάς διηγήθηκε τη ζωή της, έπαιξε τη φυσαρμόνικά της ανάμεσα σε γιορτινά λαμπιόνια και αποτσίγαρα. Μια εικόνα που σήμερα πέρασε στην ιστορία.

95 χρόνια τής χρειάστηκαν για να γράψει τον πρόλογο, το κυρίως θέμα και τον επίλογο της ζωής της. Η Γιώτα Γιάννα θα έλεγε κανείς πως έφυγε πλήρης ημερών και πλήρης έργων κουβαλώντας στο διηνεκές το ιδιαίτερο πνεύμα, το φυζίκ, το βλέμμα, το ντύσιμο, το ταλέντο και την αγέραστη ψυχή της. Τι γίνεται όμως με αυτή τη φυσαρμόνικα που δεν θα ξαναμιλήσει στην καρδιά;

(Βίντεο αδημοσίευτο από τη συνέντευξη της στην Φανή Πλατσατούρα τον Ιανουάριο του 2016 για το περιοδικό Down Town)

 

 

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2016

Δημοσιογράφος: Φανή Πλατσατούρα

Ο Μάνος Χατζιδάκις την χαρακτήρισε «πασιονάρια της λαϊκής πίστας», ο Σταμάτης Κραουνάκης «Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν», η Λένα Πλάτωνος μίλησε για μια «ερμηνεύτρια που αρπάζει το τραγούδι απʼ τα μαλλιά και το κάνει ολόδικό της» και η Μαλβίνα Κάραλη αναρωτήθηκε: «Ποια είναι αυτή με το σκαμμένο πρόσωπο; Πώς τα λέει έτσι; Γύρευε πώς είναι η ζωή της…». Η Γιώτα Γιάννα θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη «Αγία των Εξαρχείων» που περπατά πάντα σκυφτή με ένα τσιγάρο στα ακροδάχτυλα και την χαρακτηριστική μπαντάνα στο κεφάλι. «Εμένα η σημαία μου είναι μαύρη. Είναι πιο πάνω από ΄μενα και σκεπάζει όλα εκείνα που δεν θέλω να μου τραυματίσουν οι άνθρωποι. Το κατάφερα αυτό, και είμαι περήφανη», μου δήλωσε όταν την επισκέφθηκα στο σπίτι της στους Αμπελόκηπους. Ένα διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο χωρίς κουδούνι, με πολλά λαμπιόνια, πορτραίτα δικά της και ένα ψηλό ποδήλατο στην άκρη του σαλονιού. Πάνω στην πόρτα κολλημένη μια αφίσα με την φιγούρα της και υπογραμμισμένα γράμματα: «είμαι εδώ»… Στον καναπέ αφημένο ένα κόκκινο μαξιλάρι με τον Τσε Γκεβάρα. Η τραπεζαρία γεμάτη μοσχομυριστά φαγητά, κόκκινο κρασί, γλυκά και ένα δώρο τυλιγμένο στην καρέκλα. «Είναι κάτι συμβολικό από μένα για ΄εσένα. Χαίρομαι που θα σας δώσω συνέντευξη. Έχω να πω πολλά, κορίτσι μου…»

«Γεννήθηκα εδώ στους Αμπελόκηπους. Ο πατέρας μου ήταν ένας αυστηρός αλλά καλός άνθρωπος. Το ΄χε καημό να μάθω περισσότερα γράμματα. Εμένα σπουδή μου ήταν πάντα, ο δρόμος και αυτή η σπουδή δεν πληρώνεται ούτε με όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου. Θυμάμαι ακόμη μια μυρωδιά γαζίας στον δρόμο. Ο μπαμπάκας μου δεν πρόλαβε να ΄ρθει να με δει στα μαγαζιά που τραγουδούσα. Ήταν ευσυγκίνητος σαν και ΄μενα. Αυτός μου χάρισε την πρώτη μου φυσαρμόνικα…»

Η μάνα της η κυρά Λένη, μικρασιατικής καταγωγής, πέθανε μόλις την γέννησε. Πώς είναι άραγε να μην έχεις πει ποτέ τη λέξη «μαμά;» Το ΄74, ήρθε και ο χαμός του αδερφού της, 19 χρονών, στρατιώτης στην Κύπρο. Έχει κρατήσει την ταμπακιέρα του, κάποιες θολές μνήμες και ένα τραγούδι των Γκάτσου – Ξαρχάκου που ερμηνεύει σε κάθε live με τα μάτια κλειστά, χτυπώντας την μπότα της δυνατά στο πάτωμα και τη φωνή να σπάει στο χειροκρότημα: «Νυν και αεί, μες στη ζωή σε είχα αραξοβόλι, μα μιαν αυγή στη μαύρη γη, σε σώριασε το βόλι…».

«Μην με ρωτήσεις τίποτα γι΄ αυτά. Είμαι μέσα μου όλο γωνίες με χτυπήματα αλλά είμαι καλά. Δεν θα σου πω ευτυχισμένη γιατί η ευτυχία είναι στιγμές. Δεν τις μέτρησα αν ήταν πολλές. Ακόμη όμως, και πριν το φευγιό του όποιου δικού μου προσώπου ήταν ευτυχία οι στιγμές που έζησα μαζί τους».

Δεν μαθαίνεται η απώλεια, ούτε χρωματίζεται το μαύρο. «Όταν σκέφτομαι τον θάνατο, ανατριχιάζω. Ξυπνάω το πρωί και ρωτάω τον εαυτό μου “ξύπνησα;”… Ο ύπνος είναι βαθύς στοχασμός, ακριβός και απρόβλεπτος. Τρομάζω όταν σκεφτώ συνειδητά ότι μπορεί να μην ξυπνήσω. Λέω “γαμώτο, δεν θέλω να φύγω. Άσε με λίγο ακόμη ρε μπαγάσα. Έχω ακόμη να δώσω και να πάρω από τα νιάτα, την βροχή και τα πουλιά. Μια χειραψία είναι η ζωή, δυο παλάμες στιβαρές που λένε “χρόνια πολλά” και ο ένας πήγε από εδώ και ο άλλος από ΄κει. Και τα δυο έχουν έναν άσπρο τοίχο που γράφει πάνω “τέλος”. Όχι, δεν θέλω να πω ακόμη “χρόνια πολλά” και να τελειώσω».

Είναι γνωστή ως η «γυναίκα με τη φυσαρμόνικα». Πρώτη φορά άκουσε έναν ξάδερφό της στους Αμπελόκηπους να παίζει το άγνωστο σε εκείνη τότε όργανο και κάτι κλείδωσε μέσα της. Ύστερα, ανήλικη ακόμη, έγινε η «φυσαρμόνικα» της Σοφίας Βέμπο. «Κεφάλαιο ζωής για ΄μενα αυτή η γυναίκα. Την είδα να ανοίγει τα πτερύγιά της και να με αγκαλιάζει. Την συνόδευα επί σκηνής με τη φυσαρμόνικά μου. Αυτοδίδακτη μέχρι θανάτου. Θυμάμαι ότι επέμενε να μου βγάλει άδεια μουσικού αλλά εγώ δεν γουστάριζα. Ήθελα να παίζω έτσι, να μην ανήκω πουθενά, να είμαι του δρόμου. Τι έμαθα από ΄κεινη; Εκείνη έμαθε εμένα και δεν είναι εγωιστικό αυτό που λέω». Η φυσαρμόνικα είναι προέκταση του χεριού της. «Η φυσαρμόνικα είναι η κεντρική αρτηρία της καρδιάς μου. Αν κοπεί αυτή, πεθαίνω».

Πίνει μια γουλιά μπύρα, βγάζει ένα τσιγάρο από την ταμπακιέρα και μου δείχνει όλο καμάρι το ποδήλατό της. «Είχα έξι αλλά μου έκλεψαν τα τέσσερα. Δεν πειράζει ίσως κάποιος να τα είχε περισσότερο ανάγκη από ΄μενα. Είμαι πολύ καλός δρομέας, κάνω κάθε μέρα πολλά χιλιόμετρα. Μου αρέσει ο δρόμος, σε κάνει να σκέφτεσαι ό,τι ονερεύεσαι εσύ και όχι ό,τι διατάζουν οι άλλοι. Εγώ δεν μπήκα ποτέ στη ζωή μου σε λούκια. Είμαι underground, αγαπώ το περιθώριο και μ΄ αγαπά και αυτό. Είμαι κάτω από τη γη αλλά πίνω καθαρό νερό».

Όταν την ρωτάς για την ηλικία της απαντά με νόημα ότι είναι μια έφηβη σε ωριμότητα. Μόλις το 2013 έβγαλε άλλωστε, τον πρώτο της δίσκο «Τα μάτια της Γιώτας Γιάννα» από τις εκδόσεις «Οδός Πανός». Τώρα ετοιμάζεται για τον δεύτερο δίσκο και μιλά χωρίς περιστροφές για το σύστημα, τα studio ηχογραφήσεων -κουβούκλια τα ονομάζει- και τις δισκογραφικές που φιμώνουν τις φωνές των καλλιτεχνών. «Συστήματα υπάρχουν παντού, πόσο μάλλον στη δική μου δουλειά που είναι επιφάνειας. Η δουλειά του τραγουδιστή έχει μεγάλο μόχθο, κόπο και πόνο. Δεν μπορεί το τραγούδι να είναι επιτηδευμένο. Εγώ δεν το έχω με τις δημόσιες σχέσεις, στράτα δεν με έκανε κανείς στη ζωή μου ήθελα πάντα, να πορεύομαι μόνη μου. Τις ωραίες εκείνες εποχές στην Πλάκα έβγαλα αρκετά 45αράκια δισκάκια, μετά έγινε πιο επιτακτικό και ζουμερό το σκηνικό στη δισκογραφία. Δεν ήθελα να ανήκω σε εταιρείες, ένιωθα ότι οι δισκογραφικές με περιορίζουν και η ρότα μου εμένα, ήταν άλλη. Γούσταρα να τραγουδώ ελεύθερα και ζωντανά, τα απρόσωπα κουβούκλια των δισκογραφικών με το κόκκινο κουμπί ηχογράφησης ήταν ο θάνατός μου. Γενικά, δεν με λες καριερίστρια. Εκπτώσεις στη δουλειά και τη ζωή μου δεν έκανα ποτέ και όποιος δεν το θυμάται, να ΄ρθει να του το πω με ημερομηνίες και χρονολογίες».

Συνεργάστηκε με όλα τα πρώτα ονόματα του τραγουδιού στην Πλάκα και τα νυχτερινά κέντρα της Εθνικής Οδού: Βασίλης Τσιτσάνης, Μαρινέλλα, Τόλης Βοσκόπουλος, Στράτος Διονυσίου, Καίτη Γκρέυ, Γιάννης Πουλόπουλος και Δούκισσα. Δίπλα της ξεκίνησε το τραγούδι ο Γιώργος Νταλάρας στις ιστορικές “Χάντρες”.

«Η Πλάκα στιγμάτισε όλη μου τη ζωή. Με αγαπάει και με πονάει και όταν προχθές ανέβηκα τα σκαλοπάτια για να πάω στην “Απανεμιά”, θυμήθηκα όλες εκείνες τις παλιές καλές στιγμές που έχω ζήσει. Λένε ότι η νύχτα είναι περίεργη. Εγώ λέω, ότι η νύχτα είναι εξαιρετική γιατί δεν σκεπάζει πράγματα. Ξεδιπλώνεται ο άλλος την νύχτα πιστεύοντας ότι δεν τον βλέπουν. Ο ήλιος πάλι, έχει άλλη ακτινοβολία, σημαδεύει τους καλούς και τους άλλους. Δεν θα δώσω όνομα στο ποιοι είναι οι άλλοι. Είναι “οι άλλοι από εμάς” και είναι δικαίωμά τους. Τότε στην Πλάκα τα μαγαζιά ήταν γεμάτα, επτά μέρες την εβδομάδα. Παρακαλούσαμε μουσικοί και τραγουδιστές να πάρουμε ένα ρεπό. Ήμουν προσεγγίσιμη σε όλα τα μεγάλα ονόματα, διότι δεν ενοχλούσα και δεν ζητούσα. Είχα τα όπλα μου, την καλή φωνή και διαγωγή. Δεν δέχτηκα ποτέ στη ζωή μου να χτυπήσω πόρτες. Τη δική μου μόνο, αν ξεχνούσα τα κλειδιά… Ξέρεις, καμιά φορά θέλει δύναμη να τους βλέπεις όλους παρέα, κλίκα, ομάδα και εσύ μόνη, απέναντι. Ίσως εγώ ήθελα ένα χτύπημα άλλο στην πλάτη, δεν πειράζει που δεν έγινε. Έμαθα να λειτουργώ εντελώς μόνη μου. Πηγαίνω ευθυγραμμισμένη στη ράγα που έφτιαξα μόνη μου, αυτοτσαλακώνομαι και δεν έχω επιτρέψει σε κανέναν να τρυπήσει το ρούχο μου. Φοράω έναν μανδύα που με σκεπάζει καλά: δεν κρυώνω, δεν πεινάω, δεν παρακαλώ… Ούτε προκαλώ».

Την παρατηρώ στις λεπτομέρειές της. Έντονα βαμμένα μάτια, μαύρη καμπάνα παντελόνι, ο σφιχτός κόμπος πίσω από τη μπαντάνα. «Μου αρέσουν τα μακριά μαλλιά. Από μικρό κορίτσι έτσι, με θυμάμαι. Οι μπαντάνες ήρθαν αργότερα. Τις αγαπώ, με διασφαλίζουν γιατί κρατούν το μυαλό και τα μαλλιά μου στη θέση τους, να μην χαλάσουν από τίποτα». Απέναντί μου στέκεται μια γυναίκα δυνατή, ένας “θηλυκός Τσε Γκεβάρα”, όπως μου συστήθηκε μέσα στην κουβέντα.

«Με λένε δυναμική αλλά εγώ ξέρω την αλήθεια. Όλο αυτό είναι “άμυνες ευαισθησιών”. Αγαπώ τις πεταλούδες γιατί είναι ελεύθερες, ζούνε λίγο αλλά δυνατά. Αγαπώ και τα μυρμήγκια, γιατί προστατεύουν τον χειμώνα τους. Εγώ δεν μπορώ. Εγώ βγαίνω στον ήλιο και τη βροχή. Πέρασα πολλές καταιγίδες, οι οποίες με όπλισαν χωρίς να είναι όπλα. Ρουθούνι δεν άνοιξε.”Επιφυλλάσσομαι”, τους λέω κάθε φορά αλλά παραμένω χωμένη στη γωνιά μου. Όχι γιατί φοβάμαι. Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν τρομάζω με τίποτα, είμαι στην Ιθάκη μου».

Ήσουν πάντα η γυναίκα -“αντί”;.

«Τις απαγορευτικές γραμμές στη ζωή μου τις έκοψα νωρίς. Το “Γιώτα Γιάννα” είναι το σακίδιο μου και το κουβαλάω με όλη μου την πραμάτεια. Και να σου πω κάτι; Τον αετό μου τον πετάω ψηλά. Πολύ ψηλά, δεν θέλω να λεκιάζεται, δεν θέλω να μπαίνει ο ήλιος και να τρυπάει, έχω άλλη κουλτούρα και άλλη άποψη στη ζωή. Ξέρω όμως, και τι νούμερο παπούτσι φοράω και πού πατάω. Και δεν το ξεχνάω ποτέ… Νούμερο 37».

Η Γιώτα Γιάννα έχει μια περίεργη σχέση με τη δημοσιότητα. Όταν οι προβολείς πέφτουν πάνω της, τρέχει σαν αγριοπούλι να ξεφύγει από τους θηρευτές της και όταν σβήνουν ανάβει όλα τα κεράκια του μικρού διαμερίσματός της, να υπάρχει κάτι να φωτίζει στο σκοτάδι. «Δεν γουστάρω δηθενιές και δημοσιότητες. Είμαι αρκετά ψαγμένος άνθρωπος για να διαπραγματευτώ τις λέξεις και τις θέσεις μου. Με βλέπουν πάνω στη σκηνή, μια γυναίκα να τραγουδάει, και δεν μπορούν να σκεφτούν τι γκάμα έχει μέσα της. Ντροπή ρε παιδιά, γνωριζόμαστε. Το alter ego μου είναι το τραγούδι. Είμαι καλλιτέχνης ρε παιδιά, κρίμα που αναγκάζομαι να το πω εγώ γιατί το ξεχνούν οι άλλοι. Δεν θέλω να είμαι κάθε μέρα στις τηλεοράσεις γιατί μπορεί να σκουντουφλίσω και να πέσω. Θα μπορούσα να είμαι τώρα, πρώτο όνομα στις τηλεοράσεις αλλά δεν αφήνω να μου λεκιάσουν το αυθεντικό κομμάτι μου, είναι καθαρή η φορεσιά μου γιατί με χωράει και την χωράω… Τι μου λείπει από την τηλεόραση; Η θλίψη. Ανοίγουν τα κουτάκια και βλέπεις μια περιφερόμενη χαρά από το πρωί έως το βράδυ. Την αγαπώ ως Μέσο, είναι ένα παράθυρο στον κόσμο αλλά θέλει να κάνει ενέσεις χαράς στους τηλεθεατές και αυτό δεν το δέχομαι».

Λατρεύει τα παιδιά και ας μην απέκτησε δικά της.

«Τα άσπρα ρούχα δεν ήταν για ΄μενα. Αλλά αγάπησα πάρα πολύ στη ζωή μου, και αγαπήθηκα. Νιώθω ένας γεμάτος άνθρωπος και έχω πάρει τόση αγάπη που ίσως ορισμένες φορές, να μην την κατάλαβα. Αναρωτιόμουν: γίνεται αυτό; τόσο μεγάλη αγάπη, τόσο απλόχερα;»

Κοιμάται λίγες ώρες, πίνει, καπνίζει, ξενυχτά, οι ρυτίδες είναι το παράσημό της στη ζωή. Ζει αποκλειστικά από τα live της και μια γκαρσονιέρα που νοικιάζει στους Αμπελόκηπους. «Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Μου αρέσει να μοιράζονται τα χρήματα, να πηγαίνουν μέχρι τον τελευταίο, να ζει και αυτός. Δεν μου αρέσουν τα νούμερα. Τα κοιτώ υποχρεωτικά, μόνο όταν πρέπει να πληρώσω λογαριασμούς. Όχι σύνταξη δεν παίρνω γιατί δεν μου έβαλαν ποτέ ένσημα ως μουσικό ή τραγουδίστρια. Μην νομίζεις ότι και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα αφεντικά – μαφιόζοι».

Σηκώνεται όρθια, πιάνει στο χέρι τη φυσαρμόνικά της και παίζει τρία τραγούδια στη σειρά. Με μια ανάσα.

«Η φυσαρμόνικα θέλει γερά πνευμόνια. Ξέρω ότι ο ήχος δεν περνά στο χαρτί αλλά θέλω να παίξω. Μωρέ ξέρεις τι συμβαίνει με ΄μενα; Έχω δικαίωμα για ζωή, περιμένω ακόμη ανθρώπους. Θέλω να την κερδίσω τη ζωή. Λέω στον εαυτό μου και τους άλλους “είμαστε πάνω, είμαστε ακόμη εδώ ρε παιδιά, πατάμε το χώμα που θα πάμε. Δεν το πατάμε για να το εκδικηθούμε, το πατάμε για να σεργιανίσουμε δυνατά με μουσικές, αλήθειες και ό, τι άλλο γουστάρει η ψυχούλα μας… Θέλω να αγαπήσω εδώ, να μιλήσω εδώ, να περπατήσω εδώ, να κάνω εδώ ποδήλατο, δεν θα μπορώ εκεί. Αντέχω ακόμη πάνω στο σχοινί και δεν πέφτω για κανέναν, νυν και αεί…».

Νυν και αεί, λοιπόν…