«Δηλαδή, μαμά, εμείς τώρα είμαστε φυλακισμένοι;»
Κοίταξε τον πεντάχρονο γιο της που ρωτούσε. Στο μυαλό του, μετά από είκοσι μέρες υποχρεωτικού εγκλεισμού, το σπίτι είχε γίνει φυλακή. Δεν τον αδικούσε. Κάποιες στιγμές κι εκείνη το ίδιο ένιωθε. Όταν με τον άντρα της αγόρασαν εκείνο το διαμέρισμα για να παντρευτούν, ήταν σίγουρη πως τα 90 τετραγωνικά του ήταν αυτό που έπρεπε. Τα μεγάλα μπαλκόνια, ό,τι χρειαζόταν ένα ζευγάρι που ήθελε παιδιά.
Ένας κορονοϊός ήρθε για ν᾿ αποδείξει ότι και ένα άνετο μέχρι πρότινος σπίτι μπορεί να σε πνίξει… Ειδικά όταν οι τοίχοι του σε κρατούν μακριά από φίλους, γονείς, συγγενείς. Όλο σου τον κόσμο… Αυτόν που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχες φτιάξει όπως ήθελες.
Έφτιαξε την κουβέρτα στο κρεβάτι του γιου της. Ο μικρός περίμενε να του διαβάσει ένα παραμύθι, όπως κάθε βράδυ. Ο άντρας της, στο σαλόνι, έπαιζε με το τηλεκοντρόλ, αλλάζοντας κανάλια στην τηλεόραση, προσπαθώντας να διασκεδάσει την πλήξη του και να ξεγελάσει τα νεύρα του, που κάθε μέρα πλήθαιναν. Γκρίνιαζε για το παραμικρό, απειλούσε πως την επομένη θα έβγαινε έξω, θα πήγαινε στους γονείς του, θα έβλεπε τους φίλους του. Δεν άντεχε άλλο την κλεισούρα, έλεγε και φώναζε. Ούτε αυτόν μπορούσε να τον αδικήσει. Η μικρή του επιχείρηση είχε δεχτεί δυνατό πλήγμα και κανείς δεν ήξερε αν θα συνερχόταν ποτέ. Δυναμικός, αεικίνητος, και τώρα εγκλωβισμένος…
Εκείνη προσπαθούσε ν᾿ απασχολήσει δημιουργικά όλη την οικογένεια, να μην αφήσει τον εκνευρισμό να τους κυριεύσει, γιατί αν γινόταν κάτι τέτοιο, το σπίτι τους εύκολα θα μετατρεπόταν σε πεδίο μάχης… Έσπαγε το κεφάλι της για να βρίσκει τρόπους να τους κρατάει απασχολημένους, ενώ και η ίδια ένιωθε ότι πνιγόταν πια. Και δεν ήξερε και την ημερομηνία λήξης του μαρτυρίου. Τα θύματα του κορονοϊού πλήθαιναν, η κυβέρνηση έπαιρνε όλο και πιο σκληρά μέτρα και κάποιοι δεν έβαζαν μυαλό. Διακινδύνευαν όχι μόνο την υγεία τους και την υγεία των δικών τους, αλλά έκαναν μεγαλύτερη την παραμονή στο σπίτι εκείνων που είχαν συμμορφωθεί αμέσως. Από την άλλη, της έλειπαν οι γονείς της. Ήθελε τη μητέρα της, να πιουν καφέ, την αγκαλιά του πατέρα της. Χαμογέλασε όταν σκέφτηκε πως μέχρι και η πεθερά της άρχισε να της λείπει. Και τι δεν θα έδινε ν᾿ άκουγε ξανά τις επικρίσεις της για το φαγητό που ήταν ανάλατο ή να την έβλεπε να τρίβει το δάκτυλο πάνω στον μπουφέ να δει αν έχει σκόνη.
«Τι θα γίνει, μαμά; Θα μου πεις;» επέμεινε ο γιος της. «Γιατί είμαστε φυλακή; Τι κάναμε;»
«Λοιπόν, απόψε θα σου πω μια αλλιώτικη ιστορία», του είπε χαϊδεύοντας το κεφάλι του. «Για έναν ήρωα…»
«Που τον έβαλαν φυλακή;»
«Που μπήκε μόνος του εκεί!»
«Μαμά, αυτό που λες δεν γίνεται! Κανείς δεν το κάνει αυτό!» την αποπήρε ο μικρός.
«Θ’ ακούσεις και θα κρίνεις. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, ήταν πολύ δυνατός! Τον έλεγαν Ηρακλή. Κρατούσε στα χέρια του ένα πολύ μεγάλο ρόπαλο και μ’ αυτό δεν άφηνε κανέναν κακό να γλιτώσει…»
«Εντάξει, νομίζω μου αρέσει αυτό το παραμύθι», αποφάνθηκε ο γιος της και βολεύτηκε για τη συνέχεια της ιστορίας.
«Στην πλάτη του ο Ηρακλής είχε ένα σακίδιο που χωρούσε πολλά. Κυρίως, όμως, είχε χρήματα. Και κάποια πράγματα που ήταν σίγουρος πως θα είχε για πάντα…»
«Τι πράγματα; Πες μαμά!»
«Να, ας πούμε, είχε ένα μαντίλι που το ονόμαζε “ελευθερία”- τον πήγαινε όπου ήθελε και όποτε ήθελε. Είχε μια κορδέλα που την ονόμαζε “δικοί μου άνθρωποι”- τους είχε μαζί του και τους έβλεπε όποτε ήθελε και αν ήθελε. Είχε και μια πέτρα στο σακίδιο, βαμμένη με πολλά χρώματα. Την έλεγε “ανθρωπιά”. Αυτή η πέτρα είχε πολλές όψεις, όπως τα χρώματα που ήταν βαμμένη. Άλλοτε, ήταν η σκέψη και η φροντίδα για τον συνάνθρωπο. Άλλοτε, πάλι, αυτή η πέτρα λιάνιζε ό,τι είχε να κάνει με τον εγωισμό. Άλλοτε, λεγόταν αγάπη για τα ζωάκια που είχαν την ανάγκη του. Καμιά φορά και σεβασμός για τις ανάγκες του άλλου»
«Ήταν βαριά αυτή η πέτρα, μαμά;», ήρθε η νυσταγμένη ερώτηση.
«Πολύ, αγόρι μου. Κάποτε και ασήκωτη…»
«Και γιατί δεν την έβγαζε να την πετάξει;»
«Γιατί ο Ηρακλής ήξερε πως αυτή η πέτρα τον έκανε να ξεχωρίζει από τα θηρία. Τον έκανε άνθρωπο! Κάποτε, λοιπόν, ο Ηρακλής έφτασε σ’ έναν δρόμο που χωριζόταν στη μέση. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πάει από τη μια μεριά ή από την άλλη. Κοίταξε τις ταμπέλες να δει μήπως τον βοηθούσε το όνομα για να διαλέξει τον δρόμο που θα έπαιρνε, αλλά δεν έβγαλε άκρη. Ο ένας δρόμος λεγόταν “Αρετή” και ο άλλος “Κακία”…»
«Και πού πήγε τελικά;»
«Δεν ήταν εύκολο, αγόρι μου, να διαλέξει. Βλέπεις, όταν κοίταξε προς τον δρόμο της Κακίας, είδε πράγματα που του άρεσαν πολύ. Που τον βόλευαν. Είδε διασκεδάσεις, βόλτες με το ποδήλατο, επισκέψεις σε φίλους και τόσα άλλα που κάθε άνθρωπος θα ήθελε…»
«Και ο άλλος δρόμος, μαμά; Τι είχε;»
«Εκεί, αγόρι μου, υπήρχε μόνο ένα κλουβί και γύρω του τίποτα…»
«Ε, τότε ήταν εύκολο, μαμά!»
«Αυτό νόμισε και ο Ηρακλής, αλλά, εκεί που ετοιμαζόταν να πάρει τον δρόμο της Κακίας, εμφανίστηκε μπροστά του ένας σοφός γέρος που μ᾿ ένα μαγικό ραβδί τού έδειξε τι υπήρχε στο τέλος αυτού του δρόμου. Ο Ηρακλής τρόμαξε όταν είδε πως είχαν εξαφανιστεί όλα όσα του άρεσαν και υπήρχε μόνο ένας κόσμος χωρίς ήλιο, χωρίς παιχνίδια, χωρίς τους αγαπημένους του, και με πολλά δάκρυα. Ένας μεγάλος δράκος έτρωγε ό,τι αγαπούσε. Και τότε, ο γερο-σοφός τού έδειξε τι υπήρχε και στο τέλος του άλλου δρόμου. Αν έμπαινε μόνος σ’ εκείνο το κλουβί, αφήνοντας πίσω του όσα κουβαλούσε, μετά τον περίμενε ήλιος, χαρές και γέλια μαζί με τους ανθρώπους που αγαπούσε. Αλλά, πρώτα, έπρεπε να θυσιάσει όσα είχε μαζί του και να μείνει ολομόναχος στο κλουβί…»
«Και το ρόπαλο, μαμά;»
«Το ρόπαλο ήταν η δύναμή του, που έπρεπε να στερηθεί για να καταλάβει πόσο ανίσχυρος ήταν τελικά. Τα χρήματα τι να τα κάνει κλεισμένος στο κλουβί; Ούτε την ελευθερία θα είχε μαζί του, ούτε όμως και την κορδέλα με τους αγαπημένους του. Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να πάρει μαζί του. Τη βαριά του πέτρα. Για να θυμάται πως είναι άνθρωπος. Να τσακίσει με αυτήν τον εγωισμό του, να μάθει να νοιάζεται για τους άλλους. Και ο Ηρακλής, χωρίς άλλη σκέψη, διάλεξε. Πήρε τον δρόμο της Αρετής και κλείστηκε στο κλουβί».
Σιωπή επικράτησε στο δωμάτιο. Ο μικρός της την κοιτούσε με τα χειλάκια του σφιγμένα.
«Κατάλαβα, μαμά», της είπε τελικά. «Και εμείς σαν τον Ηρακλή είμαστε;»
«Ναι, αγάπη μου. Και διαλέξαμε να μείνουμε στο κλουβί για να μη φάει ο δράκος αυτούς που αγαπάμε. Και στο τέλος του δρόμου κι εμείς θα τους ξαναβρούμε γερούς και δυνατούς! Και δεν θα λείπει κανείς, μωρό μου!»
«Σου υπόσχομαι να μην γκρινιάξω πάλι, μαμά. Σου ορκίζομαι πως κι εγώ Ηρακλής θα γίνω!»
«Μπράβο, πανέξυπνε Ηρακλή μου!» του είπε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
Έσβησε το φως και ετοιμάστηκε να βγει από το δωμάτιο, αλλά στο κατώφλι την περίμενε ο άντρας της και από το βλέμμα του κατάλαβε πως η ιστορία της είχε κι άλλον ακροατή.
«Άκουσες;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
«Άκουσα. Είσαι φοβερή παραμυθού…»
«Όπως κάθε γονιός…»
«Αυτό το σπίτι, λες να χωράει κι άλλον έναν Ηρακλή;»
«Δεν ξέρω για το σπίτι, αλλά η καρδιά μου σίγουρα», του απάντησε. «Μαζί θα το ξεπεράσουμε κι αυτό», συμπλήρωσε. «Φτάνει ν’ αντέξουμε».
* Η Λένα Μαντά είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, Ταξίδι στη Βενετία, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.