Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μιλάει για την ομοφοβία, την Ευτυχία και άλλες ιστορίες

Μια φράση ακούγεται συχνά στο ελληνικό θέατρο: «Υπάρχουν οι ηθοποιοί και υπάρχει και η Καραμπέτη». Ίσως αυτή να περικλείει απόλυτα το μέγεθός της. Από τον Πάνο Ζόγκα

Μπαίνει στο ξενοδοχείο και ένα group από Ιρλανδούς τουρίστες γυρίζουν το κεφάλι τους και καρφώνουν το βλέμμα τους πάνω της. Ναι, η Καρυοφυλλιά έχει αυτό το χάρισμα, αυτή την αύρα των ανθρώπων που νιώθεις ότι είναι ξεχωριστοί, ανεξαρτήτως αν τους ξέρεις ή όχι. Είναι η μέρα που έχει ρεπό. Κάθεται αναπαυτικά στον καναπέ, πίνει καφέ, είναι εξαιρετικά περιποιημένη και έχει καθαρά, ζωντανά εκφραστικά μάτια που σε κοιτούν κατά πρόσωπο. Νομίζω πως σε ένα κείμενο για εκείνην μπορείς να επιστρατεύσεις πολλά κλισέ. Όπως το ότι είναι η πιο σημαντική ηθοποιός της γενιάς της. Το πιο περίεργο επίσης είναι ότι, όποιο επίθετο στον υπερθετικό βαθμό κι αν χρησιμοποιήσεις δίπλα στο όνομά της δεν θα φανείς υπερβολικός. Ο φετινός χειμώνας είναι απαιτητικός γι’ αυτήν, με δύο παραστάσεις και μια ταινία, την Ευτυχία. Όταν θα διαβάζετε αυτήν τη συνέντευξη, θα έχει ήδη ανέβει στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και η παράσταση Lulu, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Ένα έργο στο οποίο η Καρυοφυλλιά είχε παίξει ακριβώς πριν από 30 χρόνια και είχε ανέβει στο Ανοιχτό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη και με συμπρωταγωνιστή τον Μηνά Χατζησάββα – δύο άνθρωποι που υπήρξαν φίλοι της και έχουν φύγει από τη ζωή. Η πρώτη ερώτηση που της κάνω είναι αν νοσταλγεί εκείνες τις εποχές, αν τις αναπολεί. Πίνει μια γουλιά καφέ, χαμογελάει και μου απαντά με αποφασιστικότητα.

Η Καρυοφυλλιά και ο χρόνος

«Δεν θέλω να νοσταλγώ, προτιμώ να εστιάζω στο τώρα. Είμαι άνθρωπος της δράσης. Ξυπνώ κάθε πρωί και η σκέψη μου είναι στη μέρα μου, στο σήμερα. Μόνο αυτό που ζούμε σήμερα είναι πραγματικό, τίποτ’ άλλο δεν υφίσταται. Το παρελθόν ήταν υπέροχο, γιατί ήταν τα νιάτα μας, η ξεγνοιασιά μας – και όλη η ομορφιά της ζωής στα πόδια μας. Μας δίδαξε πολλά, τώρα όμως πέρασε στη μνήμη. Όλα άλλαξαν, κάποιοι αγαπημένοι μας χάθηκαν. Όσο όμως υπάρχουμε, η ζωή συνεχίζεται, έντονη, απαιτητική, αιφνιδιαστική, γι’ αυτό επενδύω στο παρόν. Φέτος, ζω την απίστευτη σύμπτωση και τα δύο έργα που θα παίξω -τη Lulu και τις Τρεις Αδερφές του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά- να τα έχω παίξει και παλαιότερα στο Ανοιχτό Θέατρο, σε διαφορετικούς ρόλους και στα δύο». Της λέω πως τη θυμάμαι ως Lulu. «Ναι, τότε έκανα τη Lulu, τώρα την ομοφυλόφιλη κόμισσα Γκέσβιτς που καταστρέφεται από τον έρωτά της για τη Lulu. Υπάρχει μέσα μου ολοζώντανη η μνήμη εκείνης της παράστασης, η σκηνοθεσία του Γιώργου, η φωνή και η εικόνα του Μηνά, οι ερμηνείες όλων μας· χρώματα, μουσικές. Τώρα όμως με απασχολεί η καινούργια παράσταση. Θυμάμαι με αγάπη και νοσταλγία τα παλιά χρόνια, αλλά δεν είμαι από τους ανθρώπους που τους αρέσει να λένε “Τι καλά που ήμασταν τότε!”. Είμαι από αυτούς που θέλουν να λένε “Τι καλά που είμαστε σήμερα!”. Είμαι ακόμα εδώ, υπάρχω. Έχω την ευκαιρία να βλέπω τον ήλιο, να αγαπώ, να δημιουργώ, να έχω ανθρώπους που εκτιμώ βαθιά και που με εμπιστεύονται για τις δουλειές τους. Δεν θέλω να μένω κολλημένη στο παρελθόν. Η Lulu τότε ήταν τεράστια επιτυχία, ήταν σαν ευλογία για μένα, αλλά ανήκει σε εκείνη την εποχή. Και η σημερινή Lulu είναι μια εντελώς διαφορετική παράσταση».

Ένας πρόχειρος απολογισμός

Μιλάμε για πολλά. Ένα από αυτά είναι και το αν είναι ικανοποιημένη από αυτά που έχει πετύχει. «Επαγγελματικά, ναι. Είχα τη χαρά να παίξω σπουδαίους ρόλους, σε μεγάλα έργα και με εξαιρετικούς συνεργάτες. Σε προσωπικό επίπεδο, η πορεία μου ήταν και είναι ένα ταξίδι συναρπαστικό, με πολλές χαρές, πολλές λύπες, χωρισμούς και απώλειες, αλλά αισθάνομαι ότι είμαι από τις προνομιούχες που μπορούν να λένε ότι η ζωή, παρ’ όλα αυτά, είναι ωραία. Και αυτό γιατί είχα μέχρι τώρα την τύχη να μη με χτυπήσει με τα τρομερά πράγματα που έχουν συντρίψει άλλους, δηλαδή με ανίατες αρρώστιες ή με κάτι οριακό. Ό,τι άσχημο μου έχει συμβεί, ήταν πάντα σε θέματα που μπορούσα να τα παλέψω». Της λέω ότι, πέρα από τις ασθένειες, στο μενού των σύγχρονων προβλημάτων έχει μπει και το οικονομικό. «Φυσικά, αλλά αυτό είναι κάτι που αντιμετωπίζεται. Και είναι κάτι που όλοι το ζήσαμε στο πετσί μας. Αλλά αν έχεις υγεία, σωματική και ψυχική, όλα αντιμετωπίζονται. Για αυτό και νιώθω ευγνώμων που μου έχει χαριστεί το προνόμιο να μπορώ ακόμα να λέω ότι η ζωή είναι ωραία».

Το όνομά της

Υπάρχει μια φήμη πως όταν ξεκινούσε πολλοί ήταν εκείνοι που τη συμβούλευαν ν’ αλλάξει το όνομά της, γιατί δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει καριέρα με αυτό. «Μου είπαν τότε ότι είχε έρθει ο Δημήτρης Χορν στη Lulu για να δει ποια είναι αυτή η ηθοποιός που τολμάει να κάνει καριέρα με τέτοιο όνομα. Επίσης, ο αγαπημένος μου Κωνσταντίνος Τζούμας, πολύ πριν να γίνουμε φίλοι, είχε πει: “Καλά, αυτή εξακολουθεί να λέγεται και Καρυοφυλλιά και Καραμπέτη;”. Αυτό είναι όμως το όνομά μου, με αυτό γεννήθηκα. Αυτό μου έδωσαν και, ενώ είναι ένα όνομα που δεν μου άρεσε και ποτέ, αυτή είμαι και με αυτό πορεύομαι».

Οι επιλογές και τα χρήματα

«Φυσικά και θα ήθελα να ήμουν πλούσια -ποιος δεν θα ήθελε;- για να μη με βαραίνει το άγχος της επιβίωσης και για να έχω άπειρο ελεύθερο χρόνο να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο. Μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Βλέπεις καινούργιους ορίζοντες, ανοίγει το μυαλό σου. Από την άλλη όμως, η ζωή είναι επιλογές κι εγώ επέλεξα εκείνα που είχαν μεγαλύτερη σημασία για μένα: την τέχνη, τον έρωτα, τους φίλους μου, τη δημιουργία, το να τα έχω καλά με τον εαυτό μου και τις αρχές μου. Στην Ελλάδα που ζούμε, η τέχνη και οι αμοιβές είναι αυτό που λέμε στα Μαθηματικά “Ποσά αντιστρόφως ανάλογα”. Μακάρι να είχα τη δυνατότητα να αμείβομαι εξαιρετικά από το είδος θεάτρου που αγαπώ, το avant garde, το αυστηρά καλλιτεχνικό, αλλά αυτό δεν γίνεται και το έχω αποδεχτεί. Έτσι είναι, κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις – και μ’ αυτή την επιλογή θεωρώ ότι έχω μόνο κερδίσει. Αν έχω πρόβλημα επιβίωσης; Μα και βέβαια, δεν έχω άλλους πόρους εκτός από τη δουλειά μου κι αν δεν δουλέψω σκληρά δεν θα έχω να φάω. Οι αμοιβές στο θέατρο που επιλέγω να κάνω είναι πάρα πολύ χαμηλές, οπότε αν μείνω άνεργη για λίγους μήνες, θα έχω θέμα. Για αυτό και κάνω πρόβες για δύο παραστάσεις ταυτόχρονα, ώστε να υπάρχει δουλειά όταν κατέβει η πρώτη. Παλαιότερα, είχαμε την πολυτέλεια να παίζεται μια παράσταση από τον Οκτώβριο μέχρι το Πάσχα, τώρα η κρίση δεν το επιτρέπει. Τα έργα δεν αντέχουν παραπάνω από δυόμισι μήνες. Αλλά, όπως σου είπα, είναι επιλογή μου. Αλλιώς θα πήγαινα να παίξω σε μια εμπορική κεντρική σκηνή ή σε ένα καθημερινό σίριαλ, αλλά δεν θέλω. Επιμένω έπειτα από τόσα χρόνια να μη θέλω πάντα το ίδιο φανατικά. Και ας αναγκάζομαι να κάνω πέντε με έξι παραγωγές τον χρόνο για να αντεπεξέρχομαι οικονομικά». Και πού είναι η προσωπική ζωή; «Στο ενδιάμεσο, που μπορείς να ξεκλέψεις λίγο χρόνο, λίγες πολύτιμες στιγμές».

Οι νύχτες της

«Δεν βγαίνω και πολύ έξω. Για την ακρίβεια, βγαίνω σπανίως. Προτιμώ να πηγαίνω σε σπίτια φίλων ή να έρχονται εκείνοι στο δικό μου. Και όλο αυτό κάπως μπήκε στη ζωή μας με την κρίση. Παλαιότερα, έβγαινα περισσότερο, αλλά από τότε που ούτε εγώ ούτε οι φίλοι μου είχαμε πια λεφτά για εστιατόρια, όλα περιορίστηκαν. Επίσης, με τόση δουλειά και τόση κούραση, δεν σου μένει πια ούτε χρόνος ούτε διάθεση για έξω. Και αν βγω, προτιμώ να πάω σε μια παράσταση ή στο σινεμά».

Στο σύμπαν της Lulu

«Ψάχνω αυτή την περίοδο να δω ταινίες ή σειρές που έχουν ως θέμα τη γυναικεία ομοφυλοφιλία, λόγω του ρόλου μου, της κόμισσας Γκέσβιτς που ερωτεύεται τη Lulu. Είδα για παράδειγμα την υπέροχη ταινία Το Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται. Διερευνώ οποιαδήποτε πηγή ή πληροφορία θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη στην κατανόηση του ρόλου. Και μέσα απ’ αυτόν υπερασπίζομαι τo δικαίωμα κάθε ανθρώπου να διεκδικεί τη σεξουαλική του ταυτότητα, ανεξαρτήτως προσανατολισμού και ενάντια στην καταπιεστική αστική ηθική. Δυστυχώς, εξακολουθεί να υπάρχει έντονη ομοφοβία. Προσωπικά, από τη νεανική μου ηλικία ακόμα, ζώντας στον καλλιτεχνικό χώρο όπου πολλοί φίλοι μας είναι ανοιχτά gay, θεωρούσα πάντα την ελευθερία στη σεξουαλική έκφραση ως κάτι δεδομένο και αυτονόητο. Σοκάρομαι από το γεγονός ότι ενώ έχουν περάσει δεκαετίες από τότε, ο ρατσισμός, η βία και ο κοινωνικός αποκλεισμός συνεχίζουν να καταδυναστεύουν ζωές. Είναι τρομακτικό να συμβαίνουν στις μέρες μας γεγονότα όπως η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Στην παράστασή μας, η Γκέσβιτς δεν είναι απλώς μια γοητευτική γυναίκα που ερωτεύεται μια άλλη γυναίκα -κάτι που ίσως μπορεί να γίνει πιο αποδεκτό αισθητικά από την αστική κοινωνία-, αλλά μια γυναίκα που έχει πολύ δυνατά αντρικά χαρακτηριστικά σε όλη τη συμπεριφορά της, στο ντύσιμο, την κίνηση, τη φωνή της. Υπάρχει μια στρέβλωση στο σώμα της, γιατί η ίδια δεν αισθάνεται άνετα μέσα σ’ αυτό. Αποκαλεί τον εαυτό της “ακρωτηριασμένο”. Λέει ότι το σώμα της δεν έχει τίποτα κοινό με τα ανθρώπινα σώματα. Προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνει για έναν άνθρωπο να έχει αυτήν τη σχέση με το σώμα του. Να μην το αντέχει, να νιώθει ότι είναι εγκλωβισμένος σε λάθος σώμα. Υπάρχει όλο αυτό το θέμα του gender. To φύλο με το οποίο γεννήθηκες και που νιώθεις ότι δεν είναι συμβατό με το κοινωνικό σου φύλο. Χαίρομαι που υπάρχει στις μέρες μας ένα μεγάλο ακτιβιστικό κίνημα υπέρ της διαφορετικότητας, ακόμα και στη μόδα, στην οποία υπάρχουν πια μοντέλα, όπως η Rain Dove για παράδειγμα, που μάχονται για την αποδοχή του diversity.

Οι συνήθειές της

Από ηθοποιούς ποιους παρακολουθεί; «Από γυναίκες κλασικά τη Meryl Streep, τη μοναδική Cate Blanchett, την Glenn Close, την Helen Mirren, την εναλλακτική Tilda Swinton και από άντρες βεβαίως τον Joaquin Phoenix, που τον θαύμασα στην απίστευτη ερμηνεία του στον Joker, τον Daniel Day-Lewis, που δυστυχώς μάς ανακοίνωσε ότι αποσύρθηκε, τον Sean Penn, τον Philip Seymour Hoffman, που τον χάσαμε τόσο πρόωρα, και πολλούς ακόμα υπέροχους ερμηνευτές». Από τηλεόραση αυτή την περίοδο βλέπει ελάχιστα, λόγω έλλειψης χρόνου. «Κολλάω όταν βλέπω εκείνες τις εκπληκτικές ξένες σειρές και θέλω να τις παρακολουθήσω όσο το δυνατόν χωρίς διακοπή. Έτσι έχω κενά στις φετινές σειρές, όπως π.χ. στο Chernobyl, γιατί δεν προλαβαίνω να τις δω, ούτε έχω χρόνο για επικά ξενύχτια. Υπήρξα φανατική του Game of Τhrones, του The Handmaid’s Tale, του Big Little Lies, του Downton Abbey. Mου άρεσαν επίσης πολύ το The Wire, το Boardwalk Empire, το Fargo, το True Detective, το Μadmen και άλλα πολλά». Επίσης, της αρέσει το κέντρο της Αθήνας. «Μένω στο κέντρο, γιατί εκεί είναι τα περισσότερα θέατρα και θέλω το σπίτι μου να είναι κοντά στη δουλειά μου, δεν έχω αυτοκίνητο και δεν μου είναι εύκολες οι μετακινήσεις. Πριν από χρόνια έμαθα να οδηγώ, πήρα κι ένα αυτοκίνητο, αλλά σε δέκα μήνες το πούλησα. Μου επέτεινε το άγχος αντί να με διευκολύνει, γιατί το κέντρο δεν ήταν ποτέ φιλικό στο παρκάρισμα. Έχανα άπειρες ώρες να ψάχνω θέση να παρκάρω, ούτε καν έξω από το σπίτι μου δεν έβρισκα». Τι φοβίες έχει; «Πολλές. Φοβάμαι τον θάνατο, τις ανίατες αρρώστιες, τους σεισμούς, φοβάμαι τα αεροπλάνα, αλλά ταξιδεύω με αυτά όταν χρειάζεται. Δεν είναι καλός σύμβουλος ο φόβος και προσπαθώ να καταπολεμώ τις φοβίες μου. Γι’ αυτό και δεν θέλω να μιλάω γι’ αυτές». Τελικά, για τι θέλει να μιλά; «Για να είμαι ειλικρινής, δεν μου αρέσει να μιλώ για τον εαυτό μου. Νιώθω άβολα με τις συνεντεύξεις, δεν τις αγαπώ, είμαι πολύ εσωστρεφής άνθρωπος. Άλλωστε και η δουλειά που κάνουμε εμείς οι ηθοποιοί μάς εκθέτει πολύ στο δημόσιο μάτι και ξέρω ότι υπάρχουν και άλλοι σαν εμένα που δεν τους αρέσει αυτή η συνεχής έκθεση. Αναγκαζόμαστε να μιλάμε στα Μέσα, γιατί το επιβάλλουν οι κανόνες της αγοράς, η ανάγκη της προώθησης μιας καινούργιας παραγωγής. Θα ήμουν ευτυχής αν κάποτε σταματούσε αυτός ο τρόπος διαφήμισης, γιατί είναι ψυχοφθόρο για έναν καλλιτέχνη εκτός από το ουσιαστικό αντικείμενο της δουλειάς του να πρέπει να αντιμετωπίζει και το άγχος των συνεντεύξεων. Εξάλλου, φαίνεται ποιος είναι ο καθένας μας μέσα από το έργο του και τις επιλογές του – και αυτό είναι που έχει σημασία».

Φωτογραφίες Κοσμάς Κουμιανός, Βοηθός φωτογράφου Γιώργος Μακρής

Make-up/Hair Styling Ελισάβετ Δέρε, Styling Αλεξία Μπελογιάννη