Έχουµε ραντεβού σε ένα καφέ της Πανόρµου. «Κερνάω εγώ σήµερα. Έχει γενέθλια ο γιος µου, γίνεται 26», µου λέει µόλις µε βλέπει. Έχει νεύρο και ενέργεια, αλλά κάποιες στιγµές µπορεί να γίνει ο ορισµός του cool και του «τίποτα δεν είναι πιο σηµαντικό από το σήµερα και το τώρα». Γράφει από το 1982. Ξεκίνησε από τον Ταχυδρόµο, έζησε τις χρυσές δεκαετίες των περιοδικών, δούλεψε για πάνω από 15 χρόνια στις εκδόσεις του Πέτρου Κωστόπουλου, έχει γράψει 15 βιβλία, 10 θεατρικά έργα και τα σενάρια για τρεις ταινίες και δύο σίριαλ – και συνεχίζει. Επιµένει ότι το µεγάλο της πάθος παραµένει το γράψιµο και ότι δεν έχει σκοπό να το εγκαταλείψει, για πολύ καιρό ακόµα. Πάντα είναι ωραίο να συζητάς µε τη Μανίνα. Αφορµή αυτήν τη φορά είναι το νέο της βιβλίο µε τίτλο Μη Φοβάσαι, ένα αστυνοµικό θρίλερ µε µεταφυσικές προεκτάσεις, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.
Ποια είναι η υπόθεση του βιβλίου;
Το βιβλίο το τελείωσα πέρσι το καλοκαίρι και ήταν να βγει τον Ιανουάριο, αλλά πέσαµε πάνω στον κορονοϊό, έγινε αναστολή πολλών εκδόσεων και είπαµε να το βγάλουµε τώρα τον Ιούλιο. Ο τίτλος είναι πολύ θετικός και η υπόθεση έχει να κάνει µε κάποιον που σκοτώνει γέρους. Θεωρήσαµε ότι είναι σαν προφητικό. Και εγώ που το ξαναδιάβασα µετά από καιρό σοκαρίστηκα. Είναι πάλι η ηρωίδα από τα δύο βιβλία της τριλογίας της Αθήνας, η ξεναγός Δώρα, µε τις µεταφυσικές ικανότητες, που ξέρει τι σκέφτονται οι άλλοι, προβλέπει γεγονότα και µπλέκεται στο µυστήριο. Είναι χωρισµένη, ο πρώην της είναι gay, έχει δύο παιδιά (γιο 20 και κόρη 18), έναν -τουλάχιστον- γκόµενο, είναι 43 χρονών, δεν ξέρω µέχρι πού θα φτάσει, και το µυθιστόρηµα έχει αστυνοµική πλοκή. Ήθελα να δούµε παρέα πώς εξελίσσεται η ζωή της.
Η δική σου ζωή πώς εξελίσσεται αυτή την περίοδο;
Εξελίσσεται όπως για τους περισσότερους από εµάς. Όλα είναι µετέωρα – διακοπές, δουλειές, λεφτά, σχέσεις. Η έκφραση «Δεν ξέρουµε τι µας ξηµερώνει» είναι πολύ κατάλληλη για την εποχή. Έτσι αισθάνοµαι, στον αέρα. Πηγαίνω σε ηµιεπαγγελµατικά ραντεβού µε ελαφριά ανησυχία, µετά ξεχνιέµαι, κάνω να αγκαλιάσω µια φίλη, τραβιόµαστε και οι δύο. Δεν είναι ακριβώς φόβος, αλλά ούτε και χαλαρότητα, προτιµάµε όλοι να είµαστε υγιείς παρά να είµαστε cool. Θα ηρεµήσουµε σιγά-σιγά, η κανονικότητα θα γίνει πραγµατικά κανονική, απλώς θέλει υποµονή. Γενικά, σκάω γάιδαρο, περιµένω και, στο µεταξύ, όλο και κάτι γράφω – βιβλίο, θεατρικό, σενάριο, κείµενο, οτιδήποτε, φτάνει να µην περιµένω έτσι ξερά, να µην αισθάνοµαι ότι είµαστε στην αναµονή, άρα µετέωροι και εγώ και όλος ο κόσµος.
Πώς βλέπεις την εποχή µετά τον εγκλεισµό;
Περίεργα. Νοικιάζω ένα διαµέρισµα κάθε καλοκαίρι στη Θάσο για έναν µήνα, τον Ιούλιο, και µου είπε η ιδιοκτήτρια πως έχουν κλείσει τα σύνορα, φέτος θα είµαστε µόνοι µας εκεί. Νοικιάζει δωµάτια, αλλά έχει κλείσει µόνο το δικό µου. Το καλοκαίρι στο νησί θα είναι εντελώς διαφορετικό. Είναι που έλεγε ο πατέρας µου παλιά: «Θα συναντηθούµε αύριο το µεσηµέρι, αν θέλει ο Θεός ή ο Βούδας ή ό,τι πιστεύει ο καθένας». Εµείς, µία µέρα πριν από το lockdown, συναντηθήκαµε στην πλατεία Μαβίλη µε κάτι φίλους και είχαµε δώσει ραντεβού για την επόµενη εβδοµάδα. Τελικά, έγινε το lockdown και δεν συναντηθήκαµε. Γενικά, έτσι θα είναι η ζωή µας από δω και πέρα. Τα πάντα µπορούν να ανατραπούν. Ό,τι σχέδια κάνουµε πρέπει να είναι για την επόµενη µέρα, όχι για τον επόµενο µήνα. Παλιά λέγαµε: «Τον χειµώνα θα κάνουµε αυτό». Ε, τώρα το κόψαµε.
Τι σου δίνει ενέργεια;
Ο ύπνος. Αν δεν έχω κοιµηθεί καλά, δεν µου πάει καλά η µέρα. Είναι θολό το µυαλό µου, κλαίω. Το πρόγραµµά µου; Το πρωί πάω τα παιδιά στο σχολείο, γυρίζω και κοιµάµαι. Μετά τις 12 ξεκινάει η µέρα µου, κάνω µισή µε µία ώρα γιόγκα και κοιλιακούς, µετά µαγειρεύω και γύρω στις τρεις κάθοµαι και γράφω στο laptop. Ξεκινάω να γράφω, µε διακοπές για τις καθηµερινές δουλειές. Το απόγευµα είναι τα ίδια, µε την οικογένεια, αλλά αν κοιµηθούν όλοι νωρίς, ξανακάθοµαι στις 12 και γράφω.
Νοσταλγείς καθόλου το παρελθόν, τα παλιά;
Μπα, τα σκέφτοµαι και χαµογελάω. Όταν θα βρεθούµε µε τον Γιώργο Παυριανό, τον Πανόπουλο, τον Νένε, τον Ευσταθίου, θα κουβεντιάσουµε τα παλιά. Τις προάλλες, θυµόµασταν που πριν από 100 χρόνια είχα έναν γκόµενο µε µηχανή και την είχαµε κάνει τετρακάβαλο. Ο οδηγός, ο Νένες, ο Ευσταθίου και εγώ πήγαµε από το Hilton στην Κηφισιά. Απορώ πώς δεν σκοτωθήκαµε εκείνο το βράδυ. Αυτό που σκέφτοµαι δεν είναι η εποχή, είναι το ότι ήµασταν 25 ή 30. Αλλά όχι, δεν νοσταλγώ. Δεν είµαι από τους ανθρώπους που σκέφτονται: «Τι καλά που ήταν τότε». Συνήθως, όταν αρχίζουµε τέτοιες συζητήσεις λέω: «Άντε µωρέ!». Ίσως επειδή έχω και µικρά παιδιά, τα δίδυµα είναι 11 και ο µεγάλος γιος µου 26, οπότε είµαι ακόµα ενεργή. Δηλαδή, υπάρχει η δουλειά της µαµάς. Φαντάζοµαι, όταν φύγουν από το σπίτι, θα έχω χρόνο να νοσταλγήσω. Δεν θα µε απασχολούν και τα γκοµενικά, µια χαρά.
Νοµίζω ότι από µια ηλικία και µετά ηρεµείς και µε τις σχέσεις και µε τα γκοµενικά.
Ναι, µεγαλώνοντας βαριέσαι. Αφορά µια περίοδο της ζωής µας. Αλλά, από χαρακτήρα, δεν νοσταλγώ. Τώρα, επειδή γράφω κάποια κείµενα για το Φεστιβάλ των Φιλίππων και το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, µπήκα στο Google Earth και έβλεπα τους δρόµους της πόλης όπου έχω µεγαλώσει. Δεν έχω πια πατρικό, έβλεπα την παλιά µου γειτονιά και έλεγα πως θα στενοχωρηθώ, αλλά δεν στενοχωρήθηκα. Δεν ένιωσα κάτι. Δεν µε ενόχλησε να βλέπω τους δρόµους.
Βγαίνεις στην Αθήνα;
Λίγο. Για ποτό βγαίνω σπανίως, προτιµώ να πηγαίνω για καφέ µε φίλους – και τότε ακόµα µε έναν-έναν. Μετά το lockdown δεν νιώθω άνετα. Είµαι ακόµα σε µετατραυµατικό σοκ. Άσε που δεν µου αρέσουν οι ουρές. Δεν περιµένω ούτε έξω από τον φούρνο να πάρω τυρόπιτα και σιγά µην πάω να σταθώ στην ουρά για να πιω ένα ποτό.
Η ηρωίδα της τριλογίας σου είναι µια µεταφυσική προσωπικότητα. Εσύ έχεις πάει ποτέ να σου πουν το µέλλον σου;
Δεν τα πιστεύω αυτά. Αλλά όταν η φίλη µου, η ηθοποιός Γαλήνη Τσεβά, αρχίζει και µου λέει «Τώρα είσαι σε µια περίεργη συναστρία» κ.λπ., της λέω «Άστο, µη µου πεις», γιατί θέλω να κάνω αυτό που έχω στην κεφάλα µου. Δεν θέλω να ξέρω. Μου λέει καµιά φορά «Είναι ανάδροµος ο τάδε πλανήτης, µην υπογράψεις» και της λέω «Σιγά τα πολλά λεφτά που υπογράφω». Για µένα µερικές φορές κάποια συµβόλαια είναι ανάδροµα πριν τα υπογράψω. Από την άλλη, έχω µια περίεργη διαίσθηση. Βλέπω όνειρα που µου λένε πράγµατα. Από τη µία δεν πιστεύω σε τίποτα, αλλά από την άλλη πιστεύω στα όνειρα. Κάθοµαι να τα εξηγήσω. Τι θέλουν να µου πουν, αν µου δείχνουν κάποια σηµάδια. Και έχω µια διαίσθηση ως προς τον θάνατο. Αυτό που πολλοί το έχουµε, γνωρίζουµε έναν άνθρωπο και νιώθουµε ότι έχει ένα βαρύ σύννεφο από πάνω του. Και µετά µου λέει ότι έχει ένα δράµα στη ζωή του, έστω και αν δεν µπορώ να το τοποθετήσω. Αυτό το στοιχείο έβαλα στην ηρωίδα µου, πιο αυξηµένο. Για να το ξορκίσω κατά έναν τρόπο.
Με 15 βιβλία και µε 38 χρόνια καριέρας στα περιοδικά, από το 1982, έχεις το άγχος του βιοπορισµού;
Όλο το έχω και όλο το ξεχνάω. Έχω µια µανία να υπάρχει το minimum σε µια τράπεζα -1.000 ευρώ ας πούµε- και στη διάρκεια όλου του χρόνου -κάτι που έχω από παιδί- φροντίζω να διασφαλίζω τις διακοπές του καλοκαιριού. Να υπάρχουν λεφτά για το καλοκαίρι. Μου χρωστάνε διάφορα και λέω «Έχω να παίρνω από δω κάποια χρήµατα, έχω από κει», αλλά δεν τα κυνηγάω. Κανονικά, θα έπρεπε να έχω άγχος, γιατί δεν έχω περιουσία. Όταν ο µεγάλος µου ο γιος, ο Πέτρος, ήταν πέντε χρονών, ταξιδεύαµε κάπου µε αεροπλάνο και άρχισε να κουνάει. Με ρωτάει: «Μαµά, αν πέσει το αεροπλάνο, εµείς θα γλιτώσουµε, ε;». Και του απαντάω εντελώς φυσικά: «Ναι, βέβαια, εµείς θα γλιτώσουµε. Αν πέσει το αεροπλάνο, θα πηδήξουµε στη θάλασσα, θα κολυµπήσουµε, θα βγούµε στη στεριά». Η αλήθεια είναι πως έχω αυτήν τη νοοτροπία του πεντάχρονου πως ό,τι και να γίνει, ακόµη κι αν πέσει το αεροπλάνο, θα τη γλιτώσω. Κάτι που είναι εντελώς παράλογο. Έχω την αίσθηση πως ό,τι και να συµβεί, κάτι θα γίνει στο παραπέντε και θα γλιτώσω. Είµαι από τους ανθρώπους που ζούνε για το happy end. Όταν βλέπω µια ταινία µε αγωνία, µπαίνω στη Wikipedia και βλέπω το τέλος.
Παραδίδεις µαθήµατα Συγγραφής. Τι λες στους µαθητές σου; Τι συµβουλές τους δίνεις;
Κοίτα, ως συγγραφέας, αλλά και ως δηµοσιογράφος, καταλαβαίνω ότι σε 10, άντε το πολύ σε 15 χρόνια, δεν θα υπάρχουν βιβλία. Αλλά από την άλλη, πιστεύω ότι αν γράφεις καλά πάντα θα έχεις δουλειά. Πάντα κάτι θα κάνεις. Πάντα θα χρειαστεί ένας µαλάκας να γράψει ένα κείµενο, µια λεζάντα, έναν κατάλογο, οτιδήποτε. Μπορεί να µη γράψεις το Πόλεµος και Ειρήνη ή µπορεί και να το γράψεις, ποτέ δεν ξέρεις. Αν δεν δοκιµάσεις, δεν το ξέρεις. Καθένας µας από την παλιά παρέα των περιοδικών -όλοι- κάπου δουλεύει. Λέω πάντα: «Να µάθεις να γράφεις, να εκφράζεσαι γραπτώς, γιατί σε βοηθάει να είσαι καλός άνθρωπος». Γιατί όταν είσαι εσύ µε το γραπτό σου δεν έχεις αντιζηλίες, δεν έχεις κακίες, δεν ασχολείσαι µε το τι κάνουν οι άλλοι, είσαι αφοσιωµένος και προσηλωµένος, εσύ και η οθόνη σου. Δεν έχεις µικρότητες όταν γράφεις. Σε αποσπά από την πραγµατικότητα – το γράψιµο είναι διαλογισµός. Και αν σε πάρει κάποιος και σου πει ένα κουτσοµπολιό, κάτι άσχηµο, θέλεις να κλείσεις, γιατί αυτό που κάνεις είναι καλύτερο. Εξοστρακίζει την κακία κατά κάποιον τρόπο. Και αυτό είναι σηµαντικό. Γράφοντας γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος.