Ένα κόκκινο ντοσιέ με απόρρητα έγγραφα, υπό τον τίτλο «Ένταξη της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», δεν θα γινόταν ποτέ υλικό για μια συναρπαστική αφήγηση. Αυτό τουλάχιστον θα υπέθετε κάποιος, αν αγνοούσε ότι το θέμα του ήταν στην πραγματικότητα η Ελλάδα και πώς θα έβγαινε από το ευρώ σε περίπτωση χρεοκοπίας. Την ύπαρξη αυτού του σχεδίου τη γνώριζαν ελάχιστοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ, και ο παραπλανητικός τίτλος χρησιμοποιήθηκε για να το κρατήσει μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Από τη στιγμή που η Κροατία έγινε μέλος της Ε.Ε., ενώ ο κίνδυνος του Grexit ήταν πιο πιθανός από ποτέ, το περίφημο Plan B αναπροσαρμόστηκε και μετονομάστηκε σε «Αλβανία: ανάλυση και σχέδιο έκτακτης ανάγκης, ενδεχόμενη χρεοκοπία 2015». Το γεγονός ότι η Ελένη Βαρβιτσιώτη και η Βικτώρια Δενδρινού κατάφεραν να το πάρουν στα χέρια τους ήταν αναμφισβήτητα δημοσιογραφική επιτυχία και ένα από τα ατού του βιβλίου τους Η Τελευταία Μπλόφα, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα τον περασμένο Ιούνιο και βρίσκεται ήδη στην 9η ανατύπωσή του, μετρώντας 36 χιλιάδες αντίτυπα.
«Το Σχέδιο Β’ ήταν άκρως απόρρητο και η μεγάλη αποκάλυψη του βιβλίου μας», λέει η Ελένη. «Μέχρι τότε, δεν το είχε δει κανείς, εκτός από εκείνους που το είχαν γράψει και τους πολύ υψηλόβαθμους αξιωματούχους». Η απόκτησή του ήταν, όπως μου επιβεβαιώνει, η πιο «κατασκοπευτική» κίνηση στην έρευνα των δύο συγγραφέων, που κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια και οδήγησε στην έκδοση ενός best seller. «Για μας, πραγματικά η απήχηση που είχε το βιβλίο ήταν μια τεράστια έκπληξη», αναγνωρίζει η Βικτώρια. «Όταν το γράφαμε, φοβόμασταν ότι αυτοί που θα το διάβαζαν θα ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Όταν πια είδαμε να το διαβάζουν ακόμα και στην παραλία το καλοκαίρι, ήταν φανταστικό, δεν υπήρχε καλύτερο συναίσθημα». Η Ελένη προσθέτει: «Ενώ θεωρούσαμε ότι υπήρχε μια υπερπληροφόρηση, αφού αυτή η ιστορία είχε χιλιοειπωθεί από όλες τις μεγάλες εφημερίδες και τα κανάλια του πλανήτη, εμείς αποφασίσαμε να την ξαναπούμε από την αρχή. Θεωρούσαμε ότι δεν θα το διαβάσει πολύς κόσμος, αλλά θέλαμε να το κάνουμε και για να το βγάλουμε από μέσα μας, ίσως σαν ψυχοθεραπεία περισσότερο».
Γεγονότα & προσωπικότητες
Η Βικτώρια Δενδρινού και η Ελένη Βαρβιτσιώτη γνωρίστηκαν στις Βρυξέλλες, όπου δουλεύουν και οι δύο ως ανταποκρίτριες για περισσότερο από μια πενταετία, η πρώτη για το πρακτορείο Bloomberg και η δεύτερη για την Καθημερινή και τον ΣΚΑΪ. Καμιά τους δεν είχε ασχοληθεί μέχρι τότε με τη συγγραφή βιβλίου και η απόφαση να συνεργαστούν ήρθε μάλλον αυθόρμητα. «Είμαστε πολύ συμπληρωματικές στον τρόπο που δουλεύουμε», επισημαίνει η Βικτώρια. «Ως Ελληνίδες δημοσιογράφοι, βρεθήκαμε σε ένα ξένο περιβάλλον να καλύπτουμε μαζί την κρίση που περνούσε η χώρα μας», εξηγεί η Ελένη. «Ήταν μια δύσκολη κατάσταση, γιατί από τη μια νιώθαμε στο πετσί μας όσα συνέβαιναν και από την άλλη έπρεπε να τα μεταφέρουμε στις ανταποκρίσεις μας. Το καλοκαίρι του ’15, όταν τα γεγονότα έγιναν τόσο δραματικά που μας επηρέαζαν και ψυχολογικά, είπαμε ότι αυτή την ιστορία έπρεπε κάποια στιγμή να τη γράψουμε». Έτσι ξεκίνησε μια σειρά συνεντεύξεων με πρόσωπα που έπαιξαν επιτελικό ρόλο στα γεγονότα, 95 τον αριθμό, συνολικής διάρκειας 230 ωρών – και, αν δεν είχαν deadline από τον εκδοτικό οίκο, παραδέχονται ότι θα μπορούσαν να συνεχίζουν ακόμα! «Μιλήσαμε με πρωταγωνιστές από όλες τις πλευρές για να ανασυνθέσουμε ουσιαστικά τους διαλόγους και να γράψουμε ό,τι διαδραματίστηκε, χωρίς όμως να λέμε ποιος ακριβώς μας είπε τι, γι’ αυτό και αναφέρουμε ότι οι συνεντεύξεις ήταν off the record», λέει η Βικτώρια. «Δεν συμπεριλάβαμε, όμως, τίποτα στο βιβλίο που να μην είναι επιβεβαιωμένο από δεύτερη πηγή. Χρησιμοποιήσαμε, επίσης, πολύ γραπτό υλικό – έγγραφα, πρακτικά, e-mails και μηνύματα διάφορα». Όσο για το πώς προστάτευσαν τις πηγές τους, δεν χρειάστηκε να κάνουν ακρότητες για να διατηρήσουν τη μυστικότητα, αφού λόγω επαγγέλματος είναι φυσικό να συναντούν τέτοιες προσωπικότητες.
Το σασπένς ήταν κάτι που προέκυψε από την ίδια την πραγματικότητα. «Η ιστορία από μόνη της είναι ξεχωριστή και τρομερά ενδιαφέρουσα, γιατί ώς έναν βαθμό είχε να κάνει με τόσο έντονους χαρακτήρες», επισημαίνει η Βικτώρια. «Συχνά αισθανόμασταν πως ό,τι άκουγε ο κόσμος από τα ΜΜΕ για την κρίση ήταν στεγνό -αριθμοί, πλεονάσματα, μεταρρυθμίσεις-, ενώ εμείς θέλαμε να δώσουμε ένα πιο προσωπικό στοιχείο στην όλη ιστορία, ώστε να μπορέσει να μπει κανείς στη θέση των πρωταγωνιστών». Για την Ελένη υπήρξαν στην υπόθεση ανατροπές τις οποίες μπορεί να μην τις σκεφτόταν ούτε ο καλύτερος σεναριογράφος: «Τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να είναι fiction, ένα θρίλερ μυθοπλασίας, αλλά έγιναν και είχαν πολλές εκπλήξεις. Εκείνο που συνειδητοποιήσαμε είναι ότι για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν εκατομμύρια ανθρώπους παίζουν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο οι διαπροσωπικές σχέσεις, η ψυχολογία, τα πάθη, οι αδυναμίες, οι ικανότητες. Δηλαδή, οι αποφάσεις που παίρνονται για μένα και για σένα, τελικά, σε μεγάλο βαθμό, βασίζονται και σε πολύ προσωπικό επίπεδο».
Αντικειμενικότητα «off the record»
Μπορεί να μην αποκαλύπτουν τις πηγές τους, όμως, σύμφωνα με την Ελένη, μια σαφής ένδειξη για την εγκυρότητα όσων αφηγούνται είναι ότι αφότου κυκλοφόρησε το βιβλίο δεν δέχτηκαν καμία διάψευση: «Αυτό ήταν που μας ενδιέφερε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Αρνητικά σχόλια μπορεί να υπάρξουν, όταν όμως γράφεις ένα τέτοιο βιβλίο, δεν περιμένεις να αρέσει σε όλους. Το αντίθετο, μάλιστα, δεν θα έπρεπε να αρέσει σε όλους, ειδικά στους πρωταγωνιστές». Αυτή ακριβώς η παρατήρηση είναι και για τη Βικτώρια καθοριστική: «Δημοσιογραφικά μιλώντας, λέμε πως αν κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν είναι πολύ χαρούμενος με αυτό που έχεις γράψει, τότε έχεις κάνει καλή δουλειά. Όταν όλοι αισθάνονται λίγο άβολα με αυτό που έχει βγει, σημαίνει ότι έχεις αποδώσει τους χαρακτήρες σωστά, γιατί έγιναν από όλους μεγάλα λάθη».
Θα μπορούσαν να πουν ότι το βιβλίο τους συνιστά μια ιστορική καταγραφή των γεγονότων; «Αυτό που καταλάβαμε είναι πόσο δύσκολο είναι να γίνει ιστορική καταγραφή», απαντά η Ελένη. «Γιατί με κάποιους μιλήσαμε μέχρι και τρία χρόνια μετά, οπότε υπήρχε το ενδεχόμενο να μη θυμούνται τα πράγματα ακριβώς όπως είχαν γίνει, ενώ πολλοί είχαν δώσει εξηγήσεις για τον τρόπο που είχαν ενεργήσει, οπότε, έμπαινε μια υποκειμενικότητα στον τρόπο που παρουσίαζαν τα γεγονότα. Συγχρόνως, εμείς οι ίδιες δεν είμαστε ιστορικοί. Έχοντας ζήσει τα γεγονότα, έχουμε μια άποψη, δεν είμαστε tabula rasa. Αλλά προσπαθήσαμε να είμαστε όσο πιο αντικειμενικές γινόταν». Η Βικτώρια προσθέτει: «Ήταν πάρα πολύ σημαντικό για μας να μιλήσουμε με όλες τις πλευρές, για κάθε γεγονός, για κάθε σκηνή που περιγράφουμε, γιατί προφανώς διαφορετικά δικαιολογεί κάποιος Γερμανός, ας πούμε, κάτι στο μυαλό του, διαφορετικά κάποιος Έλληνας, διαφορετικά κάποιος από τους θεσμούς. Οπότε, προσπαθήσαμε να συνθέσουμε μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική εικόνα, με βάση τον όγκο των πληροφοριών που είχαμε στη διάθεσή μας. Σε κάθε συνέντευξη που κάναμε, πάντα ρωτούσαμε στο τέλος: “Εσείς, ποιοι πιστεύετε ότι ήταν οι δύο-τρεις άνθρωποι που έπαιξαν κομβικό ρόλο;”, γιατί νομίζω ότι ήταν πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις τη διαφορετική οπτική των Αμερικάνων, των Γάλλων, των Ευρωπαίων, των Ελλήνων».
Τα δικά τους συμπεράσματα
Υπάρχει, κατά τη γνώμη τους, κάποιος πολύ παρεξηγημένος στην όλη ιστορία; «Δεν νομίζω», απαντά η Ελένη, «απλώς θεωρώ ότι πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι τόσο “άσπρο – μαύρο” όσο τα έχουμε στο μυαλό μας. Δηλαδή, και οι Ευρωπαίοι μπορεί να είχαν δαιμονοποιήσει κάποιους στην Ελλάδα, οι οποίοι όμως προφανώς ενεργούσαν όπως ενεργούσαν γιατί είχαν τους λόγους τους. Αντίστοιχα, οι Έλληνες είχαν δαιμονοποιήσει πάρα πολλούς έξω, οι οποίοι όμως δεν ήταν όπως τους παρουσίαζαν και δεν συμπεριφέρονταν έτσι επειδή ήταν απλώς κακοί προς την Ελλάδα. Όλοι οι χαρακτήρες είναι πολύ πιο γκρι από όσο τους περιγράφουμε, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό». Το ίδιο κρίνει και η Βικτώρια, η οποία προσθέτει: «Σε μια ιστορία -και πολύ περισσότερο στη συγκεκριμένη- δεν έχεις ποτέ τον απόλυτο κακό ή τον απόλυτο καλό. Όταν βρίσκεσαι σε μια Ένωση με 28 κράτη-μέλη, έχεις και τόσα πολιτικά συμφέροντα, και κόμματα, και πεποιθήσεις. Είναι πάρα πολλές οι ισορροπίες που πρέπει να τηρούνται».
Από την κυκλοφορία του βιβλίου τους έως σήμερα, έχουν μεσολαβήσει οι εκλογές και η αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα, οπότε τις ρωτάω πώς βλέπουν πια τα πράγματα από τα πόστα τους, στις Βρυξέλλες. «Είναι αρχή ακόμα», απαντάει η Βικτώρια, «σίγουρα, όμως, η Ελλάδα συζητιέται πολύ λιγότερο και τα πράγματα είναι πολύ πιο ομαλά. Η ομαλότητα αυτή, βέβαια, υπήρχε ούτως ή άλλως τον τελευταίο χρόνο, οπότε δεν θα έλεγα ότι από τη μια κυβέρνηση στην άλλη έχει αλλάξει κάτι δραματικά». Η Ελένη θίγει μια επιπλέον διάσταση: «Είναι η πρώτη φορά μέσα στην κρίση που ακούς μια κυβέρνηση η οποία είναι τόσο υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων, υπέρ των μεταρρυθμίσεων, υπέρ όλων αυτών που πρεσβεύουν και οι Βρυξέλλες. Οπότε, νομίζω ότι θεωρούν ότι έχουμε έναν πρωθυπουργό που δεν θα έρθει να τα αλλάξει όλα και θα συνεχίσουμε σε μια ομαλή πορεία».
Είναι, τελικά, το βιβλίο τους φιλοευρωπαϊκό; «Φιλοευρωπαϊκό δεν ξέρω», λέει η Ελένη, «απλώς επειδή εμείς μένουμε στις Βρυξέλλες και έχουμε σαφώς μεγαλύτερη πρόσβαση στους Ευρωπαίους αξιωματούχους, σίγουρα είναι πιο έντονο το ευρωπαϊκό στοιχείο και η δική τους οπτική». Η Βικτώρια, πάλι, υπογραμμίζει πόσο ήθελαν να κάνουν τον αναγνώστη να καταλάβει την κάθε πλευρά: «Αν ήσουν Έλληνας και παρακολουθούσες ελληνικά ΜΜΕ, σίγουρα καταλάβαινες πολύ περισσότερο γιατί η ελληνική κυβέρνηση έκανε αυτά που έκανε, αλλά δεν καταλάβαινες απαραίτητα τι γινόταν πίσω από τον Γιούνκερ, ή πίσω από την Μέρκελ, ή πίσω από τον Ντάισελμπουμ. Εμείς που ήμασταν στις Βρυξέλλες είχαμε πολύ καλύτερη αίσθηση ουσιαστικά του γιατί οι Ευρωπαίοι συμπεριφέρονταν έτσι. Οπότε, σίγουρα, στο βιβλίο τουλάχιστον, ήταν πιο ξεκάθαρη η αιτιολόγηση των πράξεων των Ευρωπαίων».
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Μιχαηλίδης